Μετά από τέσσερα χρόνια αλλεπάλληλων σοκ και παρεμβάσεων, η ευρωπαϊκή οικονομία μπαίνει σε μια πιο ήρεμη , αλλά και απαιτητική φάση. Χωρίς έκτακτα προγράμματα στήριξης, χωρίς φθηνό χρήμα και με τις τράπεζες να καλούνται να παίξουν τον ρόλο το βασικό ρόλο για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, το 2026 μοιάζει ότι δεν θα είναι μια χρονιά όπου η ανάπτυξη θα έρθει «από μόνη της». Για την Ελλάδα αυτή η μετάβαση έχει ιδιαίτερο βάρος. Το ερώτημα δεν είναι πια αν θα υπάρξει πιστωτική επέκταση, αλλά τι είδους ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί όταν το κόστος χρήματος παραμένει υψηλό.
Οι αγορές και οι οικονομολόγοι έχουν ήδη προσαρμόσει τις προσδοκίες τους. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters, το βασικό σενάριο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διατηρήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2% όχι μόνο τους επόμενους μήνες, αλλά πιθανότατα έως το τέλος του 2026. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κινείται κοντά στον στόχο, η ανάπτυξη παραμένει θετική, έστω και χαμηλή και το περιθώριο για «χαλάρωση» θεωρείται περιορισμένο. Σε αυτό το περιβάλλον, ακόμη και η συζήτηση για την επόμενη κίνηση της ΕΚΤ έχει αλλάξει τόνο. Ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν ότι, αν οι συνθήκες σκληρύνουν, η επόμενη αλλαγή στην επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ θα μπορούσε να είναι προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.
Ακριβό χρήμα
Η σταθερότητα των βασικών επιτοκίων δεν σημαίνει σταθερό κόστος χρήματος για την πραγματική οικονομία. Τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι τον Οκτώβριο του 2025 το μέσο επιτόκιο νέων επιχειρηματικών δανείων στην Ευρωζώνη κινούνταν γύρω στο 3,4%, ενώ τα στεγαστικά δάνεια για τα νοικοκυριά κοντά στο 3,3%. Στην Ελλάδα, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστική αν προστεθεί η άλλη πλευρά της εξίσωσης, όπου σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων διαμορφώθηκε μόλις στο 0,32%,.
Αυτό το άνοιγμα μεταξύ αποταμίευσης και δανεισμού είναι το σημείο όπου η νομισματική πολιτική συναντά την καθημερινότητα των επιχειρήσεων και καθορίζει πόσες επενδύσεις θα προχωρήσουν, ποια σχέδια θα παγώσουν και ποια έργα θα περιοριστούν σε πιο ασφαλείς, αλλά λιγότερο παραγωγικές, επιλογές.
Η πιστωτική επέκταση
Οι εκτιμήσεις για το 2026 αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τραπεζικές πηγές και διοικήσεις μεγάλων ομίλων μιλούν για πιστωτική επέκταση της τάξης του 8%, με αιχμή τα επιχειρηματικά δάνεια. Πρόκειται για ρυθμό που, αν επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να στηρίξει την ανάπτυξη σε μια περίοδο όπου οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αρχίζουν να περιορίζονται.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι το ποσοστό της επέκτασης αλλά η κατεύθυνση. Θα κατευθυνθεί αυτός ο δανεισμός σε επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, σε βιομηχανία, ενέργεια, εξαγωγικές δραστηριότητες και υποδομές ή θα απορροφηθεί κυρίως από αναχρηματοδοτήσεις, κεφάλαιο κίνησης και κλάδους με χαμηλότερη προστιθέμενη αξία;
Τα ευρήματα της τελευταίας Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων της ΕΚΤ δείχνουν ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης παραμένουν επιλεκτικές. Τα κριτήρια χορήγησης επιχειρηματικών δανείων έχουν ελαφρώς αυστηροποιηθεί, με τις τράπεζες να διαφοροποιούν όλο και περισσότερο τη στάση τους ανά κλάδο και ανά πιστοληπτικό προφίλ, επικαλούμενες γεωπολιτικούς κινδύνους, αβεβαιότητα στη ζήτηση και πιέσεις στα περιθώρια κέρδους.
Η τεχνητή νοημοσύνη στο παιχνίδι
Εδώ ακριβώς εισέρχεται ένας νέος παράγοντας, που κάνει το 2026 διαφορετικό από τα προηγούμενα χρόνια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες επενδύουν συστηματικά στην τεχνητή νοημοσύνη, όχι ως τεχνολογικό στοίχημα εντυπωσιασμού, αλλά ως εργαλείο μείωσης του κόστους και βελτίωσης της αποδοτικότητας. Σύμφωνα με αναλύσεις διεθνών μέσων, η ΑΙ χρησιμοποιείται ήδη σε ελέγχους κινδύνου, ανίχνευση απάτης, αυτοματοποίηση διαδικασιών και back office, περιορίζοντας λειτουργικά έξοδα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «ανελαστικά».
Πιο αποδοτικές τράπεζες μπορούν να αντέξουν χαμηλότερα περιθώρια, να τιμολογήσουν καλύτερα τον κίνδυνο και (θεωρητικά) να διοχετεύσουν περισσότερα κεφάλαια στην οικονομία. Ωστόσο, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν και ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας δεν εγγυάται ότι το όφελος θα περάσει αυτόματα στον δανειολήπτη. Μπορεί να μεταφραστεί σε υψηλότερη κερδοφορία, μερίσματα και ενίσχυση κεφαλαίων, χωρίς ουσιαστική αλλαγή στο κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Το στοίχημα της ανάπτυξης
Το 2026 για την Ελλάδα διαμορφώνεται ως μια χρονιά δοκιμής. Χωρίς νέα μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ και με τις τράπεζες να λειτουργούν σε ένα πιο απαιτητικό περιβάλλον αξιολόγησης κινδύνου, η ανάπτυξη θα κριθεί από την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει επενδύσεις που αντέχουν στο χρόνο.
Οι αριθμοί υπάρχουν. Η ρευστότητα υπάρχει. Η τεχνολογία υπόσχεται βελτίωση της αποδοτικότητας. Αυτό που μένει να φανεί είναι αν όλα αυτά θα συνδυαστούν σε ένα νέο κύκλο χρηματοδότησης που θα ενισχύσει την παραγωγική βάση της οικονομίας ή αν το 2026 θα αποδειχθεί μια χρονιά όπου η ανάπτυξη θα συνεχιστεί, αλλά με πιο περιορισμένο βάθος και αντοχή.
Πηγή: ot.gr





