Ο Πίτερ Σάλιβαν πέρασε 38 χρόνια πίσω από τα κάγκελα για τη δολοφονία της μιας 21χρονης Ντάιαν Σίνταλ. Ονομάστηκε «Τέρας του Μπέρκενχεντ» μετά τη στυγερή δολοφονία, αλλά ο Σάλιβαν επέμενε για χρόνια στην αθωότητά του μετά την καταδίκη του το 1987.
Νωρίτερα φέτος, τρεις ανώτατοι δικαστές ανέτρεψαν την καταδίκη του, αφού το Εφετείο αποφάσισε τα στοιχεία DNA έδειχναν πως ο δολοφόνος ήταν κάποιος άλλος. Μετά από μια ζωή σε μερικές από τις πιο αυστηρές φυλακές κατηγορίας Α της Βρετανίας, ο Σάλιβαν αφέθηκε ελεύθερος σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει δραστικά από αυτόν που άφησε πίσω του.
Μετά την αποφυλάκισή του τον Μάιο, ο Σάλιβαν αποκάλυψε ότι ακόμα και μια απλή επίσκεψη στο κατάστημα δείχνει πόσο «όλα έχουν αλλάξει», καθώς έρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τα μηχανήματα αυτόματης πληρωμής.
Ένας άλλος κόσμος
Διαθέτει πλέον και smartphone, το οποίο χρειάστηκε να αγοράσει για να κλείσει ραντεβού με γιατρό μέσω μιας «εφαρμογής». Η πρώτη του επαφή με τα smartphones έγινε ενώ καθόταν στο λεωφορείο και έβλεπε ανθρώπους να κοιτάζουν τις οθόνες τους, πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν τηλέφωνα όταν τα έβαζαν στο αυτί τους.
Ο 68χρονος, που μέχρι σήμερα έχει περάσει μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή παρά ελεύθερος.
Κάποιες φορές πηγαίνει πίσω στο δωμάτιό του και κάθεται στο κρεβάτι, υποσυνείδητα περιμένοντας να τον κλειδώσει ξανά ένας σωφρονιστικός υπάλληλος. «Πρέπει να είσαι στην πόρτα σου σε συγκεκριμένη ώρα, αλλιώς οι φύλακες θα σου φωνάξουν», είπε στο BBC. «Απλώς καθόμουν και σκεφτόμουν, “Τι κάνω;”»
Οι γονείς του πέθαναν ενώ εκείνος βρισκόταν στη φυλακή, και ο Σάλιβαν είπε ότι «πονάει γιατί δεν ήμουν εκεί για αυτούς», προσθέτοντας ότι δεν έχει ακόμη καταφέρει να επισκεφθεί τον τάφο της μητέρας του.
Η αποζημίωση
Ο Σάλιβαν δικαιούται τώρα 1,3 εκατομμύρια λίρες σε αποζημίωση, αφού οι υπουργοί αύξησαν το ανώτατο όριο για άδικα φυλακισμένους πάνω από 10 χρόνια. Η διαδικασία, όμως, δεν είναι αυτόματη και διαρκεί πολύ. Σε άλλη γνωστή υπόθεση, ο Άντριου Μάλκινσον είχε φυλακιστεί λανθασμένα για βιασμό για 17 χρόνια και αφέθηκε ελεύθερος πριν δύο χρόνια. Μήνες μετά την αποφυλάκισή του δεν είχε λάβει καμία αποζημίωση και δήλωνε ότι ήταν «χωρίς χρήματα και ζούσε σε σκηνή».
Ο Σάλιβαν, ως αθώος, δεν δικαιούται τη βοήθεια που θα λάμβαναν οι ένοχοι που παραδέχονται τα εγκλήματά τους. Αν απελευθερωνόταν με αναστολή, θα του παρείχαν στέγη και βοήθεια με τα έξοδα διαβίωσης. Καθώς δεν είναι επιλέξιμος, ο Σάλιβαν ζει μια μετρημένη ζωή, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι είναι «εκατομμυριούχος εν αναμονή». «Δεν υπάρχει ποσό που θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα 38 χρόνια της ζωής μου», είπε η δικηγόρος του, Σάρα Μάιατ.
Σε αντίδραση για την τεράστια αυτή αδικία, η αστυνομία του Μέρσεϊσαϊντ εξέφρασε τη «λύπη» της, αλλά τόνισε ότι οι αστυνομικοί της ενήργησαν σύμφωνα με τον νόμο εκείνη την εποχή. Ο αρχηγός της αστυνομίας, Ρομπ Κάρντεν, δήλωσε: «Ήταν σοβαρή δικαστική αδικία και ως αρχηγός της αστυνομίας του Μέρσεϊσαϊντ λυπάμαι βαθιά για τον αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του Σάλιβαν».
Ο Σάλιβαν δήλωσε επίσης ότι είναι πρόθυμος να στηρίξει την οικογένεια της Σίνταλ στο δικαστήριο, αν βρεθεί ο δολοφόνος της. «Λυπάμαι για την οικογένεια της Σίνταλ, πραγματικά λυπάμαι για αυτά που περνάνε και που βρίσκονται ξανά στο μηδέν, χωρίς να ξέρουν ποιος σκότωσε την κόρη τους. Αν χρειαστεί η στήριξή μου όταν πάνε στο δικαστήριο με τον δράστη, θα είμαι εκεί 100%».
Ο Σάλιβαν ήταν 30 ετών όταν καταδικάστηκε σε ισόβια με ελάχιστη ποινή 16 ετών το 1987, αλλά παρέμεινε στη φυλακή σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. «Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω για ό,τι μου έκαναν, γιατί θα το κουβαλάω για το υπόλοιπο της ζωής μου», είπε στο BBC. «Το μόνο που θέλω είναι μια συγγνώμη με το λόγο που το έκαναν … από την αστυνομία του Μέρσεϊσαϊντ και όλους όσοι εμπλέκονται – έχασα την ελευθερία μου, έχασα τη μητέρα μου, έχασα τον πατέρα μου, και πονάει γιατί δεν ήμουν εκεί για αυτούς».
Η κακοποίηση μέσα στις φυλακές
Η αστυνομία επανεξετάζει τώρα τη δολοφονία με στόχο να φέρει τον δολοφόνο της Σίνταλ ενώπιον της δικαιοσύνης.
Μιλώντας από μυστική τοποθεσία, με κρυμμένο πρόσωπο και αλλοιωμένη φωνή, ο Σάλιβαν δήλωσε ότι ζητά συγγνώμη από την αστυνομία του Μέρσεϊσαϊντ. Αποκάλυψε ότι η άρνηση νομικής εκπροσώπησης στις αρχικές του αστυνομικές συνεντεύξεις ήταν «πολύ εκφοβιστική». Είπε ότι χτυπήθηκε στο κελί του δύο φορές.
«Έριξαν μια κουβέρτα πάνω μου και με χτυπούσαν με γκλομπ πάνω από την κουβέρτα για να με κάνουν να συνεργαστώ», είπε. «Πονούσα πολύ, με χτυπούσαν άσχημα».
Όταν ρωτήθηκε γιατί θα ομολογούσε ένα έγκλημα που δεν έκανε, απάντησε: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο εκφοβισμός με ανάγκασε να τα παρατήσω, γιατί δεν μπορούσα άλλο».
Όταν ακύρωσαν την καταδίκη του τον Μάιο, ο Λόρδος Δικαστής Χόλροιντ είπε: «Παρά το γεγονός ότι τα έμμεσα στοιχεία φαίνονταν ισχυρά κατά τη δίκη, τώρα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα νέα επιστημονικά στοιχεία που δείχνουν κάποιον άλλο – τον άγνωστο άνδρα».
Ο νέος ύποπτος που εντοπίστηκε μέσω των νέων τεχνικών DNA δεν εμφανίζεται στη βάση δεδομένων και δεν συνδέεται με άλλα άλυτα εγκλήματα.
Πηγή: in.gr





