Τι σχέση μπορεί, άραγε, να έχουν οι αφηγήσεις που περιλαμβάνει το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα για το 2015 με τις σημερινές δραματικές εξελίξεις στη Βενεζουέλα και την τύχη του προέδρου της, Νικολάς Μαδούρο, που απειλούνται άμεσα με αμερικανική εισβολή;
Με την πρώτη ματιά θα ήταν σαν να επιχειρούμε να συγκρίνουμε φιστίκια με… πατίνια, σε ένα μυθοπλαστικό σενάριο δημοσιογραφικής φαντασίας – όπως είναι και οι ιστορίες περί χρηματοδότησης του ΣΥΡΙΖΑ από το Καράκας. Μια δεύτερη και πιο προσεκτική ανάγνωση, όμως, θα μας αποδείκνυε πως οι αναλογίες όχι απλώς υπάρχουν, αλλά τρομάζουν.
Ας αρχίσουμε με όσα φέρεται να είπε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον πρώην πρωθυπουργό τον Ιούνιο του 2015, καθώς η τότε κυβέρνηση της Ελλάδας προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής από τη μέγγενη των δανειστών. «Να τα βρεις με την Μέρκελ», ήταν η φράση-κλειδί, με βάση πάντα τη δική του εκδοχή.
Το σκεπτικό του προέδρου της Ρωσίας ήταν απλό: «Κοίταξε, θέλω να έχω με την Ελλάδα και ειδικά με τη δική σας κυβέρνηση μια πολύ καλή σχέση. Αλλά την ίδια στιγμή, πρέπει να σου ομολογήσω ότι και με τη Μέρκελ έχω επίσης μια πολύ καλή σχέση (…) Έχουμε κοινά συμφέροντα (…) Η Ελλάδα, δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, ανήκει σε μια άλλη σφαίρα επιρροής», είπε χωρίς περιστροφές, αναφέροντας ευθέως το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως τη Γερμανία.
Λίγο μετά δε, ο Τσίπρας επανήλθε, λέγοντας: Έτσι όπως μου τα λες, ισχύει ακόμη η Γιάλτα, τότε που ο Στάλιν, ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ μοίρασαν τις σφαίρες επιρροής». Ο συνομιλητής του δεν είχε λόγο να το αρνηθεί – και όχι μόνο αυτό, αλλά τον διόρθωσε, αναφέροντας πως εκείνη η μοιρασιά είχε αποτυπωθεί όχι σε μια χαρτοπετσέτα, αλλά «σε ένα τσιγαρόχαρτο».
«Αφωνία» απέναντι στην απειλή Τραμπ
Για τους πιο έμπειρους, η αναλογία πρέπει να έχει ήδη γίνει κατανοητή. Ειδικά εάν συνδυάσουμε όσα συνέβησαν τότε, μαζί και την άρνηση της Μόσχας να προσφέρει χείρα βοηθείας στην Αθήνα, με τη σημερινή εκκωφαντική «αφωνία» του Πούτιν απέναντι στις διαρκείς απειλές του Ντόναλντ Τραμπ προς το Καράκας, που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να πάρουν τη μορφή ενός στρατιωτικού πλήγματος.
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι ο Πούτιν φέρεται να έχει στείλει μήνυμα αλληλεγγύης στον Μαδούρο. Σύμφωνα δε με το ρεπορτάζ του Newsweek, στη σχετική επιστολή κάνει λόγο για την «ακλόνητη αλληλεγγύη προς τον φίλο λαό της Βενεζουέλας». Δηλώνει, παράλληλα, «βέβαιος ότι υπό την ηγεσία του, η Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας θα ξεπεράσει όλες τις δοκιμασίες με αξιοπρέπεια και θα υπερασπιστεί τα νόμιμα συμφέροντά της σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς».
Καλά όλα αυτά – αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: Όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει αναφορά στην αμυντική συμφωνία που έχουν υπογράψει Ρωσία και Βενεζουέλα, η οποία θεωρητικά θα έπρεπε να υποχρεώνει την πρώτη να σπεύσει σε υπεράσπιση της δεύτερης σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από τις ΗΠΑ. Κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι ο Πούτιν έχει επιλέξει να… σφυρίζει αδιάφορα, αφήνοντας τον σύμμαχό του βορά στα νύχια του Τραμπ.
«Γιατί;», είναι το εύλογο ερώτημα. Μα, πολύ απλά, επειδή αναγνωρίζει ότι η Βενεζουέλα (μαζί και τα πάνω από 300 δισ. βαρέλια πετρελαίου που υπολογίζεται πως κρύβει στα έγκατά της) ανήκει σε διαφορετική σφαίρα επιρροής – την αμερικανική. Όπως ακριβώς, δηλαδή, παραδέχθηκε πριν δέκα χρόνια ότι η Ελλάδα ανήκε στη γερμανική.
Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: Επειδή στη φάση που βρίσκεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και το «παζάρι» για την επόμενη μέρα, το «αφεντικό» του Κρεμλίνου γνωρίζει πως δεν αξίζει να θυσιάσει τα διαφαινόμενα κέρδη του εκεί για να στηρίξει τον Μαδούρο. Εξάλλου, η Ουκρανία αποτελεί για τον ίδιο «ζωτικό χώρο», ενώ η Βενεζουέλα βρίσκεται στο «μαλακό υπογάστριο» των ΗΠΑ.
Μια νέα «Γιάλτα διαρκείας»
Πρακτικά, έχουμε ήδη εισέλθει σε μια περίοδο η οποία μπορεί να παρομοιαστεί με νέα «Γιάλτα διαρκείας», η οποία καθορίζει εκ νέου τις σφαίρες επιρροής στον κόσμο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι νικητές και ηττημένοι των πολέμων που τη σφραγίζουν δεν έχουν ξεκαθαρίσει, ενώ αντί για… τσιγαρόχαρτο χρησιμοποιούνται τάμπλετ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Βενεζουέλα του Μαδούρο δεν έχει πολλά να περιμένει από τη Ρωσία. Το ίδιο δε συμβαίνει και με την Ουκρανία του Ζελένσκι που θα ήθελε να δει το αμερικανικό «ιππικό» να φτάνει καλπάζοντας προς σωτηρία της.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως ΗΠΑ και Ρωσία δεν είναι σήμερα οι μοναδικοί «παίκτες». Υπάρχουν, ακόμη, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που διεκδικούν μερίδιο στη μοιρασιά – όπως, επίσης, αρκετές μεσαίες και μικρότερες δυνάμεις, που επιδιώκουν να πλασαριστούν στην πλευρά των κερδισμένων από το ξαναμοίρασμα της τράπουλας.
Ακόμη κι αυτοί, όμως, δύσκολα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα, τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στην Ουκρανία. Οι Κινέζοι, για παράδειγμα, αν και έχουν σαφώς περισσότερα (οικονομικά κυρίως) συμφέροντα στη συγκεκριμένη χώρα της Λατινικής Αμερικής και συνολικά στην υπο-ήπειρο, δύσκολα θα φτάσουν να διακινδυνεύσουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ εκεί. Έτσι, το πιθανότερο είναι πως θα περιοριστούν σε αυστηρές δηλώσεις, συνοδευόμενες από υπονοούμενα – γνωρίζοντας ότι ο ανταγωνισμός τους με τους Αμερικανούς θα κριθεί σε άλλο μέτωπο.
Οι Ευρωπαίοι, από την άλλη, έχουν συνείδηση πως αυτή τη στιγμή είναι «κομπάρσοι» στο Ουκρανικό. Προσπαθούν, έτσι, να κάνουν… καθυστερήσεις, ελπίζοντας ότι σε μερικά χρόνια θα βρίσκονται σε καλύτερη θέση. Με στόχο, εφόσον το πετύχουν, να τσαλακώσουν και να πετάξουν στο καλάθι τις όποιες μοιρασιές έχουν γίνει ως τότε και να ρίξουν τη ζαριά τους.
Πηγή: tanea.gr





