Alpha Bank: Ισχυρή άνοδος επενδύσεων στην Ελλάδα

Έπαινοι από Financial Times για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία

Προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον επιτυχή μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας αποτελεί η αύξηση της συμβολής των επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).

Παρά την άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία, το αρνητικό επενδυτικό κενό της χώρας μας έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) παραμένει σημαντικό, αναδεικνύοντας την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσής τους.

Η σύγκλιση αυτή προϋποθέτει τη διεύρυνση της επενδυτικής δραστηριότητας τόσο στις επιμέρους κατηγορίες επενδύσεων, όσο και στους κλάδους της οικονομίας.

Οι συνθήκες για να επιτευχθεί αυτό διαμορφώνονται ευνοϊκές καθώς:

  • η δημοσιονομική σταθερότητα των τελευταίων ετών και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχουν ενισχύσει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, δημιουργώντας μία θετική δυναμική που αποτυπώνεται στην άνοδο όλων των επιμέρους κατηγοριών επενδύσεων,

  • οι δαπάνες του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων για το 2026 είναι οι υψηλότερες από το 2015 τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η διοχέτευσή τους στην οικονομία προσδοκάται ότι θα ενισχύσει ιδιαίτερα τις πιο παραγωγικές επενδύσεις,

  • Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) για την εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων (greenfield investment) βρίσκονται σε ανοδική πορεία την τελευταία εξαετία.

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στον πρόσφατα κατατεθέντα Προϋπολογισμό του 2026 καταδεικνύουν τον καίριο ρόλο των επενδύσεων στην οικονομική μεγέθυνση το επόμενο έτος, καθώς εκτιμάται ότι θα καταγράψουν διψήφιο ρυθμό αύξησης. Από το 2027, ωστόσο, και ιδιαίτερα τη διετία 2028-2029 αναμένεται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων, σύμφωνα με τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029. Στο πλαίσιο αυτό, αναλύεται η σύνθεση των επενδύσεων ανά κατηγορία και κλάδο για το 2024 και η μεταβολή τους στο χρόνο, καθώς και τα κεφάλαια που αναμένεται να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία από τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα επικαιροποιημένα στοιχεία της Eurostat, οι επενδύσεις το 2024 ανήλθαν περίπου σε Ευρώ 38 δισ. σε τρέχουσες τιμές, καταγράφοντας άνοδο κατά 6,4% σε σύγκριση με το 2023. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών κατευθύνθηκε σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (Ευρώ 15,9 δισ.) και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (Ευρώ 6,6 δισ.), που αποτελούν τις πλέον παραγωγικές μορφές επενδύσεων. Οι επενδύσεις σε κατοικίες και άλλες κατασκευές ανήλθαν από κοινού σε Ευρώ 15,5 δισ. Αναφορικά με τους κλάδους από τους οποίους προήλθαν οι περισσότερες επενδύσεις το 2024, η βιομηχανία, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας και η δημόσια διοίκηση και άμυνα επένδυσαν αθροιστικά πάνω από το ήμισυ των συνολικών επενδύσεων. Στις πιο παραγωγικές μορφές επενδύσεων, η βιομηχανία επένδυσε τα μεγαλύτερα ποσά σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (Ευρώ 4,9 δισ.), ενώ ακολούθησαν ο πρωτογενής τομέας (Ευρώ 2,9 δισ.), το εμπόριο, η μεταφορά και αποθήκευση και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (από Ευρώ 1,3 δισ. ο κάθε κλάδος, Γράφημα 1). Η πλειονότητα των επενδύσεων σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας προήλθε από την ενημέρωση και επικοινωνία (Ευρώ 1,2 δισ.), την εκπαίδευση (Ευρώ 1,1 δισ.), τη βιομηχανία και τις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (αμφότερες από Ευρώ 0,8 δισ.).

Σημειώνεται ότι σε σύγκριση με το παρελθόν έχει συντελεστεί σημαντική μεταβολή στη σύνθεση των επενδύσεων ανά κατηγορία επένδυσης και κλάδο. Συγκεκριμένα, το 2006, πριν δηλαδή την οικονομική κρίση, οι επενδύσεις σε ακίνητα και λοιπές κατασκευές αποτελούσαν τις κυρίαρχες μορφές επενδύσεων στην Ελλάδα με το αθροιστικό ποσοστό τους να ανέρχεται στο 65% επί των συνολικών επενδύσεων. Η εικόνα έχει πλέον αντιστραφεί, καθώς το ποσοστό τους το 2024 διαμορφώθηκε σε 41%. Αντίστοιχα, έχουν αυξηθεί σημαντικά τα ποσοστά των επενδύσεων σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, με τις επενδύσεις της τελευταίας κατηγορίας μάλιστα να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες του 2006 κατά 183% σε πραγματικούς όρους. Επιπρόσθετα, η σύνθεση των επενδύσεων ανά κλάδο εμφανίζει πλέον πιο ισορροπημένη κατανομή. Ενώ το 2006 οι επενδύσεις από τον κλάδο που σχετίζονται με δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας αποτελούσαν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών επενδύσεων, το 2024 το αντίστοιχο ποσοστό έχει περιοριστεί στο 18%. Αντίθετα, η βιομηχανία, ο πρωτογενής τομέας και η δημόσια διοίκηση και άμυνα κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις των ποσοστών τους επί των συνολικών επενδύσεων μεταξύ των δύο περιόδων.

Όσον αφορά στις προοπτικές, οι δαπάνες του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων αναμένεται να αποτελέσουν βασικό μοχλό ενίσχυσης των επενδύσεων το νέο έτος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, τα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έργα ανέρχονται σε 6,2 δισ., ενώ τα έργα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους ανέρχονται σε Ευρώ 3,3 δισ. Εάν σε αυτά τα κεφάλαια προστεθούν και οι πόροι ύψους Ευρώ 7,2 δισ. από το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης τότε το συνολικό ποσό ανέρχεται σε Ευρώ 16,7 δισ. που αντιστοιχεί στο 6,4% του ΑΕΠ της χώρας, βάσει των προβλέψεων του Υπουργείου. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων από το 2015, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (Γράφημα 2). Επιπρόσθετα, αναμένεται να συνεχιστεί το 2026 η χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης, με το ποσό της εκταμίευσης προς τα πιστωτικά ιδρύματα να εκτιμάται περίπου σε Ευρώ 5,5 δισ. Σημειώνεται ότι από το 2027 μειώνονται οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς ολοκληρώνεται το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τα συνολικά κεφάλαια να ανέρχονται σε Ευρώ 32,5 δισ. την περίοδο 2027-2029, σύμφωνα με τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029.

Η κινητοποίηση πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία όσο το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας οδεύει προς ολοκλήρωση. Λαμβάνοντας ως δεδομένη τη δημοσιονομική σταθερότητα, η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος δύναται να ενισχύσει τη δυναμική των επενδύσεων, προσελκύοντας επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η στροφή που πραγματοποιεί η Ευρώπη προς την ενίσχυση της άμυνας, εν μέσω αναδιάταξης γεωπολιτικών ισορροπιών και συμμαχιών, συνιστά ευκαιρία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, καθώς θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να δημιουργήσει νέες επενδυτικές ροές σε υποδομές, μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και συμμετοχή σε ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας. Προς αυτή τη κατεύθυνση, σημαντική για την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας είναι η θέσπιση υπερεκπτώσεων επενδυτικών δαπανών σε τομείς της βιομηχανίας. Το συγκεκριμένο μέτρο περιλαμβάνεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και αφορά τις επενδύσεις της περιόδου 2026-2028 σε άμυνα, κατασκευή οχημάτων, αεροσκαφών και των εξαρτημάτων τους. Επιπρόσθετα, την τελευταία εξαετία (με εξαίρεση το 2020), έχει καταγραφεί σημαντική αύξηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ), με τις επενδύσεις που αφορούν στη δημιουργία νέων λειτουργικών εγκαταστάσεων (greenfield investment) να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40% των συνολικών ΞΑΕ. Οι επενδύσεις αυτές έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό κατευθύνεται σε δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία, ενώ διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ