Του Χάρη Φλουδόπουλου
Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις για το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας οδηγείται στο τέλος του το 2025, με τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις να παραμένουν σε καθεστώς αναμονής, παρά το γεγονός ότι –όπως προειδοποιεί η ΕΒΙΚΕΝ– το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας έχει πλέον λάβει οξείες διαστάσεις.
Παρά τις δημόσιες δεσμεύσεις και τις επανειλημμένες αναφορές σε επικείμενα μέτρα στήριξης, η χρονιά κλείνει χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί αν, πότε και με ποιο δημοσιονομικό χώρο θα εφαρμοστεί κάποιο σχήμα ανακούφισης για τη βιομηχανία. Όπως σημειώνουν πηγές της βιομηχανίας, η αβεβαιότητα αυτή λειτουργεί διαβρωτικά για έναν κλάδο που ήδη πιέζεται από υψηλό κόστος ενέργειας και έντονο διεθνή ανταγωνισμό.
Όπως έχει τονίσει ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας) Αντώνης Κοντολέων το ζήτημα έχει δύο σαφείς διαστάσεις: την ευρωπαϊκή και την ελληνική. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει πλέον αναγνωριστεί ότι η πράσινη μετάβαση, χωρίς παράλληλη στήριξη της βιομηχανίας, οδηγεί σε φαινόμενα αποβιομηχάνισης. Η σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών μετά το 2026 σημαίνει ότι το κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας θα επιβαρυνθεί περαιτέρω από τον φόρο CO₂, δημιουργώντας ένα δομικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ευρωπαϊκές –και ακόμη περισσότερο τις ελληνικές– επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά, όπως επισημαίνεται ένα σημαντικό μέρος της τιμής του ρεύματος που πληρώνει σήμερα η βιομηχανία αντιστοιχεί πλέον σε κόστος εκπομπών, το οποίο δεν υφίσταται σε ανταγωνιστικές αγορές εκτός ΕΕ. Με την αύξηση της ζήτησης δικαιωμάτων, η επιβάρυνση αυτή αναμένεται να μεγαλώσει, επιτείνοντας τις πιέσεις.
Στρεβλώσεις στην ελληνική αγορά
Εκτός όμως από την ευρωπαϊκή, το ενεργειακό πρόβλημα έχει και ελληνική διάσταση λόγω των δομικών αδυναμιών της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΒΙΚΕΝ πρόσφατες ευρωπαϊκές αξιολογήσεις επιβεβαιώνουν ότι σε συνθήκες στενότητας ισχύος –ιδίως μετά τη δύση των φωτοβολταϊκών– οι τιμές μπορούν να εκτιναχθούν, καθώς η συμπεριφορά των προσφορών αλλάζει και το ολιγοπωλιακό πλαίσιο γίνεται πιο εμφανές.
Σε αυτό το περιβάλλον, το τελικό κόστος για τη βιομηχανία δεν περιορίζεται στη χονδρεμπορική τιμή, αλλά επιβαρύνεται επιπλέον από προσαυξήσεις της τάξης των 20–25 ευρώ/MWh, οι οποίες καταλήγουν στους ηλεκτροπαραγωγούς, όπως έχει καταγγείλει η ΕΒΙΚΕΝ. Η εμπειρία από πρόσφατες παρεμβάσεις δείχνει, κατά τον ίδιο, ότι όταν αλλάζουν συγκεκριμένοι μηχανισμοί, το κόστος μπορεί να μειωθεί αισθητά, γεγονός που αποδεικνύει ότι “κάτι δεν λειτουργεί σωστά” στο υφιστάμενο μοντέλο.
Όχι μόνο επιδότηση, αλλά διαρθρωτικές λύσεις
Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ έχει ξεκαθαρίσει ότι η βιομηχανία δεν ζητά απλώς επιδοτήσεις. Ζητά να διορθωθούν τα “αυτονόητα”: από το κόστος των προσαυξήσεων και τη λειτουργία των αγορών εφεδρειών, έως τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή μειωμένων χρεώσεων που προβλέπονται για τη βιομηχανία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμα και μικρές μειώσεις –λίγα ευρώ ανά μεγαβατώρα– μπορούν σωρευτικά να κάνουν τη διαφορά για επιχειρήσεις που λειτουργούν στα όρια της βιωσιμότητας.
Παράλληλα, η ΕΒΙΚΕΝ εκφράζει προβληματισμό για το γεγονός ότι, ενώ σε άλλες χώρες εφαρμόζονται γενναία ή έξυπνα σχήματα στήριξης, στην Ελλάδα το ζήτημα φαίνεται να “κολλάει” στον δημοσιονομικό χώρο, με αποτέλεσμα η βιομηχανία να μένει εκτεθειμένη.
Το μήνυμα που εκπέμπεται από την ΕΒΙΚΕΝ, είναι σαφές: αν η ελληνική βιομηχανία δεν στηριχθεί έγκαιρα, σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκοί ανταγωνιστές της λαμβάνουν μέτρα ανακούφισης, ο κίνδυνος συρρίκνωσης είναι ορατός. Με το ενεργειακό κόστος υψηλότερο από άλλες αγορές και με τις εισαγωγές να αυξάνονται, το 2025 κλείνει χωρίς απαντήσεις σε ένα ζήτημα που χαρακτηρίζεται πλέον υπαρξιακό για την παραγωγική βάση της χώρας
Πηγή: capital.gr




