Νέο δόγμα ΗΠΑ για τον κόσμο – Στροφή στη τρέλα ή στη λογική;

Νέο δόγμα ΗΠΑ για τον κόσμο – Στροφή στη τρέλα ή στη λογική;

Δεν θα μπορούσε να αφήσει ευχαριστημένους όλους η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (NSS) που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση Τραμπ τη περασμένη εβδομάδα. Η δραματική ρήξη που συνιστά με τη μεταψυχροπολεμική εξωτερική πολιτική θα έλεγε κανείς ότι προκαλεί χαμόγελα στη Μόσχα, μειδίαμα στο Πεκίνο και συνοφρύωση στις Βρυξέλλες.

Υπενθυμίζεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση δημοσίευσε ένα έγγραφο 33 σελίδων, που πατροπαράδοτα μετά τη δεκαετία του 1980 περιγράφει το όραμα του εκάστοτε προέδρου για το πώς οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν διεθνή ζητήματα σε σχέση με την εθνική ασφάλεια.

Αναμφίλεκτα η νέα κυβέρνηση επιλέγει μια λιγότερο παρεμβατική πολιτική σε πολλά μέρη του πλανήτη, αλλά όχι σε όλα.

Λατινική Αμερική: Επίστροφή στον 19ο αιώνα

Σύμφωνα με τον Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η νέα στρατηγική του Τραμπ αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της στο Δυτικό Ημισφαίριο, όπου στοχεύει στη μείωση της μετανάστευσης, την καταπολέμηση του εγκλήματος και τη διατήρηση της πρόσβασης σε κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού. Επαναβεβαιώνει το Δόγμα Μονρόε του 19ου αιώνα, που απορρίπτει την εξωτερική επιρροή στην περιοχή.

Καλεί επίσης σε μια ευρεία μετατόπιση της στρατιωτικής προσοχής προς το ημισφαίριο και μακριά από άλλα θέατρα επιχειρήσεων — συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, η οποία, όπως αναφέρει η στρατηγική, έχει μειωμένη σημασία λόγω της μεγαλύτερης ενεργειακής ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Η στρατηγική δίνει ελάχιστη προσοχή στην Αφρική, την οποία κυρίως προσδιορίζει ως πηγή φυσικών πόρων.

Ρωσικά χαμόγελα

Σε αντιδιαστολή με την γειτονιά της όμως, η αμερικανική κυβέρνηση θωρεί ότι είναι «ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ να διαπραγματευθούν μια ταχεία παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία» και να μειώσουν τον κίνδυνο ρωσικής αντιπαράθεσης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Τονίζεται επίσης η ανάγκη «να αποκατασταθεί η στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία», κάτι που θα «σταθεροποιούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες», ενώ παράλληλα αναφέρεται ότι η Ευρώπη συνολικά βρίσκεται σε παρακμή, καθώς «δεν είναι καθόλου προφανές αν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν οικονομίες και στρατούς αρκετά ισχυρούς ώστε να παραμείνουν αξιόπιστοι σύμμαχοι».

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, χαρακτήρισε το έγγραφο «σε μεγάλο βαθμό σύμφωνο με τη δική μας οπτική» και «ένα θετικό βήμα».

Ο δε Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ επαίνεσε το έγγραφο ως «όχι μια φιλική αγκαλιά, αλλά ένα αρκετά σαφές σήμα» ότι οι ΗΠΑ είναι «έτοιμες να συζητήσουν την αρχιτεκτονική ασφάλειας αντί να επιβάλλουν ατελείωτες και χωρίς νόημα κυρώσεις». Κυρίως, ο Μεντβέντεφ σημείωσε ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια το έγγραφο δεν αναφέρεται στη Ρωσία ως «απειλή», αλλά ως συμμετέχουσα στον διάλογο για τη σταθερότητα.

Προφανώς, η στάση των ΗΠΑ στη Ρωσία, δεν βρίσκει καθόλου σύμφωνους τους Ευρωπαίους, οι οποίοι διατηρούν σκληροπυρηνική στάση έναντι της Ρωσίας.

Κινεζικό μειδίαμα

Όσον αφορά την Κίνα, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να είναι πολύ πιο συμφιλιωτική και ήπια συγκριτικά με την πρώτη κυβέρνηση, αλλά και με το εμπόλεμο  εμπορικά κλίμα των προηγούμενων μηνών. Αντιμετωπίζουν το Πεκίνο ως μια ισότιμη δύναμη.

«Δεν θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι οι ΗΠΑ δείχνουν διάθεση συμφιλίωσης προς την Κίνα· μάλλον αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει πιο ρεαλιστικές αξιολογήσεις των σχετικών συσχετισμών ισχύος σε σχέση με την πολιτική της για την Κίνα, διαφορετικές από εκείνες προηγούμενων κυβερνήσεων», δήλωσε ο Λι Χαϊντόνγκ, καθηγητής στο China Foreign Affairs University, τη Δευτέρα στην Global Times.

Δείχνει πως οι ΗΠΑ προσαρμόζουν την πολιτική τους έναντι της Κίνας βάσει νέας, πιο πραγματιστικής σκέψης, είπε ο Λι.

Μπορεί η νέα NSS να αναφέρει την «Ταϊβάν» οκτώ φορές σε τρεις παραγράφους, αλλά σε αντίθεση με την κυβέρνηση Μπάιντεν αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό να υποδείξει πώς θα αντιδρούσε σε μελλοντικές κρίσεις.

Ο Τζανγκ Τζιαντόνγκ, καθηγητής στο Κέντρο Αμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φουντάν, υποστήριξε ότι ο συνδυασμός «σκληρής αλλά προσεκτικής» στάσης της τρέχουσας κυβέρνησης των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ταϊβάν αντικατοπτρίζει μια προσαρμογή των στρατηγικών στόχων ώστε να ευθυγραμμιστούν με τις ίδιες τις δυνατότητες της Ουάσινγκτον σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Οι ΗΠΑ, υποστήριξε, καλύπτουν μια αμυντική στάση με εντατικοποιημένη αποτροπή και συγκαλύπτουν το έλλειμμα ισχύος και το αίσθημα απομόνωσης με το να συσπειρώνουν συμμάχους. Σε απάντηση, ο Τζανγκ πρότεινε ότι «η Κίνα πρέπει να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτοπεποίθηση, να διατηρήσει μακροπρόθεσμη αποφασιστικότητα, να εμβαθύνει την οικοδόμηση μιας ‘κοινότητας.

Ανάλυση του κινεζικού  baijiahao.baidu.com έδωσε έμφαση στη χρήση του όρου «Κίνα» αντί «Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (PRC)», θεωρώντας την ως σπάνια διπλωματική αναγνώριση της σχεδόν ισότιμης θέσης της Κίνας. Υποστήριξε ότι η μετάβαση της Ουάσινγκτον από την «αποσύνδεση» (decoupling) και τη «μείωση ρίσκου» (de-risking) σε μια γλώσσα επικεντρωμένη στην «αμοιβαιότητα» και τη «δικαιοσύνη» δεν αποτελεί ούτε υποχώρηση ούτε καλή θέληση, αλλά αναγνώριση του κόστους και των ορίων μιας παρατεταμένης αντιπαράθεσης.

Οι πιο επιφυλακτικοί

Πολλές ασιατικές χώρες καλωσορίζουν την αναγνώριση από τον Τραμπ της Κίνας ως σχεδόν ομότιμου ανταγωνιστή και την έκκλησή του για μια «αμοιβαία επωφελή οικονομική σχέση» με το Πεκίνο. Για χώρες που δεν είναι σύμμαχοι, όπως η Ινδία, η έκκληση του Τραμπ προς μεγάλες δυνάμεις να αναλάβουν μεγαλύτερη περιφερειακή ευθύνη δημιουργεί ευκαιρίες για την ενίσχυση του δικού τους στρατηγικού προφίλ, λέει σε ανάλυσή του ο Ράτζα Μόχαν, Διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών Νότιας Ασίας, Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης.

Ωστόσο, ο Μόχαν δεν κρύβει και κάποιες επιφυλάξεις. «Η έμφαση του Τραμπ στην κυριαρχία και τη μη παρέμβαση είναι ευπρόσδεκτη, η Ασία γνωρίζει καλά τη δομική τάση της Ουάσινγκτον να αναμιγνύεται στις υποθέσεις των άλλων. Αυτό προκύπτει όχι από αρχή αλλά από ισχύ. Οι μεγάλες δυνάμεις παρεμβαίνουν επειδή μπορούν — και επειδή οι εγχώριες πολιτικές τους ομάδες συχνά το απαιτούν. Οι απειλές του Τραμπ εναντίον της Νότιας Αφρικής και της Νιγηρίας υπογραμμίζουν το διαρκές αμερικανικό αντανακλαστικό να τιμωρεί και να εξαναγκάζει. Οι διακηρύξεις αυτοσυγκράτησης δεν θα εξαλείψουν αυτή την ώθηση» υπογραμμίζει ο Ινδός ειδικός.

Πράγματι το ίδιο εκτιμά σε γενικές γραμμές και ο Τζιν Κανρόνγκ, καθηγητής και αναπληρωτής κοσμήτορας στη Σχολή Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ρενμίν, υποστήριξε ότι, παρά τις εικασίες πως η Κίνα δεν κυριαρχεί πλέον μονοπωλιακά στην αμερικανική κοσμοθεωρία, θα παραμείνει κεντρική στη στρατηγική σκέψη των ΗΠΑ.

Ιράν: μια από τα ίδια

Για τη νέα NSS, η Μέση Ανατολή δεν αποτελεί πλέον την κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ. Αναφέρει ότι οι παλαιότερες παράμετροι που καθιστούσαν την περιοχή τόσο σημαντική – δηλαδή η παραγωγή ενέργειας και οι εκτεταμένες συγκρούσεις – «δεν ισχύουν πλέον».

Καθώς οι ΗΠΑ αυξάνουν τη δική τους παραγωγή ενέργειας, «ο ιστορικός λόγος της Αμερικής για να εστιάζει στη Μέση Ανατολή θα υποχωρήσει», αναφέρει η στρατηγική.

Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι και η σύγκρουση και η βία στην περιοχή επίσης μειώνονται, επικαλούμενη την εκεχειρία στη Γάζα και την επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν τον Ιούνιο, η οποία, όπως αναφέρει, «υποβάθμισε σημαντικά» το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.

«Η σύγκρουση παραμένει η πιο προβληματική δυναμική της Μέσης Ανατολής, αλλά σήμερα υπάρχει λιγότερο από αυτό το πρόβλημα απ’ ό,τι θα έκανε κανείς να πιστέψει η επικαιρότητα», αναφέρει.

Ωστόσο, το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασε την ενότητα για τη Μέση Ανατολή, με τον εκπρόσωπο Εσμαΐλ Μπαγκαεΐ να τη χαρακτηρίζει ως το έγγραφο εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ, ενώ σημείωσε ότι η Τεχεράνη θα μελετήσει παρ’ όλα αυτά το κείμενο.

«Η Ισλαμική Δημοκρατία θα εξετάσει τη στρατηγική, αλλά με την πρώτη ματιά είναι σαφές ότι ο Λευκός Οίκος συνεχίζει να επιδιώκει τους ίδιους στόχους με τις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις», δήλωσε ο Μπαγκαεΐ. «Η Ουάσινγκτον είχε επικεντρώσει όλες της τις προσπάθειες στην επιβολή της ισραηλινής κυριαρχίας επί της περιοχής». Το έγγραφο φαίνεται να υποβαθμίζει την έκταση της απειλής από το Ιράν και περιλαμβάνει μόνο επιφανειακές αναφορές στην Τεχεράνη.

Ναι, για Ουκρανία, Ευρώπη και κάποιες χώρες της Λατινική Αμερικής είναι μια άσχημη και τρελή εξέλιξη η απομάκρυνση από καθήκοντα «επέκτασης» της δημοκρατίας -που μετουσιώνονται σε εισβολές- αλλά για του μεγάλους αντιπάλους της Ουάσιγκτον είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση στο νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα.

Πηγή: in.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ