Η Καθηγήτρια του ΠΘ Κατσαρδή μιλά για τον ρόλο της στο «Ινστιτούτο Αλέξης Τσίπρας», τη σύνδεση επιστήμης και πολιτικής και την προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα
Η συμμετοχή της κυρίας Κατσαρδή στο Ινστιτούτο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι μόνο τιμητική, αλλά και ένα ουσιαστικό βήμα γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ επιστημονικής γνώσης και δημόσιας πολιτικής. Με βαθιά εμπειρία στην Παράκτια και Θαλάσσια Μηχανική, βλέπει τη δυνατότητα να μετατρέψει την τεχνογνωσία σε πρακτικές και εφαρμόσιμες πολιτικές, που αφορούν κρίσιμες υποδομές, την προστασία των φυσικών πόρων και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Συνέντευξη στην Έννη Λεβέντη από την «Πολιτεία Θεσσαλών» Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η ίδια τονίζει την ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού για τις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της χώρας, προωθώντας καινοτόμες λύσεις, αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και προστασία του φυσικού πλούτου. Παράλληλα, ως μακροχρόνιο μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας και πρόεδρος συνδικαλιστικού οργάνου, υπογραμμίζει τη σημασία της δημοκρατίας στα ελληνικά ΑΕΙ και της στήριξης της δημόσιας παιδείας Η κυρία Κατσαρδή βλέπει στο Ινστιτούτο μια ευκαιρία να προωθήσει πολιτικές που συνδυάζουν δικαιοσύνη, ειρήνη και βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ δίνει μήνυμα στους νέους επιστήμονες να επενδύσουν στην αλήθεια, την επιμονή και την κοινωνική προσφορά. Για εκείνη, η επιτυχία του Ινστιτούτου θα μετρηθεί όχι σε θεωρητικά κείμενα, αλλά στη ζωντανή επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία και το δημόσιο διάλογο.

«Το Ινστιτούτο είναι πολιτικός θεσμός, όχι κομματικός μηχανισμός, και στόχος του είναι να δημιουργήσει γέφυρες πολιτικού διαλόγου και όχι να κάνει στείρα αντιπολίτευση»
Κυρία Κατσαρδή, πώς προέκυψε η πρόταση συμμετοχής σας στο Ινστιτούτο Αλέξης Τσίπρας και ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη;
Η πρόταση ήταν πραγματικά τιμητική και μου απευθύνθηκε από δύο πολύ κοντινούς συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα πριν το καλοκαίρι. Εκείνη την περίοδο, ο πολιτικός χρόνος ήταν κενός και το Ινστιτούτο, που λειτουργεί εδώ και δυόμισι χρόνια, δεν συνδεόταν με κάποια άμεση πολιτική δράση της ηγεσίας του. Υπήρξε από την αρχή μία αίσθηση συστολής και προβληματισμού, αλλά ταυτόχρονα και η βαθιά πεποίθηση ότι σε ένα τέτοιο κάλεσμα από τον πρώην Πρωθυπουργό, δεν μπορεί κανείς να μένει αδιάφορος. Το αντιλήφθηκα ως μια ευκαιρία και ένα χρέος να συμβάλλω, με τα δικά μου μέσα, σε μια προσπάθεια που στοχεύει και πέρα από τα κομματικά πλαίσια. Είναι σαφές όμως ότι η επιστημονική και η πολιτική μου τοποθέτηση θα είναι κοινή, τόσο στο Ινστιτούτο όσο και στην ΚΕ της Νέας Αριστεράς.
Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο σας μέσα στο Ινστιτούτο; Τι πιστεύετε ότι μπορείτε να προσφέρετε με την επιστημονική σας εμπειρία στην Παράκτια και Θαλάσσια Μηχανική;
Αντιλαμβάνομαι τον ρόλο μου ως μια ευκαιρία να φέρω στο προσκήνιο την κρισιμότητα της Παράκτιας και Θαλάσσιας Μηχανικής για τη χώρα μας. Πρόκειται για έναν επιστημονικό κλάδο που αγγίζει άμεσα κρίσιμες δημόσιες υποδομές — όπως λιμάνια και μαρίνες — το συγκοινωνιακό δίκτυο, αλλά και την προστασία του δημόσιου πλούτου, όπως είναι οι ακτές μας.
Η προστασία τους δεν αφορά μόνο στον τουρισμό· είναι ένα χρέος μας απέναντι στο φυσικό τοπίο και την κληρονομιά μας. Με την επιστημονική μου εμπειρία, στοχεύω να συμβάλλω με έναν πρακτικό και καινοτόμο τρόπο. Σε μια εποχή που η ενέργεια στην Ευρώπη στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τη θάλασσα, πιστεύω ότι η γνώση μου μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία βιώσιμων λύσεων. Η καινοτομία τόσο στον σχεδιασμό έργων, όσο και στην προστασία των φυσικών πόρων, μπορεί να μετατραπεί από μια τεχνική προτεραιότητα σε μια στρατηγική για ανάπτυξη. Αυτές είναι ευκαιρίες που η χώρα μας μπορεί και οφείλει να αξιοποιήσει.
Η Ε. Κατσαρδή μιλά για τον ρόλο της στο Ινστιτούτο Αλέξης Τσίπρας, τη σύνδεση επιστήμης και πολιτικής και την προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα
Τι σημαίνει για εσάς η ίδρυση ενός νέου πολιτικού και ερευνητικού «Ινστιτούτου» στην Ελλάδα σήμερα;
Για μένα, η σημασία του έγκειται ακριβώς στην ανάγκη δημιουργίας γεφυρών. Βλέπω το Ινστιτούτο ως μια γέφυρα μεταξύ του ακαδημαϊκού και επιστημονικού χώρου από τη μια πλευρά, και του χώρου της πολιτικής σκέψης και ανάλυσης από την άλλη.
Στην Ελλάδα του σήμερα, υπάρχει συχνά ένα χάσμα ανάμεσα στη γνώση που παράγεται στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα και στην πραγματική χάραξη πολιτικής. Ένα ινστιτούτο όπως αυτό μπορεί να γεφυρώσει αυτό το κενό, μεταφέροντας τις επιστημονικές προκλήσεις και τις καινοτόμες λύσεις στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμη «think tank», αλλά για έναν χώρο όπου η έρευνα συναντά την πράξη, με στόχο να προτείνει συγκεκριμένες, εφαρμόσιμες και βασισμένες σε δεδομένα πολιτικές για τη χώρα.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφορές του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας σε σχέση με άλλα ιδρύματα πολιτικών προσώπων ή think tanks;
Θεωρώ ότι υπάρχουν αρκετές βασικές διαφορές που του δίνουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα.
Πρώτον, έχει έναν ξεκάθαρο και ισχυρό πολιτικό προσανατολισμό. Κανένας άλλος πρώην πρωθυπουργός που έχει ιδρύσει ανάλογο ίδρυμα δεν προέρχεται από την αριστερά. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερη βάση και μια διακριτή οπτική.
Δεύτερον, αυτός ο προσανατολισμός δεν είναι απλώς δηλωτικός. Αντικατοπτρίζεται στις επιλογές των ανθρώπων που συμμετέχουν, οι οποίοι είναι συνεπείς με αυτές τις αξίες και φέρνουν μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική ευαισθησία.
Τρίτον, και ίσως πιο σημαντικό, η ίδια η φύση αυτής της πολιτικής — ειδικά της αριστερής — απαιτεί να βασίζεται σε ισχυρά επιστημονικά και εμπειρικά τεκμήρια. Η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της εξαρτώνται από την ικανότητα να προσφέρει αναλυτικές προσεγγίσεις που είναι βαθιά τεκμηριωμένες και ανθεκτικές σε κριτική εξέταση.
Τέταρτον, ο συνδυασμός των προτεραιοτήτων — ειρήνη, δικαιοσύνη, βιώσιμη ανάπτυξη — δεν είναι τυχαίος, αλλά απηχεί μια ολιστική προσέγγιση. Αυτό το πλαίσιο ξεφεύγει από αποκλειστικά οικονομικούς δείκτες και τοποθετεί τον άνθρωπο και την κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη στο επίκεντρο.
Πιστεύουμε ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν υπάρξει μια σοβαρή, τεκμηριωμένη συζήτηση για το μέλλον· συζήτηση που να υπερβαίνει τα όρια της κομματικής αντιπαράθεσης και να εστιάζει στα πραγματικά προβλήματα που εμποδίζουν την παραγωγική ανασυγκρότηση, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική σταθερότητα»
Πώς πιστεύετε ότι η επιστήμη μπορεί να συνδεθεί πιο ουσιαστικά με τη δημόσια πολιτική και τη λήψη αποφάσεων;
Για να γίνει αυτή η σύνδεση πραγματικά ουσιαστική, πρέπει να βασίζεται σε μια αμφίδρομη δέσμευση που ξεκινά από ένα σημείο: να ακούμε τους πολίτες και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό είναι το απαραίτητο θεμέλιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική πρέπει να μάθει να εμπιστεύεται και να τολμά να υιοθετεί την επιστημονική γνώση, όχι μόνο για την υιοθέτηση καινοτόμων ιδεών. Από την άλλη πλευρά, η επιστήμη οφείλει να μην παραμείνει αποκομμένη στον ακαδημαϊκό της χώρο. Πρέπει να αναπτύξει τη γλώσσα και τις προσεγγίσεις να είναι ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες και βαθιά ανθρωποκεντρικές. Να έχουν στόχο και επίκεντρο τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ουσιαστικά, η επιστήμη δεν είναι απλώς ένα τεχνικό εργαλείο. Είναι ένας θεσμικός πυλώνας για την ολοκλήρωση, τη διαφάνεια και την ενίσχυση της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας. Βοηθά να μετατραπούν οι κοινωνικές ανάγκες σε βιώσιμες πολιτικές, χτίζοντας εμπιστοσύνη των πολιτών και στα θεσμικά όργανα. Αυτός είναι, τελικά, ο πιο σημαντικός της ρόλος.
Ερχόμενη από τον ακαδημαϊκό χώρο, τι περιμένετε να αποκομίσετε από τη συνεργασία με ένα Ινστιτούτο που κινείται στον χώρο της πολιτικής σκέψης και ανάλυσης;
Θα ήθελα να τονιστεί κατ’ αρχάς ότι η συμμετοχή μου δεν κινείται με κριτήριο προσωπικά οφέλη. Προσφέρω με την κοινωνική και πολιτική μου δράση με ανιδιοτέλεια εδώ και πολλά χρόνια, και αυτό είναι μια συνέχεια αυτής της δέσμευσης.
Αυτό που πραγματικά περιμένω είναι η δυνατότητα να δώσουμε δρόμο και προοπτική στην τρέχουσα γνώση. Στον ακαδημαϊκό χώρο, πολλές καινοτόμες ιδέες και ερευνητικά αποτελέσματα μπορεί να μένουν εγκλωβισμένα, χωρίς να βρίσκουν τη διέξοδο να υιοθετηθούν από την κεντρική πολιτική σκηνή, λόγω αυτής ακριβώς της έλλειψης γέφυρας. Μέσα από αυτή τη συνεργασία, στοχεύω να συμβάλλω ώστε η επιστημονική γνώση να υπηρετήσει την κοινωνία όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και πιο γρήγορα. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο βασικός πλούτος που μπορούμε να απελευθερώσουμε: να μετατρέψουμε τη θεωρία σε πράξη, για το κοινό καλό.
Το Ινστιτούτο δηλώνει ότι θα εργάζεται «για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη». Ποιο από αυτά τα τρία σας αγγίζει περισσότερο και γιατί;
Πολιτικά και φιλοσοφικά, μιλώντας, πιστεύω ότι αυτές οι τρεις έννοιες είναι αδιαίρετες. Δεν μπορώ να διαχωρίσω το ένα από το άλλο, γιατί το καθένα είναι προϋπόθεση για τα υπόλοιπα: Δεν υπάρχει πραγματική κοινωνική ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, και δεν υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη χωρίς μια βιώσιμη ανάπτυξη που να ωφελεί όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο μερικούς.
Αυτή η σύνδεση δεν είναι αφηρημένη. Η επιστημονική μου ειδίκευση το επιβεβαιώνει καθημερινά. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να προτείνουμε έναν τερματικό σταθμό LNG στον Παγασητικό Κόλπο απλώς και μόνο επειδή ισχυριζόμαστε ότι θα φέρει «ανάπτυξη». Πρέπει να ρωτήσουμε: Σε ποιους; Μια τέτοια λύση είναι επιζήμια για το περιβάλλον, επομένως δεν είναι βιώσιμη. Δεν είναι δίκαιη, γιατί τα οφέλη της δεν κατανέμονται δίκαια στην κοινωνία, ούτε ως προς το κόστος του ρεύματος ούτε ως προς την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας. Και σίγουρα δεν προάγει την ειρήνη και την κοινωνική συνοχή, αφού πλουτίζουν κάποιοι κολοσσοί εις βάρος της φύσης και της κοινότητας.
Έτσι, το ένα αγγίζει το άλλο. Η αποστολή του Ινστιτούτου είναι ακριβώς να μην τα χωρίζει, και αυτό είναι που με αγγίζει περισσότερο.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σχέση επιστήμης και πολιτικής στην Ελλάδα; Υπάρχει η αναγκαία γέφυρα επικοινωνίας;
Στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής χρειάζεται αδιαμφισβήτητα περισσότερη δουλειά και σημαντική εμβάθυνση. Δεν υπάρχει ακόμη η αναγκαία, σταθερή και ουσιαστική γέφυρα επικοινωνίας που θα επέτρεπε στη δημόσια πολιτική να τροφοδοτείται συστηματικά από την επιστημονική γνώση και την έρευνα.
Η γέφυρα αυτή δεν χτίζεται μόνο με συναντήσεις, αλλά με ειλικρίνεια και επαγγελματισμό. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια βαθιά αμοιβαία εμπιστοσύνη, όπου η πολιτική θα εμπιστεύεται τα επιστημονικά δεδομένα ακόμη και όταν αυτά αγγίζουν δυσάρεστες αλήθειες ή προτείνουν μη δημοφιλείς λύσεις, και η επιστήμη θα προσφέρει τις γνώσεις της με τρόπο ξεκάθαρο, εφαρμόσιμο και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Αυτή η σύνδεση είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας. Χωρίς αυτήν, κινδυνεύουμε να παίρνουμε αποφάσεις που δεν είναι βιώσιμες, αποτελεσματικές ή δίκαιες.
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα σημαντικότερα βήματα που πρέπει να κάνει η χώρα μας στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της;
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η Ελλάδα οφείλει να δράσει στρατηγικά και άμεσα στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της, που είναι τόσο κρίσιμες για την οικονομία και το περιβάλλον μας. Τα βασικά βήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι:
Πρώτον: Ολοκλήρωση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον σεβασμό των φυσικών πόρων. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, να προωθήσουμε την έννοια των πολλαπλών χρήσεων. Σε περιοχές που έχουν ήδη χωροθετηθεί για αιολικά πάρκα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τον ίδιο θαλάσσιο χώρο και για άλλες δραστηριότητες, όπως συνδυασμούς αιολικών-φωτοβολταϊκών ή αιολικών-ιχθυοκαλλιέργειών. Αυτό μεγιστοποιεί το όφελος και μειώνει τις επιπτώσεις.
Δεύτερον: Βιώσιμος Παράκτιος Σχεδιασμός και Επανασχεδιασμός. Πρέπει να σταματήσουν τα «φαραωνικά» έργα χωρίς σχεδιασμό, που συχνά οδηγούν σε διάβρωση των ακτών μας. Χρειαζόμαστε έναν σοβαρό σχεδιασμό που να προβλέπει τη συνύπαρξη τουρισμού, βιοποικιλότητας και ασφαλών υποδομών. Αυτό περιλαμβάνει:
•Προσαρμογή στις κλιματικές επιπτώσεις: Σχεδιασμός που λαμβάνει υπόψη την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την άνοδο της θερμοκρασίας. Το δεύτερο συνδέεται με τη δυσάρεστη οσμή στις λιμενικές μας υποδομές όταν δεν έχουμε επαρκή ανανέωση των υδάτων της λιμενολεκάνης.
•Αξιοποίηση των ΑΠΕ: Εφαρμογή καινοτόμων λύσεων, όπως η αξιοποίηση της κυματικής ενέργειας στις λιμενικές υποδομές.
•Πράσινα Λιμάνια και Πράσινη Ναυσιπλοΐα: Μετατροπή των λιμένων μας σε κόμβους μηδενικών εκπομπών και προώθηση βιώσιμων τεχνολογιών για λιγότερα καύσιμα στη ναυσιπλοΐα.
Μόνο έτσι θα μετατρέψουμε την κλιματική απειλή σε ευκαιρία για μια πιο δίκαιη, βιώσιμη και ανθεκτική ανάπτυξη.
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει επαρκώς αξιοποιήσει τη «γαλάζια ενέργεια» και τις υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές που μελετάτε ερευνητικά;
Με ευθύτητα, η απάντηση είναι όχι. Η Ελλάδα δεν έχει αξιοποιήσει καθόλου αυτόν τον τεράστιο πλούτο, αλλά πρέπει να πω ότι αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της Μεσογείου, ιδιαίτερα στον τομέα των αιολικών πάρκων.
Το κύριο εμπόδιο ήταν για πολλά χρόνια η τεχνολογία. Τα νερά της Μεσογείου, και του Αιγαίου συγκεκριμένα, είναι βαθιά, και οι παραδοσιακές τεχνολογίες ευνοούσαν την εγκατάσταση αιολικών μόνο σε ρηχές περιοχές. Αυτή η βασική δυσκολία, όμως, έχει πλέον ξεπεραστεί με την είσοδο των πλωτών αιολικών.
Αυτή η καινοτομία αλλάζει το παιχνίδι. Οι θαλάσσιες ανεμογεννήτριες, ειδικά οι πλωτές, είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από τις χερσαίες, τόσο από περιβαλλοντική άποψη όσο και από οικονομική. Η Ελλάδα, μαζί με τη Νότια Γαλλία, διαθέτει το καλύτερο αιολικό δυναμικό σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Το πιο σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατη δική μας ανάλυση, η επένδυση σε πλωτά αιολικά πάρκα είναι πλέον και οικονομικά πολύ ανταγωνιστική.
Αυτό που λείπει λοιπόν δεν είναι η τεχνολογία ή η οικονομική σκοπιμότητα, αλλά η πολιτική βούληση και ο στρατηγικός σχεδιασμός για να αξιοποιήσουμε αυτή την τεράστια ευκαιρία.
Πώς βλέπετε τη θέση του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου σήμερα και τι θα θέλατε να αλλάξει σε επίπεδο πολιτικής στήριξης;
Το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή, αντιμέτωπο με μια συστηματική επίθεση. Ως μέλος της Πανεπιστημιακής Κοινότητας και του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Συλλόγου Διδασκόντων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, βιώνω καθημερινά τις συνέπειες νόμων που είναι συνταγματικά απαράδεκτοι.
Η θέση του Πανεπιστημίου υποβαθμίζεται μέσω συγκεκριμένων πολιτικών: την εγκαθίδρυση Συμβουλίων Διοίκησης που συγκεντρώνουν την εξουσία και υποβαθμίζουν τη δημοκρατία, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που υπονομεύουν το δημόσιο, δωρεάν και κοινωφελές χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, και την εφαρμογή διχαστικών πειθαρχικών διαδικασιών που απειλούν με διαγραφές φοιτητές για συλλογικές και πολιτικές δράσεις. Όλα αυτά συνοδεύονται από την πενιχρή χρηματοδότηση, που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εκπλήρωση του έργου μας.
Σε επίπεδο πολιτικής στήριξης, αυτό που απαιτούμε είναι ξεκάθαρο:
1. Άμεση απόσυρση των αντιδημοκρατικών αυτών νόμων.
2. Κατάργηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
3. Σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης των δημόσιων ΑΕΙ τουλάχιστον στα επίπεδα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου· η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Δεν ζητάμε τίποτα λιγότερο από την αναγνώριση του σπουδαίου έργου μας, που μας που καθιστά το Ελληνικό Πανεπιστήμιο από τους καλύτερους πρεσβευτές της χώρας μας, και του Πανεπιστημίου εν γένει ως πυλώνα δημοκρατίας, ανάπτυξης και κοινωνικής κινητικότητας. Η πολιτική στήριξη πρέπει να εκφράζεται με πράξεις που ενισχύουν τη δημόσια παιδεία, όχι που την καταστέλλουν και την υποβαθμίζουν.
Ποια είναι η πιο ουσιαστική εμπειρία που αποκομίσατε ως Πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Διδασκόντων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας;
Έχω περάσει από όλες σχεδόν τους ρόλους στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΣΔ από το 2015, ενώ σήμερα, από επιλογή μου, είμαι απλό μέλος, καθώς πιστεύω ακράδαντα στην εναλλαγή των ρόλων και στις θέσεις ευθύνης. Συμμετέχω παράλληλα και στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ κάθε δύο χρόνια από το 2019.
Θεωρώ ότι αυτή η μακροχρόνια συμμετοχή σε συνδικαλιστικά όργανα σε μετατρέπει σε έναν πληρέστερο και πιο δημοκρατικό πολίτη. Σου διδάσκει στην πράξη την αξία της διαπραγμάτευσης, της ζύμωσης των ιδεών και της διαμόρφωσης θέσεων που δεν εξυπηρετούν μόνο το στενό συμφέρον του κλάδου, αλλά το ευρύτερο κοινό καλό – τόσο για την πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της.
Ωστόσο, αν πρέπει να επιλέξω το πιο σημαντικό μάθημα, αυτό είναι η ικανότητα να σέβομαι την αντίθετη άποψη και να συνθέτω. Η διαδικασία της συλλογικής λήψης αποφάσεων σε διδάσκει να ακούς, να κατανοείς και να ενσωματώνεις διαφορετικές οπτικές για να φτάσεις σε έναν καλύτερο, πλουσιότερο κοινό στόχο.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια είχα το προνόμιο να συναναστρέφομαι και να ανταλλάσσω απόψεις με εκατοντάδες συναδέλφους για το «κοινό μας σπίτι», το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Πολλοί από αυτούς είναι πλέον αγαπητοί φίλοι. Και αυτή η ανθρώπινη σχέση και αλληλεγγύη είναι, τελικά, ο μεγαλύτερος πλούτος που αποκόμισα.
Η συμμετοχή σας στο Ινστιτούτο μπορεί να θεωρηθεί και μια πολιτική πράξη. Νιώθετε ότι η επιστήμη οφείλει να έχει πολιτική φωνή;
Απολύτως. Έχω έναν ενεργό κοινωνικό και πολιτικό ρόλο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και πιστεύω ότι κάθε πράξη μας, σε έναν βαθμό, είναι και πολιτική πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστήμη δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να μην έχει πολιτική φωνή.
Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να γίνει μια σαφής διάκριση: Η πολιτική στράτευση δεν μπορεί και δεν πρέπει να κατευθύνει ή να διαμορφώνει τα συμπεράσματα της επιστήμης. Αυτό θα ήταν προδοσία της ίδιας της επιστημονικής μεθόδου.
Το αντίθετο είναι η σωστή διαδικασία: Η πολιτική μας τοποθέτηση, η ηθική μας στάση και οι προτάσεις μας πρέπει να στηρίζονται σε αδιάψευστα δεδομένα και επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις. Η επιστήμη οφείλει να μιλάει με τα δικά της εργαλεία και την ακεραιότητά της στο πολιτικό διάλογο, όχι να γίνεται υπηρέτρια πολιτικών σκοπών. Αυτός είναι ο πυρήνας του ρόλου μου τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στο Ινστιτούτο.
Ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους νέους επιστήμονες που επιθυμούν να συνδέσουν την έρευνα με την κοινωνία και τη χάραξη πολιτικής;
Το μήνυμά μου βασίζεται στην προηγούμενη απάντησή μου: Η επιστήμη οφείλει να έχει πολιτική φωνή, αλλά με βάση την ακεραιότητά της.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να πω στους νέους επιστήμονες αυτό: Επενδύστε την ελπίδα σας για ένα καλύτερο μέλλον μέσα από το πάθος για την επιστημονική αλήθεια. Ας είναι ο οδηγός σας η υπηρεσία προς την κοινωνία και τον άνθρωπο, και όχι η αποκλειστική επιδίωξη της προσωπικής σας φιλοδοξίας. Για να το πετύχετε αυτό, να ξέρετε ότι ο ενθουσιασμός και το πάθος, αν και απαραίτητα, δεν είναι αρκετά. Η αλλαγή δεν έρχεται με μια μεγάλη κίνηση, αλλά με επιμονή, με πολύ σκληρή δουλειά και με μια συστηματική, καθημερινή προσπάθεια. Είναι ένας μαραθώνιος, όχι ένα σπριντ.
Να έχετε το θάρρος να μιλάτε με βάση τα δεδομένα, να ακούτε την αντίθετη άποψη και να χτίζετε γέφυρες. Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κάνετε την επιστήμη σας πραγματικά σχετική και να αλλάξετε τον κόσμο.
«Η πολιτική σήμερα δεν μπορεί να λειτουργεί ως κλειστό σύστημα. Χρειαζόμαστε χώρους που να συνδέουν την κοινωνία, την επιστήμη, τα κινήματα και την πράξη, ώστε να μπορούν να διατυπώνονται τεκμηριωμένες, προοδευτικές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα από την εθνική ασφάλεια και την οικονομία μέχρι τη δημοκρατία και την τεχνολογία.»
Τέλος, πώς φαντάζεστε τον ρόλο του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας σε πέντε χρόνια από σήμερα; Ποια θα ήταν για εσάς τα σημάδια επιτυχίας του;
Σε πέντε χρόνια, φαντάζομαι το Ινστιτούτο να έχει αναδειχθεί σε έναν απαραίτητο και αξιόπιστο πολιτικό και διανοητικό χώρο για τη χώρα. Τα σημάδια επιτυχίας, για μένα, θα είναι πρακτικά και ορατά:
1.Να έχει διαμορφώσει ένα σαφές, εφαρμόσιμο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα σε βασικούς τομείς, προσφέροντας ένα πλαίσιο δράσης πέρα από τον ημερήσιο πολιτικό διάλογο.
2.Να έχει καταφέρει να φέρει κοντά διαφορετικούς, αλλά όμορους πολιτικούς και διανοητικούς χώρους, λειτουργώντας ως πλατφόρμα για δημιουργικό διάλογο και συνεργασία.
3.Να έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητο κύρος τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, βασισμένο στην ποιότητα των ερευνών του και στην αξιοπιστία των προτάσεών του.
4.Να προκαλεί συστηματικά ενδιαφέρουσες και σχετικές συζητήσεις στα δημόσια πράγματα, επηρεάζοντας τον δημόσιο διάλογο και φέρνοντας στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα.
5.Να έχει διευρύνει δυναμικά τις δραστηριότητες και το δίκτυό του, εμπλέκοντας νέα πρόσωπα και αναπτύσσοντας καινοτόμες δράσεις που αγγίζουν διάφορες πτυχές της κοινωνίας.
Για μένα, η επιτυχία δεν θα μετρηθεί μόνο σε σελίδες μελέτης, αλλά στη ζωντανή επίδραση που θα έχει στο πολιτικό τοπίο και στην κοινωνία.
εμβόλια, θα πάμε σε απομάκρυνση μεγάλου πληθυσμού κτηνοτρόφων από την κτηνοτροφία. Θα εξαφανιστούν όλοι οι μικροκτηνοτρόφοι», διεμύνησε ο καθηγητής, τονίζοντας πως οι αποφάσεις για εμβολιασμό θα πρέπει να ληφθούν άμεσα καθώς τον χειμώνα αναμένεται μια έστω και λίγη ύφεση της επιδημίας, σημειώνοντας πως «επειδή εμείς δεν θέλουμε να εμβολιάσουμε σε μεγάλο αριθμό εκτροφών, τώρα που είναι λιγότερα τα κρούσματα, πρέπει να αρχίσει ο εμβολιασμός. Αν φτάσουμε στην άνοιξη και αρχίσουν να φουντώνουν τα κρούσματα, τότε θα υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, γιατί θα πρέπει να εμβολιαστεί μεγάλος αριθμος εκτροφών».
Για το θέμα της βιοασφάλειας ο καθηγητής σημείωσε πως «οι κτηνοτρόφοι οφείλουν να τηρούν τα σχετικά μέτρα», ξεκαθαρίζοντας πως μόνο τα μέτρα βιοασφάλειας δε μπορούν να εγγυηθούν ότι δεν θα κολλήσουν τα ζώα ευλογιά, σημειώνοντας ότι είναι τεράστια η οικονομική επιβάρυνση κυρίως για τις μικρές κτηνοτροφικές μονάδες, που διαθέτουν έως 500 ζώα.
Πρόκειται για έναν επιστημονικό κλάδο που αγγίζει άμεσα κρίσιμες δημόσιες υποδομές — όπως λιμάνια και μαρίνες — το συγκοινωνιακό δίκτυο, αλλά και την προστασία του δημόσιου πλούτου, όπως είναι οι ακτές μας. Η προστασία τους δεν αφορά μόνο στον τουρισμό· είναι ένα χρέος μας απέναντι στο φυσικό τοπίο και την κληρονομιά μας.
Με την επιστημονική μου εμπειρία, στοχεύω να συμβάλλω με έναν πρακτικό και καινοτόμο τρόπο. Σε μια εποχή που η ενέργεια στην Ευρώπη στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τη θάλασσα, πιστεύω ότι η γνώση μου μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία βιώσιμων λύσεων. Η καινοτομία τόσο στον σχεδιασμό έργων, όσο και στην προστασία των φυσικών πόρων, μπορεί να μετατραπεί από μια τεχνική προτεραιότητα σε μια στρατηγική για ανάπτυξη. Αυτές είναι ευκαιρίες που η χώρα μας μπορεί και οφείλει να αξιοποιήσει.
Τι σημαίνει για εσάς η ίδρυση ενός νέου πολιτικού και ερευνητικού «Ινστιτούτου» στην Ελλάδα σήμερα;
Για μένα, η σημασία του έγκειται ακριβώς στην ανάγκη δημιουργίας γεφυρών. Βλέπω το Ινστιτούτο ως μια γέφυρα μεταξύ του ακαδημαϊκού και επιστημονικού χώρου από τη μια πλευρά, και του χώρου της πολιτικής σκέψης και ανάλυσης από την άλλη.
Στην Ελλάδα του σήμερα, υπάρχει συχνά ένα χάσμα ανάμεσα στη γνώση που παράγεται στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα και στην πραγματική χάραξη πολιτικής. Ένα ινστιτούτο όπως αυτό μπορεί να γεφυρώσει αυτό το κενό, μεταφέροντας τις επιστημονικές προκλήσεις και τις καινοτόμες λύσεις στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμη «think tank», αλλά για έναν χώρο όπου η έρευνα συναντά την πράξη, με στόχο να προτείνει συγκεκριμένες, εφαρμόσιμες και βασισμένες σε δεδομένα πολιτικές για τη χώρα.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφορές του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας σε σχέση με άλλα ιδρύματα πολιτικών προσώπων ή think tanks;
Θεωρώ ότι υπάρχουν αρκετές βασικές διαφορές που του δίνουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα.
Πρώτον, έχει έναν ξεκάθαρο και ισχυρό πολιτικό προσανατολισμό. Κανένας άλλος πρώην πρωθυπουργός που έχει ιδρύσει ανάλογο ίδρυμα δεν προέρχεται από την αριστερά. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερη βάση και μια διακριτή οπτική.
Δεύτερον, αυτός ο προσανατολισμός δεν είναι απλώς δηλωτικός. Αντικατοπτρίζεται στις επιλογές των ανθρώπων που συμμετέχουν, οι οποίοι είναι συνεπείς με αυτές τις αξίες και φέρνουν μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική ευαισθησία.
Τρίτον, και ίσως πιο σημαντικό, η ίδια η φύση αυτής της πολιτικής — ειδικά της αριστερής — απαιτεί να βασίζεται σε ισχυρά επιστημονικά και εμπειρικά τεκμήρια. Η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της εξαρτώνται από την ικανότητα να προσφέρει αναλυτικές προσεγγίσεις που είναι βαθιά τεκμηριωμένες και ανθεκτικές σε κριτική εξέταση.
Τέταρτον, ο συνδυασμός των προτεραιοτήτων — ειρήνη, δικαιοσύνη, βιώσιμη ανάπτυξη — δεν είναι τυχαίος, αλλά απηχεί μια ολιστική προσέγγιση. Αυτό το πλαίσιο ξεφεύγει από αποκλειστικά οικονομικούς δείκτες και τοποθετεί τον άνθρωπο και την κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη στο επίκεντρο.
Πώς πιστεύετε ότι η επιστήμη μπορεί να συνδεθεί πιο ουσιαστικά με τη δημόσια πολιτική και τη λήψη αποφάσεων;
Για να γίνει αυτή η σύνδεση πραγματικά ουσιαστική, πρέπει να βασίζεται σε μια αμφίδρομη δέσμευση που ξεκινά από ένα σημείο: να ακούμε τους πολίτες και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό είναι το απαραίτητο θεμέλιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική πρέπει να μάθει να εμπιστεύεται και να τολμά να υιοθετεί την επιστημονική γνώση, όχι μόνο για την υιοθέτηση καινοτόμων ιδεών. Από την άλλη πλευρά, η επιστήμη οφείλει να μην παραμείνει αποκομμένη στον ακαδημαϊκό της χώρο. Πρέπει να αναπτύξει τη γλώσσα και τις προσεγγίσεις να είναι ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες και βαθιά ανθρωποκεντρικές. Να έχουν στόχο και επίκεντρο τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ουσιαστικά, η επιστήμη δεν είναι απλώς ένα τεχνικό εργαλείο. Είναι ένας θεσμικός πυλώνας για την ολοκλήρωση, τη διαφάνεια και την ενίσχυση της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας. Βοηθά να μετατραπούν οι κοινωνικές ανάγκες σε βιώσιμες πολιτικές, χτίζοντας εμπιστοσύνη των πολιτών και στα θεσμικά όργανα. Αυτός είναι, τελικά, ο πιο σημαντικός της ρόλος.
Ερχόμενη από τον ακαδημαϊκό χώρο, τι περιμένετε να αποκομίσετε από τη συνεργασία με ένα Ινστιτούτο που κινείται στον χώρο της πολιτικής σκέψης και ανάλυσης;
Θα ήθελα να τονιστεί κατ’ αρχάς ότι η συμμετοχή μου δεν κινείται με κριτήριο προσωπικά οφέλη. Προσφέρω με την κοινωνική και πολιτική μου δράση με ανιδιοτέλεια εδώ και πολλά χρόνια, και αυτό είναι μια συνέχεια αυτής της δέσμευσης.
Αυτό που πραγματικά περιμένω είναι η δυνατότητα να δώσουμε δρόμο και προοπτική στην τρέχουσα γνώση. Στον ακαδημαϊκό χώρο, πολλές καινοτόμες ιδέες και ερευνητικά αποτελέσματα μπορεί να μένουν εγκλωβισμένα, χωρίς να βρίσκουν τη διέξοδο να υιοθετηθούν από την κεντρική πολιτική σκηνή, λόγω αυτής ακριβώς της έλλειψης γέφυρας.
Μέσα από αυτή τη συνεργασία, στοχεύω να συμβάλλω ώστε η επιστημονική γνώση να υπηρετήσει την κοινωνία όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και πιο γρήγορα. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο βασικός πλούτος που μπορούμε να απελευθερώσουμε: να μετατρέψουμε τη θεωρία σε πράξη, για το κοινό καλό.
Το Ινστιτούτο δηλώνει ότι θα εργάζεται «για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη». Ποιο από αυτά τα τρία σας αγγίζει περισσότερο και γιατί;
Πολιτικά και φιλοσοφικά, μιλώντας, πιστεύω ότι αυτές οι τρεις έννοιες είναι αδιαίρετες. Δεν μπορώ να διαχωρίσω το ένα από το άλλο, γιατί το καθένα είναι προϋπόθεση για τα υπόλοιπα: Δεν υπάρχει πραγματική κοινωνική ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, και δεν υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη χωρίς μια βιώσιμη ανάπτυξη που να ωφελεί όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο μερικούς.
Αυτή η σύνδεση δεν είναι αφηρημένη. Η επιστημονική μου ειδίκευση το επιβεβαιώνει καθημερινά. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να προτείνουμε έναν τερματικό σταθμό LNG στον Παγασητικό Κόλπο απλώς και μόνο επειδή ισχυριζόμαστε ότι θα φέρει «ανάπτυξη». Πρέπει να ρωτήσουμε: Σε ποιους; Μια τέτοια λύση είναι επιζήμια για το περιβάλλον, επομένως δεν είναι βιώσιμη. Δεν είναι δίκαιη, γιατί τα οφέλη της δεν κατανέμονται δίκαια στην κοινωνία, ούτε ως προς το κόστος του ρεύματος ούτε ως προς την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας. Και σίγουρα δεν προάγει την ειρήνη και την κοινωνική συνοχή, αφού πλουτίζουν κάποιοι κολοσσοί εις βάρος της φύσης και της κοινότητας.
Έτσι, το ένα αγγίζει το άλλο. Η αποστολή του Ινστιτούτου είναι ακριβώς να μην τα χωρίζει, και αυτό είναι που με αγγίζει περισσότερο.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σχέση επιστήμης και πολιτικής στην Ελλάδα; Υπάρχει η αναγκαία γέφυρα επικοινωνίας;
Στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής χρειάζεται αδιαμφισβήτητα περισσότερη δουλειά και σημαντική εμβάθυνση. Δεν υπάρχει ακόμη η αναγκαία, σταθερή και ουσιαστική γέφυρα επικοινωνίας που θα επέτρεπε στη δημόσια πολιτική να τροφοδοτείται συστηματικά από την επιστημονική γνώση και την έρευνα.
Η γέφυρα αυτή δεν χτίζεται μόνο με συναντήσεις, αλλά με ειλικρίνεια και επαγγελματισμό. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια βαθιά αμοιβαία εμπιστοσύνη, όπου η πολιτική θα εμπιστεύεται τα επιστημονικά δεδομένα ακόμη και όταν αυτά αγγίζουν δυσάρεστες αλήθειες ή προτείνουν μη δημοφιλείς λύσεις, και η επιστήμη θα προσφέρει τις γνώσεις της με τρόπο ξεκάθαρο, εφαρμόσιμο και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Αυτή η σύνδεση είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας. Χωρίς αυτήν, κινδυνεύουμε να παίρνουμε αποφάσεις που δεν είναι βιώσιμες, αποτελεσματικές ή δίκαιες.
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα σημαντικότερα βήματα που πρέπει να κάνει η χώρα μας στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της;
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η Ελλάδα οφείλει να δράσει στρατηγικά και άμεσα στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της, που είναι τόσο κρίσιμες για την οικονομία και το περιβάλλον μας. Τα βασικά βήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι:
Πρώτον: Ολοκλήρωση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον σεβασμό των φυσικών πόρων. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, να προωθήσουμε την έννοια των πολλαπλών χρήσεων. Σε περιοχές που έχουν ήδη χωροθετηθεί για αιολικά πάρκα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τον ίδιο θαλάσσιο χώρο και για άλλες δραστηριότητες, όπως συνδυασμούς αιολικών-φωτοβολταϊκών ή αιολικών-ιχθυοκαλλιέργειών. Αυτό μεγιστοποιεί το όφελος και μειώνει τις επιπτώσεις.
Δεύτερον: Βιώσιμος Παράκτιος Σχεδιασμός και Επανασχεδιασμός. Πρέπει να σταματήσουν τα «φαραωνικά» έργα χωρίς σχεδιασμό, που συχνά οδηγούν σε διάβρωση των ακτών μας. Χρειαζόμαστε έναν σοβαρό σχεδιασμό που να προβλέπει τη συνύπαρξη τουρισμού, βιοποικιλότητας και ασφαλών υποδομών. Αυτό περιλαμβάνει:
• Προσαρμογή στις κλιματικές επιπτώσεις: Σχεδιασμός που λαμβάνει υπόψη την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την άνοδο της θερμοκρασίας. Το δεύτερο συνδέεται με τη δυσάρεστη οσμή στις λιμενικές μας υποδομές όταν δεν έχουμε επαρκή ανανέωση των υδάτων της λιμενολεκάνης.
• Αξιοποίηση των ΑΠΕ: Εφαρμογή καινοτόμων λύσεων, όπως η αξιοποίηση της κυματικής ενέργειας στις λιμενικές υποδομές.
• Πράσινα Λιμάνια και Πράσινη Ναυσιπλοΐα: Μετατροπή των λιμένων μας σε κόμβους μηδενικών εκπομπών και προώθηση βιώσιμων τεχνολογιών για λιγότερα καύσιμα στη ναυσιπλοΐα.
Μόνο έτσι θα μετατρέψουμε την κλιματική απειλή σε ευκαιρία για μια πιο δίκαιη, βιώσιμη και ανθεκτική ανάπτυξη.
10. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει επαρκώς αξιοποιήσει τη «γαλάζια ενέργεια» και τις υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές που μελετάτε ερευνητικά;
Με ευθύτητα, η απάντηση είναι όχι. Η Ελλάδα δεν έχει αξιοποιήσει καθόλου αυτόν τον τεράστιο πλούτο, αλλά πρέπει να πω ότι αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της Μεσογείου, ιδιαίτερα στον τομέα των αιολικών πάρκων.
Το κύριο εμπόδιο ήταν για πολλά χρόνια η τεχνολογία. Τα νερά της Μεσογείου, και του Αιγαίου συγκεκριμένα, είναι βαθιά, και οι παραδοσιακές τεχνολογίες ευνοούσαν την εγκατάσταση αιολικών μόνο σε ρηχές περιοχές. Αυτή η βασική δυσκολία, όμως, έχει πλέον ξεπεραστεί με την είσοδο των πλωτών αιολικών.
Αυτή η καινοτομία αλλάζει το παιχνίδι. Οι θαλάσσιες ανεμογεννήτριες, ειδικά οι πλωτές, είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από τις χερσαίες, τόσο από περιβαλλοντική άποψη όσο και από οικονομική. Η Ελλάδα, μαζί με τη Νότια Γαλλία, διαθέτει το καλύτερο αιολικό δυναμικό σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Το πιο σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατη δική μας ανάλυση, η επένδυση σε πλωτά αιολικά πάρκα είναι πλέον και οικονομικά πολύ ανταγωνιστική.
Αυτό που λείπει λοιπόν δεν είναι η τεχνολογία ή η οικονομική σκοπιμότητα, αλλά η πολιτική βούληση και ο στρατηγικός σχεδιασμός για να αξιοποιήσουμε αυτή την τεράστια ευκαιρία.
11. Πώς βλέπετε τη θέση του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου σήμερα και τι θα θέλατε να αλλάξει σε επίπεδο πολιτικής στήριξης;
Το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή, αντιμέτωπο με μια συστηματική επίθεση. Ως μέλος της Πανεπιστημιακής Κοινότητας και του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Συλλόγου Διδασκόντων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, βιώνω καθημερινά τις συνέπειες νόμων που είναι συνταγματικά απαράδεκτοι.
Η θέση του Πανεπιστημίου υποβαθμίζεται μέσω συγκεκριμένων πολιτικών: την εγκαθίδρυση Συμβουλίων Διοίκησης που συγκεντρώνουν την εξουσία και υποβαθμίζουν τη δημοκρατία, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που υπονομεύουν το δημόσιο, δωρεάν και κοινωφελές χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, και την εφαρμογή διχαστικών πειθαρχικών διαδικασιών που απειλούν με διαγραφές φοιτητές για συλλογικές και πολιτικές δράσεις. Όλα αυτά συνοδεύονται από την πενιχρή χρηματοδότηση, που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εκπλήρωση του έργου μας.
Σε επίπεδο πολιτικής στήριξης, αυτό που απαιτούμε είναι ξεκάθαρο:
1. Άμεση απόσυρση των αντιδημοκρατικών αυτών νόμων.
2. Κατάργηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
3. Σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης των δημόσιων ΑΕΙ τουλάχιστον στα επίπεδα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου· η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Δεν ζητάμε τίποτα λιγότερο από την αναγνώριση του σπουδαίου έργου μας, που μας που καθιστά το Ελληνικό Πανεπιστήμιο από τους καλύτερους πρεσβευτές της χώρας μας, και του Πανεπιστημίου εν γένει ως πυλώνα δημοκρατίας, ανάπτυξης και κοινωνικής κινητικότητας. Η πολιτική στήριξη πρέπει να εκφράζεται με πράξεις που ενισχύουν τη δημόσια παιδεία, όχι που την καταστέλλουν και την υποβαθμίζουν.
12. Ποια είναι η πιο ουσιαστική εμπειρία που αποκομίσατε ως Πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Διδασκόντων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας;
Έχω περάσει από όλες σχεδόν τους ρόλους στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΣΔ από το 2015, ενώ σήμερα, από επιλογή μου, είμαι απλό μέλος, καθώς πιστεύω ακράδαντα στην εναλλαγή των ρόλων και στις θέσεις ευθύνης. Συμμετέχω παράλληλα και στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ κάθε δύο χρόνια από το 2019.
Θεωρώ ότι αυτή η μακροχρόνια συμμετοχή σε συνδικαλιστικά όργανα σε μετατρέπει σε έναν πληρέστερο και πιο δημοκρατικό πολίτη. Σου διδάσκει στην πράξη την αξία της διαπραγμάτευσης, της ζύμωσης των ιδεών και της διαμόρφωσης θέσεων που δεν εξυπηρετούν μόνο το στενό συμφέρον του κλάδου, αλλά το ευρύτερο κοινό καλό – τόσο για την πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της.
Ωστόσο, αν πρέπει να επιλέξω το πιο σημαντικό μάθημα, αυτό είναι η ικανότητα να σέβομαι την αντίθετη άποψη και να συνθέτω. Η διαδικασία της συλλογικής λήψης αποφάσεων σε διδάσκει να ακούς, να κατανοείς και να ενσωματώνεις διαφορετικές οπτικές για να φτάσεις σε έναν καλύτερο, πλουσιότερο κοινό στόχο.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια είχα το προνόμιο να συναναστρέφομαι και να ανταλλάσσω απόψεις με εκατοντάδες συναδέλφους για το «κοινό μας σπίτι», το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Πολλοί από αυτούς είναι πλέον αγαπητοί φίλοι. Και αυτή η ανθρώπινη σχέση και αλληλεγγύη είναι, τελικά, ο μεγαλύτερος πλούτος που αποκόμισα.
13. Η συμμετοχή σας στο Ινστιτούτο μπορεί να θεωρηθεί και μια πολιτική πράξη. Νιώθετε ότι η επιστήμη οφείλει να έχει πολιτική φωνή;
Απολύτως. Έχω έναν ενεργό κοινωνικό και πολιτικό ρόλο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και πιστεύω ότι κάθε πράξη μας, σε έναν βαθμό, είναι και πολιτική πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστήμη δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να μην έχει πολιτική φωνή.
Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να γίνει μια σαφής διάκριση: Η πολιτική στράτευση δεν μπορεί και δεν πρέπει να κατευθύνει ή να διαμορφώνει τα συμπεράσματα της επιστήμης. Αυτό θα ήταν προδοσία της ίδιας της επιστημονικής μεθόδου.
Το αντίθετο είναι η σωστή διαδικασία: Η πολιτική μας τοποθέτηση, η ηθική μας στάση και οι προτάσεις μας πρέπει να στηρίζονται σε αδιάψευστα δεδομένα και επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις. Η επιστήμη οφείλει να μιλάει με τα δικά της εργαλεία και την ακεραιότητά της στο πολιτικό διάλογο, όχι να γίνεται υπηρέτρια πολιτικών σκοπών. Αυτός είναι ο πυρήνας του ρόλου μου τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στο Ινστιτούτο.
14. Ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους νέους επιστήμονες που επιθυμούν να συνδέσουν την έρευνα με την κοινωνία και τη χάραξη πολιτικής;
Το μήνυμά μου βασίζεται στην προηγούμενη απάντησή μου: Η επιστήμη οφείλει να έχει πολιτική φωνή, αλλά με βάση την ακεραιότητά της.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να πω στους νέους επιστήμονες αυτό: Επενδύστε την ελπίδα σας για ένα καλύτερο μέλλον μέσα από το πάθος για την επιστημονική αλήθεια. Ας είναι ο οδηγός σας η υπηρεσία προς την κοινωνία και τον άνθρωπο, και όχι η αποκλειστική επιδίωξη της προσωπικής σας φιλοδοξίας.
Για να το πετύχετε αυτό, να ξέρετε ότι ο ενθουσιασμός και το πάθος, αν και απαραίτητα, δεν είναι αρκετά. Η αλλαγή δεν έρχεται με μια μεγάλη κίνηση, αλλά με επιμονή, με πολύ σκληρή δουλειά και με μια συστηματική, καθημερινή προσπάθεια. Είναι ένας μαραθώνιος, όχι ένα σπριντ.
Να έχετε το θάρρος να μιλάτε με βάση τα δεδομένα, να ακούτε την αντίθετη άποψη και να χτίζετε γέφυρες. Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κάνετε την επιστήμη σας πραγματικά σχετική και να αλλάξετε τον κόσμο.
15. Τέλος, πώς φαντάζεστε τον ρόλο του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας σε πέντε χρόνια από σήμερα; Ποια θα ήταν για εσάς τα σημάδια επιτυχίας του;
Σε πέντε χρόνια, φαντάζομαι το Ινστιτούτο να έχει αναδειχθεί σε έναν απαραίτητο και αξιόπιστο πολιτικό και διανοητικό χώρο για τη χώρα. Τα σημάδια επιτυχίας, για μένα, θα είναι πρακτικά και ορατά:
1. Να έχει διαμορφώσει ένα σαφές, εφαρμόσιμο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα σε βασικούς τομείς, προσφέροντας ένα πλαίσιο δράσης πέρα από τον ημερήσιο πολιτικό διάλογο.
2. Να έχει καταφέρει να φέρει κοντά διαφορετικούς, αλλά όμορους πολιτικούς και διανοητικούς χώρους, λειτουργώντας ως πλατφόρμα για δημιουργικό διάλογο και συνεργασία.
3. Να έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητο κύρος τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, βασισμένο στην ποιότητα των ερευνών του και στην αξιοπιστία των προτάσεών του.
4. Να προκαλεί συστηματικά ενδιαφέρουσες και σχετικές συζητήσεις στα δημόσια πράγματα, επηρεάζοντας τον δημόσιο διάλογο και φέρνοντας στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα.
5. Να έχει διευρύνει δυναμικά τις δραστηριότητες και το δίκτυό του, εμπλέκοντας νέα πρόσωπα και αναπτύσσοντας καινοτόμες δράσεις που αγγίζουν διάφορες πτυχές της κοινωνίας.
Για μένα, η επιτυχία δεν θα μετρηθεί μόνο σε σελίδες μελέτης, αλλά στη ζωντανή επίδραση που θα έχει στο πολιτικό τοπίο και στην κοινωνία.
εμβόλια, θα πάμε σε απομάκρυνση μεγάλου πληθυσμού κτηνοτρόφων από την κτηνοτροφία. Θα εξαφανιστούν όλοι οι μικροκτηνοτρόφοι», διεμύνησε ο καθηγητής, τονίζοντας πως οι αποφάσεις για εμβολιασμό θα πρέπει να ληφθούν άμεσα καθώς τον χειμώνα αναμένεται μια έστω και λίγη ύφεση της επιδημίας, σημειώνοντας πως «επειδή εμείς δεν θέλουμε να εμβολιάσουμε σε μεγάλο αριθμό εκτροφών, τώρα που είναι λιγότερα τα κρούσματα, πρέπει να αρχίσει ο εμβολιασμός. Αν φτάσουμε στην άνοιξη και αρχίσουν να φουντώνουν τα κρούσματα, τότε θα υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, γιατί θα πρέπει να εμβολιαστεί μεγάλος αριθμος εκτροφών».
Για το θέμα της βιοασφάλειας ο καθηγητής σημείωσε πως «οι κτηνοτρόφοι οφείλουν να τηρούν τα σχετικά μέτρα», ξεκαθαρίζοντας πως μόνο τα μέτρα βιοασφάλειας δε μπορούν να εγγυηθούν ότι δεν θα κολλήσουν τα ζώα ευλογιά, σημειώνοντας ότι είναι τεράστια η οικονομική επιβάρυνση κυρίως για τις μικρές κτηνοτροφικές μονάδες, που διαθέτουν έως 500 ζώα.
















