του Τάσου Δασόπουλου
Μπορεί η πορεία της ελληνικής οικονομίας να είναι το πιο πρόσφατο success story για τις Βρυξέλλες, αλλά στην Ελλάδα όλοι αναγνωρίζουν ότι η απόσταση με την Ευρώπη σε εισοδήματα, χρέος και άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες απαιτεί επιμονή και χρόνο.
Ο Προϋπολογισμός του 2026 λόγω συγκυρίας έχει πέντε μεγάλες προκλήσεις να πετύχει σε τομείς όπου η οικονομία θα πρέπει να συνεχίσει να κάνει ρεκόρ, για να καλύψει ταχύτερα την απόσταση που έχει από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Ο πρώτος θα είναι η αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2%. Η επίτευξη του στόχου περνάει μέσα από την απορρόφηση κοινοτικών πόρων ύψους περίπου 11 δισ. ευρώ, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί ποτέ στην Ελλάδα. Από τα χρήματα αυτά τα 7,5 δισ. ευρώ θα είναι χρήματα από το Ταμείο Ανάπτυξης και 3,3 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ 2021-2027. Το πόσο σημαντικό είναι να έχει επιτυχία το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων είναι προφανές: Η αξιοπιστία της Ελλάδας θα κριθεί το 2026 από την επιτυχή ολοκλήρωση του εθνικού προγράμματος Ελλάδας 2.0 των 36 δισ., με δεδομένο ότι αναλογικά η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδότησης από όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Παράλληλα, βέβαια, θα πρέπει να συνεχίσει να υλοποιείται κανονικά και το ΕΣΠΑ, για το οποίο η απορρόφηση θα ενταθεί ακόμη περισσότερο από το 2027. Επιπλέον, θα πρέπει η οικονομία να προσελκύσει επενδύσεις ύψους 28 δισ. ευρώ, ώστε να φτάσει η Ελλάδα να καταγράψει στο τέλος του επόμενου χρόνου επενδύσεις συνολικού προϋπολογισμού ίσου με το 17,7% του ΑΕΠ. Τούτο, ενώ η Ευρώπη, η οποία ως μεγάλη εικόνα βιώνει οικονομική στασιμότητα από το 2022 και καταγράφει εκροές επενδύσεων, έχει μέσο όρο ετήσιων δημοσίων επενδύσεων στο 21% του ΑΕΠ της.
Ανάπτυξη
Ο δεύτερος στόχος που θα πρέπει να πετύχει ο Προϋπολογισμός του 2026 είναι ο στόχος της ανάπτυξης. Η οικονομική μεγέθυνση της οικονομίας κατά 2,4%, που έχει τεθεί ως στόχος για τον Προϋπολογισμό, θα διαμορφωθεί κατά 1,8% από την αύξηση των επενδύσεων και κατά 0,6% από τις μειώσεις φορολογίας και τις εισοδηματικές ενισχύσεις του 1,76 δισ. ευρώ που θα εφαρμοστούν από την 1/1/2026 σε μισθωτούς, οικογένειες με παιδιά, την περιφέρεια και τους ένστολους. Ωστόσο, ο στόχος δεν είναι εγγυημένος, καθώς και οι επενδύσεις θα κληθούν να κινηθούν πολύ γρήγορα και τα μέτρα για τη μείωση των φόρων δεν θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωπα με μια ακρίβεια που θα μειώσει ή θα εκμηδενίσει στην πράξη το αποτέλεσμά τους στα πραγματικά εισοδήματα. Κρίσιμη παράμετρος για τον επόμενο χρόνο θα είναι η ολοκλήρωση βασικών μεταρρυθμίσεων που μεταφέρονται από χρόνο σε χρόνο, όπως το κτηματολόγιο, τα πολεοδομικά σχέδια σε όλη τη χώρα, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, η ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης του Δημοσίου, οι οποίες θα κληθούν να δημιουργήσουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία το επόμενο διάστημα.
Αύξηση πραγματικών εισοδημάτων
Με βάση τις προβλέψεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ο πραγματικός μέσος μισθός προβλέπεται να κινηθεί ανοδικά για τρίτη διαδοχική χρονιά το 2026, με τον ρυθμό αύξησής του να επιταχύνεται σε 1,5% από 0,5% το 2025. Η παραγωγικότητα της εργασίας προβλέπεται, επίσης, να εισέλθει σε τροχιά επιτάχυνσης, με τον ρυθμό ετήσιας αύξησής της να διαμορφώνεται σε 1,9% από 1,5% το 2025, συμβάλλοντας στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τα οφέλη για τον πραγματικό μέσο μισθό αποδίδονται στην εκτιμώμενη άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων εντός του 2026. Ο ρυθμός αύξησης του Εν.ΔΤΚ το 2026 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,2%, προσεγγίζοντας τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει την εξομάλυνση των υποκείμενων πιέσεων τόσο στον τομέα των τροφίμων όσο και στον δομικό πυρήνα του πληθωρισμού καθώς και την αρνητική επίδραση της συνιστώσας της ενέργειας, της τάξεως των 0,2 ποσοστιαίων μονάδων, στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη.
Αντιμετώπιση της ακρίβειας
Ένας ακόμη κρίσιμος παράγοντας για τη ζήτηση και κατά συνέπεια για το ΑΕΠ θα είναι η αντιμετώπιση της αίσθησης της ακρίβειας που κυριαρχεί στην κοινωνία. Η απότομη άνοδος των τιμών από το 2022 με την ενεργειακή κρίση, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε κρίση πληθωρισμού η οποία οδήγησε σε αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ από -0,5% σε 4%. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρωζώνη, τα επιτόκια έχουν μειωθεί στο 2%, αλλά η αίσθηση της ακρίβειας παραμένει. Οι αυξήσεις ήρθαν, με την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών να υπολείπεται κατά 30% σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, πιέζοντας υπερβολικά τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συμβαδίζουν με θετικούς ρυθμούς πληθωρισμού, ο οποίος εδώ και περίπου έναν χρόνο είναι υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό. Μια σημαντική πρόκληση για τη χρονιά αυτή είναι η αγορά να ελεγχθεί αποτελεσματικά και να εξομαλυνθούν οι τιμές σε βασικά τρόφιμα, όπου οι αυξήσεις έχουν αρχίσει να επανεμφανίζονται.
Μείωση του χρέους
Την ίδια ώρα η ανάγκη να εξασφαλίζουμε κάθε χρόνο τους δημοσιονομικούς στόχους που θέτουμε ως χώρα, υποχρεώνει το ΥΠΕΘΟ σε υπερσυντηρητικές προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα κάθε χρονιάς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε συνεχείς αναθεωρήσεις μεγεθών, έστω και αν αυτές γίνονται σταθερά προς τα πάνω. Τρανή απόδειξη αποτελεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2025, το οποίο ξεκίνησε από το 2,4% του ΑΕΠ στον Προϋπολογισμό του 2025, αναθεωρήθηκε στο 3,6% του ΑΕΠ στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2026 και τώρα, στο τελικό σχέδιο, έχει φτάσει το 3,7% του ΑΕΠ. Τούτο, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές της προβλέψεις αναμένει για φέτος πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ. Το πλεόνασμα για το 2026 παραμένει ως στόχος στο 2,8% του ΑΕΠ. Σε ό,τι αφορά το χρέος, η πρόβλεψη είναι πιο σταθερή και στόχος του προσχεδίου αλλά και του τελικού σχεδίου του Προϋπολογισμού είναι η μείωση κατά 7,7% του ΑΕΠ το 2026 στο 138,2% του ΑΕΠ από το 145,6% του ΑΕΠ.
Πηγή: capital.gr





