Στο 2,1% θα διαμορφωθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο το 2026, όσο και το 2027, για να υποχωρήσει οριακά στο 2% το 2028.
Με τον τρόπο αυτό, θα συνεχίσει να υπερβαίνει το μέσο προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης και θα παραμείνει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης των εισοδημάτων.
Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα αναμένει υποχώρηση του πληθωρισμού λίγο πάνω από τη ζώνη του 2% από τη νέα χρονιά.
Οι προβλέψεις αυτές στην ενδιάμεση έκθεση 2025 για τη Νομισματική Πολιτική, που κατέθεσε στη Βουλή των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο τη Δευτέρα, ο διοικητής της Τράπεζας της ΕΛλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Σύμφωνα με αυτήν, κυριότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια προβλέπεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
Βραχυχρόνια, οι επενδύσεις προβλέπεται να υποστηριχθούν από τους υπόλοιπους προς διάθεση πόρους του RRF, καθώς μόνο το 1/3 αυτών έχει έως τώρα διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία.
Έτσι, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με υψηλό ρυθμό 7,3% το 2025-26, ενώ με το πέρας της περιόδου εφαρμογής του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU ο ρυθμός αύξησής τους θα μετριαστεί το 2027-28.
Από την άλλη, επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, πως η συμβολή του εξωτερικού τομέα συνολικά στο ΑΕΠ θα είναι το προσεχές διάστημα ελαφρώς αρνητική, εξαιτίας της έντονης επενδυτικής δραστηριότητας, που θα προκαλέσει ταχεία αύξηση των εισαγωγών, αλλά και του υψηλού εισαγωγικού περιεχομένου της εγχώριας κατανάλωσης και των εξαγωγών αγαθών.
Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται εντός της περιόδου πρόβλεψης
Το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός σε 2,8%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών – λόγω κυρίως των αυξήσεων στις αμοιβές εργασίας και στα ενοίκια, των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση και των αυξημένων έμμεσων φόρων στην εστίαση και στη διαμονή – καθώς και τον πληθωρισμό των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής.
Ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει αισθητά στο 2,1% το 2026, θα παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητος (2,2%) το 2027, ενώ το 2028 εκτιμάται μια εφάπαξ επιτάχυνσή του στο 2,5%, καθώς η επίδραση του διευρυμένου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων θα ενσωματωθεί στην ενεργειακή συνιστώσα του ΕνΔΤΚ.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες βλέπει η ΤτΕ
Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι οι παραπάνω προβλέψεις περιβάλλονται από κινδύνους, κυρίως καθοδικούς ως προς την ανάπτυξη.
Πρόκειται για τους εξής:
α) η αβεβαιότητα από τις εύθραυστες διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας,
β) ο επίμονος πληθωρισμός,
γ) ενδεχόμενες μεγαλύτερες μισθολογικές πιέσεις, λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας,
δ) πιθανές φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
ε) τυχόν χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του RRF και
στ) βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Προκλήσεις
«Η ελληνική οικονομία, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων που θα καθορίσουν τη μελλοντική της πορεία» επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας.
Όπως τονίζει στην ίδια έκθεση, συνολικά, ο κίνδυνος επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης μετά τη λήξη του RRF, η χαμηλή παραγωγικότητα, το υφιστάμενο επενδυτικό κενό, τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των υπολειπόμενων κοινοτικών πόρων, η βραδεία αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και στα πραγματικά εισοδήματα, η δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας, η δημογραφική κρίση, η στάσιμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος συγκροτούν ένα σύνθετο πλέγμα προκλήσεων.
Προτάσεις πολιτικής
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με έντονους εμπορικούς ανταγωνισμούς και συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, απαιτεί συνεκτική στρατηγική, σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στοχευμένη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ώστε η σημερινή μακροοικονομική σταθερότητα να μεταφραστεί σε διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ευημερία.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρεται στην ίδια έκθεση, οι προτάσεις πολιτικής για την ελληνική οικονομία οφείλουν να υπηρετούν ταυτόχρονα τρεις στόχους:
α) ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας,
β) θωράκιση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας
γ) διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα. Αυτές οι κατευθύνσεις καθορίζουν και τη λογική των προτεινόμενων παρεμβάσεων, οι οποίες δεν είναι αποσπασματικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες.
«Η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί τη συνέχιση και βάθυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Δημοσίου, την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη μείωση της γραφειοκρατίας» υποστηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως επισημαίνει, οι δράσεις αυτές βελτιώνουν το επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής.
Ενίσχυση επενδύσεων
Επιπλέον, τονίζει ότι η ενθάρρυνση νέων παραγωγικών επενδύσεων, η αναβάθμιση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης ωφελούν άμεσα και έμμεσα την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος απαιτεί παράλληλα τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και την παροχή στοχευμένων κινήτρων (επιταχυνόμενες αποσβέσεις και αυξημένες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη), καθώς και τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους.
Τα φορολογικά μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης συμπληρώνουν αυτό το πλαίσιο. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας (tax wedge) ενισχύει τα κίνητρα των επιχειρήσεων να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και να διευκολυνθεί ο προσανατολισμός του παραγωγικού προτύπου προς εξωστρεφείς εμπορεύσιμες δραστηριότητες είναι αναγκαία η πλήρης και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων – του RRF, των Πολυετών Δημοσιονομικών Πλαισίων 2021-2027 και 2028-2034 και του πακέτου των 8 δισεκ. ευρώ για την περίοδο 2026-32 (Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος, Ταμείο Εκσυγχρονισμού, Ταμείο Απανθρακοποίησης Νησιών).
Δεδομένου ότι το NextGenerationEU έχει πεπερασμένη διάρκεια ζωής και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα καταγράφει συστηματικά ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης στην ΕΕ, η χώρα οφείλει να επιταχύνει την υλοποίηση των συναφών επενδύσεων ώστε να μεγιστοποιήσει τις θετικές επιδράσεις του στην ανάπτυξη και στην παραγωγικότητα τα επόμενα χρόνια.
Η ενίσχυση και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι επίσης κρίσιμη σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι ευμετάβλητες.
Η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων και η πρόσβαση σε εναλλακτικές προς τον τραπεζικό δανεισμό μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών – ιδίως για νεοφυείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν επαρκείς εξασφαλίσεις – μπορούν να ξεκλειδώσουν σημαντικό επενδυτικό δυναμικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι καίριας σημασίας οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν τις θετικές επιδόσεις τους και να παραμείνουν σε πορεία επίτευξης των μεσοπρόθεσμων στόχων τους, ώστε αφενός να συνεχίσουν να στηρίζουν επαρκώς τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και αφετέρου να επιτύχουν νέες αναβαθμίσεις που θα λειτουργήσουν ως ασπίδα απέναντι στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.
Παράλληλα, η διατήρηση και ενίσχυση της θετικής δυναμικής των ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες ξεπέρασαν τα 6 δισεκ. ευρώ το 2024, αυξημένες κατά περίπου 40% έναντι του 2019, προϋποθέτει σταθερότητα, θεσμική αξιοπιστία και συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Το στεγαστικό ζήτημα
Το ζήτημα της προσιτής στέγης απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς.
Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να απλοποιηθούν οι διαδικασίες σε όλα τα στάδια αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας – αδειοδοτήσεις, πολεοδομικά, χρήσεις γης – ώστε να αποδεσμευθούν αδρανή ακίνητα και να διευκολυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε ανάπτυξη κατοικίας.
Η αγορά εργασίας
Στην αγορά εργασίας, η αύξηση των αμοιβών πρέπει να είναι συμβατή με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα.
Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων, μεγαλύτερων σε ηλικία και συνταξιούχων.
Το δημογραφικό
Για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος απαιτείται ένα συνεκτικό πλέγμα κοινωνικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων: επενδύσεις σε ποιοτικούς και οικονομικά προσιτούς παιδικούς σταθμούς, θεσμοθέτηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, στήριξη της στέγασης νέων οικογενειών, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας και φροντίδας.
Πρόσθετες παροχές όπως επιδόματα σπουδών για παιδιά ή υποστήριξη στο σπίτι για νέες μητέρες ενισχύουν την οικογενειακή ασφάλεια.
Παράλληλα, η ενσωμάτωση μεταναστών και ο επαναπατρισμός Ελλήνων του εξωτερικού μπορούν να ενδυναμώσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Τα δημόσια οικονομικά
Καθοριστική προϋπόθεση για την υλοποίηση όλων των παραπάνω είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η συνέχιση της ταχείας αποκλιμάκωσής του.
Η σταθερή συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων – που ανέρχονται περίπου στο 18% του ΑΕΠ – για την πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές.
Η ταχύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μειώνει τις μελλοντικές ανάγκες δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτρέπει υψηλότερα όρια δαπανών για ενεργητικές πολιτικές και περιορίζει την έκθεση σε κινδύνους από ενδεχόμενη άνοδο των επιτοκίων.
Η αμυντική βιομηχανία
Γπιο ενεργός συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα και κοινοπραξίες, με σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της στο ΑΕΠ, να δημιουργήσει υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας και να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών αναγκών από εγχώρια παραγωγή.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι παραπάνω προτάσεις πολιτικής συγκροτούν ένα συνεκτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας και εμπορικού προστατευτισμού.
Σημειώνει ωστόσο πως «όσο κρίσιμες και αν είναι όμως οι εθνικές πολιτικές, δεν επαρκούν πλέον από μόνες τους».
Γι’ αυτό απαιτείται η συνέργεια των εθνικών πολιτικών με μια ευρωπαϊκή στρατηγική εναρμονισμένη με τις κατευθύνσεις που θέτουν οι εκθέσεις Letta και Draghi, με σκοπό να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα εμπόδια στην κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού και να ενισχυθούν οι επενδύσεις στην καινοτομία, στις υποδομές και στις στρατηγικές τεχνολογίες ώστε η Ευρώπη να παραμείνει ανταγωνιστική.
Παράλληλα, χρειάζεται να ενισχυθούν περαιτέρω οι προσπάθειες για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και τη δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων ώστε να μειωθεί ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός.
Θα πρέπει να αξιοποιηθεί η πολύ επιτυχημένη εμπειρία του NextGenerationEU, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας μόνιμος μακροοικονομικός μηχανισμός τόνωσης των επενδύσεων και προώθησης των μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται επίσης η δημιουργία ενός ευρωομολόγου, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για διασυνοριακές επενδύσεις, να ενισχύσει το διεθνή ρόλο του ευρώ και να ενδυναμώσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.
Πηγή: ot.gr





