Όλο και πιο συχνά τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία μοιάζει “κουρασμένη”. Η επιχειρηματική δραστηριότητα παραμένει θετική συνολικά, όμως η μεταποίηση επιστρέφει σε ρυθμούς συρρίκνωσης, η κατανάλωση κινείται χαμηλά και οι προοπτικές του παγκόσμιου εμπορίου για το 2026 αναθεωρούνται προς τα κάτω. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα καλείται να πετύχει τους στόχους του προϋπολογισμού βασιζόμενη στην ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές. Αυτή την εποχή όμως και οι δύο αυτοί πυλώνες δείχνουν εύθραυστοι, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.
Τα τελευταία στοιχεία του δείκτη PMI για την ευρωζώνη δείχνουν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα συνολικά παραμένει σε τροχιά ανάπτυξης, με τον δείκτη να κινείται γύρω από τις 52,4 μονάδες τον Νοέμβριο, πάνω από το όριο των 50 που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση. Η εικόνα είναι λιγότερο καθησυχαστική όταν κανείς εξετάζει το δείκτης μεταποίησης για την ευρωζώνη, ο οποίος υποχώρησε στις 49,7 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο πενταμήνου.
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, καταγράφει ακόμη πιο έντονη αδυναμία. Ο δείκτης μεταποίησης διαμορφώθηκε στις 48,4 μονάδες τον Νοέμβριο,με τις νεες παραγγελίες να υποχωρούν και τις επιχειρήσεις να περικόπτουν θέσεις εργασίας στον βιομηχανικό τομέα. Η Γαλλία και η Ιταλία παραμένουν επίσης κάτω από το όριο των 50 μονάδων, επιβεβαιώνοντας ότι η βιομηχανική «κόπωση» έχει ευρύτερες διαστάσεις.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο κέντρο της καταιγίδας, αλλά σίγουρα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Πάνω από το μισό εξωτερικό εμπόριο της χώρας συνδέεται με την υπόλοιπη Ε.Ε., με την ευρωπαϊκή αγορά να παραμένει ο βασικός προορισμός για τα ελληνικά βιομηχανικά και ενδιάμεσα προϊόντα
Την ίδια στιγμή, ο δείκτης εμπιστοσύνης των ευρωπαίων καταναλωτών βρίσκεται σταθερά σε αρνητικό έδαφος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο δείκτης διαμορφώθηκε στις -13,6 μονάδες τον Νοέμβριο, επιβεβαιώνοντας ένα κλίμα όπου τα νοικοκυριά παραμένουν επιφυλακτικά ως προς τις μελλοντικές δαπάνες τους. Η εικόνα αυτή έρχεται σε μια χρονική συγκυρία όπου η ευρωπαϊκή κατανάλωση καλείται θεωρητικά να υποστηρίξει την ανάπτυξη, την ώρα που τα περιθώρια δημοσιονομικής στήριξης περιορίζονται.
Αδύναμη κατανάλωση
Η παράλληλη αδυναμία κατανάλωσης και μεταποίησης δημιουργεί ένα πιο σύνθετο μακροοικονομικό περιβάλλον για την ευρωζώνη. Ο δείκτης PMI δείχνει ότι, παρότι οι υπηρεσίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται, η μεταποιητική δραστηριότητα υποχωρεί, με τις νέες παραγγελίες να καταγράφουν πτώση και τις εξαγωγές να περιορίζονται.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την αύξηση του όγκου παγκόσμιου εμπορίου το 2026 στο 0,5%, από 1,8% προηγουμένως, προειδοποιώντας ότι οι αυξημένες εμπορικές εντάσεις και η επιβράδυνση της ζήτησης θα επηρεάσουν όλες τις μεγάλες οικονομίες. Για το 2025, οι εκτιμήσεις αναθεωρήθηκαν ανοδικά σε 2,4%, κυρίως λόγω της προσωρινής ώθησης από εισαγωγές προς τις ΗΠΑ και την ισχυρή ζήτηση για αγαθά που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο κέντρο της καταιγίδας, αλλά σίγουρα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Πάνω από το μισό εξωτερικό εμπόριο της χώρας συνδέεται με την υπόλοιπη Ε.Ε., με την ευρωπαϊκή αγορά να παραμένει ο βασικός προορισμός για τα ελληνικά βιομηχανικά και ενδιάμεσα προϊόντα. Όταν η ευρωπαϊκή μεταποίηση επιβραδύνεται και οι τελικοί καταναλωτές στην ευρωζώνη γίνονται πιο επιφυλακτικοί, οι επιπτώσεις για μια μικρή οικονομία όπως η ελληνική είναι σχεδόν βέβαιες, έστω και με χρονική υστέρηση.
Ήδη, οι αναλύσεις καταγράφουν ότι οι εξαγωγές αγαθών (πλην πετρελαιοειδών) αναμένεται να κλείσουν το 2025 με άνοδο περίπου 2% σε πραγματικούς όρους, αντιστρέφοντας την πτώση 0,8% του 2024. Η βελτίωση αυτή είναι υπαρκτή, αλλά κινείται σε χαμηλές ταχύτητες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία προσδοκά να ενισχύσει τη θέση της μέσω της εξωστρέφειας.
Οι δύο ευαίσθητοι πυλώνες του ΑΕΠ
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται διαχρονικά στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αντιστοιχεί σε ποσοστό άνω του 70% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Την τελευταία πενταετία, η κατανάλωση παρέμεινε ανθεκτική, ακόμη και σε περιόδους έντονου πληθωρισμού, όμως συχνά αυτό επιτεύχθηκε εις βάρος της αποταμίευσης, η οποία καταγράφει μείωση. Την ίδια ώρα, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών εξακολουθεί να κινείται αισθητά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε., περίπου στο 70% σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Με αυτή τη δομή, η Ελλάδα εισέρχεται στο 2026 έχοντας ήδη περιορισμένο χώρο για περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης χωρίς αντίβαρο στο εισόδημα. Εάν η ευρωπαϊκή κατανάλωση περάσει σε μια φάση επιφυλακτικότητας, όπως υποδηλώνει ο δείκτης εμπιστοσύνης, είναι πιθανό η πίεση να μεταφερθεί και στην Ελλάδα, ειδικά σε μια συγκυρία όπου το κόστος ζωής παραμένει υψηλό και τα πραγματικά εισοδήματα δεν έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.

Το δεύτερο κανάλι είναι οι εξαγωγές. Παρά το θετικό πρόσημο του 2025, η δυναμική τους είναι ήδη πιο ήπια σε σχέση με την περίοδο 2021-2022, όταν η επανεκκίνηση της οικονομίας και οι υψηλές τιμές ορισμένων προϊόντων τροφοδότησαν έντονη άνοδο. Σήμερα, η ελληνική μεταποίηση λειτουργεί σε ένα περιβάλλον όπου οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, ιδίως στη Γερμανία και την Ιταλία, περιορίζουν παραγγελίες ενδιάμεσων αγαθών, μειώνουν αποθέματα και αναπροσαρμόζουν τα επενδυτικά τους σχέδια.
Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα, βρίσκεται αντιμέτωπη με υποτονική ζήτηση. Η ενίσχυση ορισμένων κλάδων, όπως τα τρόφιμα, λειτουργεί αντισταθμιστικά, αλλά δύσκολα μπορεί να ισορροπήσει πλήρως μια ευρύτερη ευρωπαϊκή επιβράδυνση.
Προϋπολογισμός σε λεπτή ισορροπία
Ο προϋπολογισμός του 2026 έχει καταρτιστεί με την παραδοχή ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στηριζόμενη σε σταθερή ιδιωτική κατανάλωση, θετική συμβολή των εξαγωγών και σε επενδύσεις που εξακολουθούν να ενισχύονται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική πολιτική καλείται να παραμείνει σε τροχιά πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία της χώρας στο νέο, αυστηρότερο πλαίσιο δημοσιονομικής επιτήρησης της Ε.Ε.
Η πιθανότητα χαμηλότερης του αναμενομένου κατανάλωσης στην Ευρώπη, η επιμονή της βιομηχανικής αστάθειας και η προαναγγελθείσα επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου το 2026 συνιστούν έναν συνδυασμό εξωτερικών κινδύνων που δύσκολα μπορούν να μην επηρεάσουν την ελληνική οικονομία. Αν η εξωτερική ζήτηση αποδειχθεί ασθενέστερη και, ταυτόχρονα, η ελληνική κατανάλωση δεν μπορέσει να επιταχύνει, τότε οι παραδοχές του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης και φορολογικά έσοδα θα βρεθούν υπό δοκιμασία.
Η μέχρι τώρα πορεία της ελληνικής οικονομίας δείχνει μια σχετική ανθεκτικότητα σε σχέση με προηγούμενες περιόδους ανησυχίας. Ωστόσο, η εξάρτηση από την κατανάλωση, η περιορισμένη αποταμίευση και η ισχυρή διασύνδεση με μια Ευρώπη που εμφανίζει σημάδια κόπωσης, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον όπου οι εξωτερικές εξελίξεις αποκτούν μεγαλύτερο βάρος.
Καθώς το 2026 θα είναι και το τελευταίο έτος ουσιαστικών εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, η ισορροπία ανάμεσα σε κατανάλωση, εξαγωγές και δημοσιονομική σταθερότητα γίνεται όλο και πιο κρίσιμη. Το πώς θα κινηθεί η ευρωπαϊκή ζήτηση τους επόμενους μήνες δεν θα καθορίσει μόνο τους δείκτες της ευρωζώνης, αλλά και την πραγματική αντοχή των υποθέσεων πάνω στις οποίες χτίστηκε ο ελληνικός προϋπολογισμός.
Πηγή: ot.gr





