Στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών βρίσκονται εκατοντάδες τραπεζικοί λογαριασμοί φυσικών και νομικών προσώπων, αφού η χρήση του “Συστήματος Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας” έχει συμβάλει στον πλήρη έλεγχό τους και τον εντοπισμό παρατυπιών. Ήδη έχουν ανοίξει και ολοκληρωθεί οι έλεγχοι σε περισσότερους από 1.700 τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογούμενων για τους οποίους είχε εκδοθεί εντολή ελέγχου στο ΟΠΣ ELENXIS, καθώς υπήρχαν υποψίες για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Πλέον οι έλεγχοι δεν περιορίζονται μόνο στις καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς ακόμα εξετάζονται δάνεια, ρυθμίσεις, πιστωτικές κάρτες, ρέπος, παράγωγα, μετοχές, επενδυτικά προϊόντα, λογαριασμοί πληρωμών και ηλεκτρονικά πορτοφόλια (e-wallets), ασφαλιστικά προϊόντα, ακόμα και τραπεζικές θυρίδες. Έτσι, η εφορία αποκτά μια πλήρη εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας του κάθε ΑΦΜ, έχοντας πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που την ενδιαφέρουν.
Η χρήση μιας σειράς εργαλείων, με κορυφαίο το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου, έχει οπλίσει την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με τη δυνατότητα να ξεκινά πολύ πιο γρήγορα τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών, αφού μπορεί να ομαδοποιεί τα “σήματα κινδύνου” που ανάβουν το… κόκκινο για να ξεσκονίσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Τυπικά, ο έλεγχος ξεκινά όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα δεν επαρκούν για να καλύψουν: τις τραπεζικές καταθέσεις, την κατανάλωση, την απόκτηση περιουσίας, τις πληρωμές δανείων ή καρτών, τις επενδύσεις.
Ενδεικτικές αιτίες είναι:
– Μεγάλα ποσά καταθέσεων που δεν δικαιολογούνται από το εισόδημα. Π.χ. κάποιος δηλώνει 8.000 ευρώ τον χρόνο, αλλά στους λογαριασμούς του εμφανίζονται κινήσεις 100.000 ευρώ.
– Συχνές εισροές μικρών ποσών. Η εφορία θεωρεί ότι μπορεί να πρόκειται για ανεπίσημες εμπορικές δραστηριότητες ή “μαύρα” έσοδα.
– Αγορά ακινήτων ή ακριβών περιουσιακών στοιχείων που δεν εξηγούνται. Αν κάποιος αγοράσει ακίνητο, αυτοκίνητο ή σκάφος και δεν μπορεί να αποδείξει πώς χρηματοδότησε την αγορά, ενεργοποιείται έλεγχος.
– Δραστηριότητες υψηλού κινδύνου για φοροδιαφυγή. Ελεύθεροι επαγγελματίες, επιχειρήσεις υπηρεσιών, τουριστικές επιχειρήσεις κ.λπ.
– Καταγγελίες, διασταυρώσεις από τρίτους ή πληροφορίες από το εξωτερικό. Οι πληροφορίες από τις τράπεζες, το Χρηματιστήριο, αλλά και από ξένες αρχές μέσω διεθνών συμφωνιών μπορούν να πυροδοτήσουν έλεγχο.
Τι εξετάζει η εφορία κατά τον έλεγχο τραπεζικών κινήσεων
Ένας πλήρης τραπεζικός έλεγχος από τη φορολογική διοίκηση προβλέπει:
Α. Έλεγχο εισερχόμενων ποσών
Όλες οι καταθέσεις –ακόμα και μικρές– πρέπει να μπορούν να εξηγηθούν. Πρέπει να υπάρχουν: αποδείξεις, συμβόλαια, αποδείξεις πωλήσεων, τραπεζικές μεταφορές από οικεία πρόσωπα με αιτιολογία, φορολογικά στοιχεία.
Β. Έλεγχο εξερχόμενων ποσών
Όταν κάποιος ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα δηλώνει, τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αδήλωτο εισόδημα.
Γ. Ανάλυση της ετήσιας μεταβολής περιουσίας
Ο έλεγχος δεν εξετάζει μόνο τι μπήκε και τι βγήκε από τον λογαριασμό, αλλά και: νέες αγορές, αποταμιεύσεις, επενδύσεις, πληρωμές δανείων.
Η δύναμη του BANCAPP
Πολύτιμο εργαλείο στους ελέγχους που πραγματοποιούνται είναι το BANCAPP (ακρωνύμιο του “Bank Account Nexus Crosscheck APPplication” της ΑΑΔΕ), ένα αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας και συναλλαγών, που ενεργοποιήθηκε με την απόφαση Α. 1179/2023 του διοικητή της ΑΑΔΕ. Ο βασικός στόχος είναι να διευκολύνει και να επιταχύνει τις διαδικασίες φορολογικών ελέγχων, καθιστώντας δυνατή –σε περίπτωση που έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου– τη μαζική και συστηματική διασταύρωση των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων φυσικών και νομικών προσώπων. Οι φορολογικοί έλεγχοι με το BANCAPP αφορούν όσους έχουν υπό κρίση ΑΦΜ – είτε φυσικά πρόσωπα είτε επιχειρήσεις ή άλλες νομικές οντότητες.
Τι “βλέπει” η ΑΑΔΕ: Τι είδους στοιχεία συλλέγονται
Μόλις εκδοθεί εντολή ελέγχου στο σύστημα εσωτερικής διαχείρισης (ΟΠΣ ELENXIS), τότε μέσω του BANCAPP αποστέλλεται αίτημα άρσης τραπεζικού και χρηματοοικονομικού απορρήτου – χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Τα στοιχεία που ζητούνται και συλλέγονται από τα πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα είναι εξαιρετικά ευρύτατα. Μεταξύ άλλων:
– Τραπεζικοί λογαριασμοί καταθέσεων (καταθέσεις σε ευρώ ή άλλο νόμισμα)
– Επενδυτικοί λογαριασμοί – μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια, παράγωγα, τραπεζοασφάλιστρα και άλλα επενδυτικά προϊόντα
– Πιστωτικές, προπληρωμένες (prepaid) κάρτες και λογαριασμοί πληρωμών / ηλεκτρονικά πορτοφόλια (e-wallets)
– Τραπεζικές θυρίδες ασφαλείας (safe deposit boxes) και κάθε μορφή χρηματοοικονομικής επένδυσης ή χρηματοπιστωτικού προϊόντος που μπορεί να διατηρείται σε πιστωτικά ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα στην Ελλάδα – συμπεριλαμβανομένων αλλοδαπών υποκαταστημάτων, ιδρυμάτων πληρωμών ή ηλεκτρονικού χρήματος, εφόσον δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Τα δεδομένα αυτά καλύπτουν κατά κανόνα περίοδο έως και 5 έτη πίσω από την ημερομηνία που υποβάλλεται κάθε αίτημα. Η διαδρομή είναι τυποποιημένη: η ΑΑΔΕ, μέσω BANCAPP, στέλνει το αίτημα στις τράπεζες/ιδρύματα, τα οποία υποχρεούνται να απαντήσουν εντός συγκεκριμένων προθεσμιών (συνήθως 2 εργάσιμων ημερών ή έως 5 εργάσιμων σε ειδικές περιπτώσεις).
Γιατί αυτό είναι σημαντικό – Πώς χρησιμοποιείται
Η λογική πίσω από την εφαρμογή του BANCAPP είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις το δηλωθέν εισόδημα από φορολογούμενους ή επιχειρήσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα – δηλαδή καταθέσεις, επενδύσεις, κινήσεις κεφαλαίου, αγορές, δάνεια, χρήση καρτών κ.λπ. Με αυτό το σύστημα, η ΑΑΔΕ μπορεί να εντοπίσει –ταχύτατα– “δυσαναλογίες” ανάμεσα σε όλα τα δηλωμένα έσοδα και όσα πραγματικά χρήματα κυκλοφορούν μέσω των λογαριασμών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων.
Όταν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν καταθέσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ή κινήσεις που δεν δικαιολογούνται πλήρως από τα δηλωθέντα εισοδήματα (“προσαύξηση περιουσίας”), τότε θεωρούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα ή εισόδημα που πρέπει να φορολογηθεί.
Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται φόρος 33% επί της διαφοράς.
Η χρήση του BANCAPP –σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους, όπως ανάλυση κινήσεων καρτών, ηλεκτρονικών πορτοφολιών κ.λπ.– εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο ενίσχυσης των ελεγκτικών δυνατοτήτων της ΑΑΔΕ, που πλέον στοχεύει περισσότερο στην πρόληψη και την άμεση αποκάλυψη υποθέσεων φοροδιαφυγής και “μαύρου χρήματος”.
Πηγή: capital.gr


![Δημόσιο Χρέος: Γιατί «κατεβάζει» την παραγωγικότητα στην Ελλάδα [γραφήματα] - Οικονομικός Ταχυδρόμος](https://www.formedia.gr/wp-content/uploads/2025/12/202512210809034375-900x711.png)


