Πέρασαν σχεδόν έξι χρόνια από τότε που ο Μπόρις Τζόνσον υπέγραψε τη συμφωνία εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, βάζοντας τέλος σε μία τετραετία πολιτικού χάους, εσωκομματικών εμφυλίων και διαπραγματεύσεων που κατέρρεαν πριν καλά-καλά ολοκληρωθούν.
Σήμερα, όμως, τα αποτελέσματα εκείνης της απόφασης είναι πιο οδυνηρά από ποτέ: η βρετανική οικονομία έχει αποδυναμωθεί, οι φόροι βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία της χώρας, η μετανάστευση αυξήθηκε αντί να μειωθεί και η κοινωνία παραμένει βαθιά διχασμένη. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, η κυβέρνηση των Εργατικών αρχίζει δειλά-δειλά να εξετάζει ένα νέο μονοπάτι: μια σταδιακή επιστροφή προς την ΕΕ, χωρίς να το πει ανοιχτά και χωρίς, προς το παρόν, να ζητήσει επισήμως επανένταξη.
Το πρώτο ρήγμα ήρθε από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Ντέιβιντ Λάμι, ο οποίος παραδέχτηκε ότι «είναι προφανές πως το Brexit έβλαψε σοβαρά την οικονομία μας». Η δήλωσή του βασίστηκε σε νέα έρευνα της NBER, σύμφωνα με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σήμερα περίπου 8% φτωχότερο απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε αποχωρήσει από την ΕΕ. Οι επενδύσεις έχουν μειωθεί 12–18%, η απασχόληση έχει συρρικνωθεί, η παραγωγικότητα έχει δεχθεί ισχυρό χτύπημα.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα; Μια τρύπα 90 δισεκατομμυρίων λιρών τον χρόνο, δηλαδή περίπου το 8% του ΑΕΠ, που καλύπτεται με ιστορικές αυξήσεις φόρων. Οι Βρετανοί πολίτες πληρώνουν πλέον περίπου 3.000 λίρες παραπάνω ο καθένας, και παρά τις θυσίες αυτές, οι δημόσιες υπηρεσίες βρίσκονται σε δραματική κατάσταση.
Ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία είναι η αποτυχία της βασικότερης υπόσχεσης του Brexit: η μείωση της μετανάστευσης. Αντί γι’ αυτό, οι αφίξεις εκτοξεύτηκαν από 800.000 ετησίως πριν την έξοδο σε 1,3–1,5 εκατομμύρια μετά το 2022, ενώ η έξοδος Βρετανών πολιτών από τη χώρα αυξάνεται επίσης ταχύτατα.
Την ίδια ώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο ανεξαρτητοποιήθηκε… χωρίς να αυτονομηθεί: για να διατηρήσει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, αντιγράφει σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, οι «παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες» που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση μετά το Brexit αποδεικνύονται ανύπαρκτες, ιδιαίτερα όσο ο Ντόναλντ Τραμπ επαναχαράσσει μια πιο προστατευτική εμπορική πολιτική.
Λύσεις με ευρωπαϊκή συνεργασία
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι Συντηρητικοί βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, με το χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας τους. Οι Εργατικοί, όμως, αν και ανέβηκαν στην εξουσία με θέση κατά της επιστροφής στην ενιαία αγορά ή την τελωνειακή ένωση, βλέπουν τώρα ότι δεν μπορούν να λύσουν τα οικονομικά αδιέξοδα χωρίς πιο στενή ευρωπαϊκή συνεργασία.
Ο Κιρ Στάρμερ, πιο προσεκτικός από όλους, αρκείται σε μικρά βήματα: ευθυγράμμιση ρυθμίσεων, συζητήσεις για επιστροφή στο Erasmus, επανένταξη σε ενεργειακά δίκτυα, μείωση των εμπορικών τριβών. Μιλά για «ωριμότητα» και «αναγκαίες παραχωρήσεις», αλλά αποφεύγει τη λέξη “επιστροφή”.
Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά αντιστοιχούν σε λιγότερο από 1% πιθανό πρόσθετο ΑΕΠ, ενώ η πραγματική ζημιά του Brexit αγγίζει το 7%. Οι οικονομολόγοι σχεδόν ομόφωνα συμφωνούν: αν το Λονδίνο θέλει ανάπτυξη, ο δρόμος είναι σαφής επιστροφή στην ενιαία αγορά. Το εμπόδιο, όμως, δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό.
Οι Εργατικοί φοβούνται να δυσαρεστήσουν τις περιοχές που ψήφισαν Brexit, ενώ η κοινωνία βρίσκεται σε μεταβατικό σημείο: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία πλέον στηρίζει την ιδέα μιας πιο στενής σχέσης με την ΕΕ (55% υπέρ), αλλά όχι απαραίτητα την πλήρη επιστροφή.
Έτσι, διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα. Από τη μία, οι Συντηρητικοί και το κόμμα Reform του Νάιτζελ Φάρατζ, που επιμένουν σε μια Βρετανία εκτός ΕΕ. Από την άλλη οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι Πράσινοι, οι εθνικιστές της Σκωτίας και της Ουαλίας όλοι υπέρ της επιστροφής. Στη μέση, οι Εργατικοί: το κόμμα που μπορεί να γυρίσει την πλάστιγγα, αλλά φοβάται ακόμη να ανοίξει τη συζήτηση. Οι εσωτερικές εντάσεις, μια κυβέρνηση που ήδη δείχνει κόπωση και ένα πολιτικό σύστημα που θυμάται με τρόμο το χάος του 2016–2019, κρατούν το Λονδίνο σε μια «γκρίζα ζώνη».
Το πρώτο βήμα
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ο πυρήνας του Brexit το να έχεις τα οφέλη της ΕΕ χωρίς τις υποχρεώσεις της ήταν ανέκαθεν αδύνατος. Ο Τζόνσον ήθελε «να τρως το κέικ και να το έχεις κιόλας», και τελικά η χώρα έμεινε με τα ψίχουλα. Όμως όσο περνά ο καιρός, η αίσθηση ότι η απόφαση ήταν λάθος μεγαλώνει. Κάποια στιγμή, ένας πολιτικός ηγέτης θα το πει ανοιχτά. Και τότε η επιστροφή στην Ευρώπη, είτε τμηματική είτε πλήρης, θα σταματήσει να είναι ταμπού και θα γίνει μέρος της νέας βρετανικής πραγματικότητας.
Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν. Είναι πότε και ποιος θα τολμήσει να κάνει το πρώτο βήμα.
Πηγή: in.gr





