Το στοίχημα της παραγωγικότητας μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης

Κ. Πιερρακάκης: Η Ελλάδα είναι φιλικότερη για επενδύσεις

Του Τάσου Δασόπουλου 

To τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα σημάνει και την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας κατά περίπου 0,7% του ΑΕΠ και των επενδύσεων κατά περίπου 6 δισ. ευρώ, φέρνει ξανά στο προσκήνιο τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας, με πρώτο τη χαμηλή παραγωγικότητα.

Το θέμα της αύξησης της παραγωγικότητας έθεσε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Κυριάκος Πιερρακάκης, μιλώντας σε ημερίδα για το δημογραφικό, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί να αυξήσει τις επενδύσεις με ταχύτερους ρυθμούς, ώστε να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω του το Ταμείο Ανάκαμψης.

Στον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029, που πέρασε την Πέμπτη από το υπουργικό, το πρόβλημα γίνεται περισσότερο από ορατό. Από μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,2% την τριετία 2024-2026, η οικονομία επιβραδύνει σε ρυθμό ανάπτυξης 1,5% για την τριετία 2027-2029. Αυτό σημαίνει ότι, αν δεν δοθεί έμφαση στην αύξηση των επενδύσεων και την ενίσχυση των εισοδημάτων –με δεδομένη και την πληθυσμιακή γήρανση–, η Ελλάδα θα κλειδώσει σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που θα είναι δύσκολο να επανέλθουν στα σημερινά επίπεδα. 

Από την άλλη, η αύξηση των επενδύσεων και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού είναι μονόδρομος αν θέλουμε κάποια στιγμή να δούμε την παραγωγικότητα της εργασίας να πλησιάζει τον μέσο όρο της Ε.Ε., από τον οποίο απέχει ακόμη πολύ. 

Η ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, που εκπονήθηκε από το ΚΕΠΕ, παρατηρεί ότι η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να σημειώσει συνολική αύξηση 2,3% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 2% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας το 2026 σε σύγκριση με το 2024. Η αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να είναι βραδύτερη από την Ελλάδα κατά την ίδια περίοδο (2024-2026), δηλαδή 1,6% και 1,2% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 1,3% και 0,6% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, αντιστοίχως. 

Ωστόσο “αυτές οι βελτιώσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστική σύγκλιση με την Ευρώπη”, επισημαίνουν οι συγγραφείς της έκθεσης. Κι αυτό διότι το 2024 το ελληνικό ΑΕΠ ανά εργαζόμενο παρέμεινε περίπου στο 52% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 57% του μέσου όρου της Ε.Ε. Το ελληνικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας ήταν ακόμα χαμηλότερο, στο 46% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 40% του μέσου όρου της Ε.Ε. Αυτά τα χάσματα παραγωγικότητας δεν αναμένεται να μεταβληθούν ουσιαστικά κατά τη διάρκεια του 2025 και του 2026. 

Η έκθεση τονίζει εμμέσως ότι η αύξηση της παραγωγικότητας είναι περιορισμένη, καθώς η ανάπτυξη στηρίζεται σε επενδύσεις με μεσομακροπρόθεσμη απόδοση, κυρίως δημόσιες, και στη μείωση της ανεργίας. Για περαιτέρω πρόοδο απαιτούνται επενδύσεις με κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, παραγωγικές επενδύσεις από “λευκό χαρτί”, οι οποίες θα έχουν φορέα τον ιδιωτικό τομέα, θα σχεδιάζονται και θα ολοκληρώνονται γρήγορα και θα αποδίδουν άμεσα σε επενδυτές και οικονομία. 

Επισημαίνεται ότι η διατηρήσιμη μεγέθυνση θα μπορούσε να ενισχυθεί με αύξηση του βαθμού απασχόλησης, ειδικά μέσω της ένταξης ανενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας, καθώς οι άνεργοι με ελάχιστες δεξιότητες πλησιάζουν πλέον το όριο του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού.

Γραφειοκρατία 

Αξίζει να επισημανθεί ότι η έκθεση τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης παραμένει κάτω και από τα προ κρίσης επίπεδα. Παρά την επένδυση ύψους 2,5 δισ. ευρώ που γίνεται από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ψηφιοποίηση του Δημοσίου, υπάρχουν πολλά ακόμη κενά να κλείσουν. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει, έπειτα από συνεδρίαση του ΚΥΣΟΙΠ, ένα πλάνο 12 σημείων με δράσεις κατά της γραφειοκρατίας, η οποία, παρά τις βελτιώσεις, συνεχίζει να αφαιρεί από την πραγματική οικονομία περίπου 8 δισ. ευρώ λόγω του διοικητικού κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις στις συναλλαγές τους με το Ελληνικό Δημόσιο. Σε ό,τι αφορά την έρευνα και ανάπτυξη, παρά την ανοδική τάση την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. αναφορικά με την ένταση της έρευνας και ανάπτυξης και τις κατά κεφαλήν δαπάνες.

Το μέγεθος των επιχειρήσεων 

Η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη έθετε ως πυρήνα του προβλήματος το μικρό μέγεθος της συντριπτικής πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στην έκθεση σημειώνεται ότι το επιχειρηματικό υπόδειγμα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από αυξημένη παρουσία μικρών και ατομικών επιχειρήσεων χαμηλής παραγωγικότητας. Μια επιπλέον πιθανή αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας είναι η απουσία των κατάλληλων δεξιοτήτων, καθώς και η περιορισμένη κινητικότητα μεταξύ θέσεων εργασίας, η οποία, παρότι είναι ελαφρά υψηλότερη από ό,τι πριν από τη δεκαετή οικονομική κρίση, εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Μάλιστα, η έκθεση περιελάμβανε στοιχεία με τα οποία φαινόταν ότι η Ελλάδα διαθέτει τις μικρότερες… πολύ μικρές, τις μικρότερες μεσαίες και τις μικρότερες “μεγάλες” επιχειρήσεις εντός της Ε.Ε., οι οποίες συντηρούν το φαινόμενο της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Οι χαμηλές δεξιότητες 

Σχετικά με την απουσία δεξιοτήτων, τα στοιχεία δείχνουν ότι, παρά το υψηλό ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον πληθυσμό, λείπουν από αυτόν απαραίτητα εφόδια για την αγορά εργασίας. Το πρόγραμμα του ΟΟΣΑ για την αποτίμηση των ικανοτήτων των ενηλίκων (Programme for the International Assessment of Adult Competencies, PIAAC) επισημαίνει ότι, σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται από χαμηλές γλωσσικές, αριθμητικές και ψηφιακές δεξιότητες, καθώς και από έλλειψη εκείνων των ικανοτήτων που χρειάζονται για την επίλυση προβλημάτων σε προηγμένο τεχνολογικό περιβάλλον (Διάγραμμα 5.7). Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην αναποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, στην περιορισμένη παροχή γενικής και ειδικής κατάρτισης εκ μέρους των επιχειρήσεων και στη μετανάστευση στο εξωτερικό ατόμων με υψηλές δεξιότητες.

Μεταρρυθμίσεις 

Στο κρίσιμο πεδίο των μεταρρυθμίσεων υπάρχουν πολλές κρίσιμες αλλαγές οι οποίες βρίσκονται σε φάση υλοποίησης για πολλά χρόνια.

– Στην προσπάθεια ψηφιοποίησης του Δημοσίου απουσιάζει ακόμη το πιο σημαντικό κομμάτι, δηλαδή η διαλειτουργικότητα μεταξύ των υπηρεσιών, η ολοκλήρωση της οποίας θα αποτελέσει καμπή για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.

– Η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης είναι ακόμα ένα κρίσιμο θέμα που έχει ξεκινήσει ως προσπάθεια το 2022, με προϋπολογισμό 850 εκατ. ευρώ, και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.

– Η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου είναι άλλη μία έλλειψη, η οποία δεν ξέρει κανείς πότε θα ολοκληρωθεί στο 100%.

– Τα πολεοδομικά σχέδια σε όλη τη χώρα θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι και το τέλος του χρόνου.

– Τα πρόχειρα σχεδιασμένα προγράμματα ψηφιοποίησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συναντούν την αδιαφορία των επιχειρήσεων αυτών.

– Τέλος, το θέμα της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις τράπεζες είναι δυσεπίλυτο όσο οι servicers διαχειρίζονται δάνεια ύψους περίπου 80 δισ. ευρώ. 
 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ