Του Τάσου Δασόπουλου
Το σημερινό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά και το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός του 2026 θα υλοποιηθεί σε χρόνο κοντά στις εθνικές εκλογές, με την υποχρέωση να φέρει σε πέρας την ολοκλήρωση ενός αναπτυξιακού προγράμματος 36 δισ. ευρώ όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, εκ των πραγμάτων έχει πολλούς κινδύνους.
Το τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 16,6 δισ. ευρώ που θα πρέπει να εκτελεστεί τον επόμενο χρόνο, είναι από μόνο του μια πρόκληση. Το ΥΠΕΘΟ και τα υπόλοιπα Υπουργεία που υλοποιούν τα έργα θα πρέπει να απορροφήσουν συνολικά 13,2 δισ. ευρώ κοινοτικών πόρων, από τα οποία τα 6,2 δισ. θα έρθουν μέσα από το ΕΣΠΑ και 7 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης. Κάτι τέτοιο αποτελεί νέο ρεκόρ που δεν έχει πετύχει ποτέ η ελληνική δημόσια διοίκηση. Βεβαίως, το ΥΠΕΘΟ έχει δημιουργήσει μέσω της υπερδέσμευσης πόρων, που φτάνει το 30%, μια ασφαλιστική δικλείδα. Ωστόσο, εκτός από την υποχρέωση της απορρόφησης των ποσών, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει και μια σειρά επιμέρους ποιοτικούς στόχους, ειδικά για τα έργα του ΤΑΑ, ώστε να θεωρηθεί η υλοποίησή τους επιτυχημένη.
Ο δεύτερος μεγάλος εσωτερικός κίνδυνος είναι η εγγύτητα με τις εθνικές εκλογές. Σε ένα περιβάλλον πολλών προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση (αγροτικές κινητοποιήσεις, ΟΠΕΚΕΠΕ, δυστύχημα Τεμπών), υπάρχει κίνδυνος να διολισθήσουμε σε έναν “εκλογικό κύκλο”, κατά τον οποίο θα έχουμε δύο αρνητικά φαινόμενα. Το πρώτο είναι το “πάγωμα” μιας σειράς μεταρρυθμίσεων για να μη θιγούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Το δεύτερο, και ίσως χειρότερο, θα είναι να έχουμε και ένα κύμα παροχών πάνω από τη δυνατότητα της οικονομίας, το οποίο θα βγάλει την οικονομία από τη συνετή δημοσιονομική που ακολουθεί εδώ και χρόνια και έχει αποδώσει σημαντικά στην ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας στην ΕΕ και στις αγορές. Αντίβαρο σε μια τέτοια τάση είναι οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού και των μελών του σκληρού πυρήνα του οικονομικού επιτελείου ότι δεν θα βάλουν σε κίνδυνο τη σωστή δημοσιονομική πορεία στην οποία έχει μπει η χώρα τα τελευταία χρόνια.
Οι εξωτερικοί κίνδυνοι
Στο κείμενο του Προϋπολογισμού περιλαμβάνονται τρία υποθετικά σενάρια, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη δημοσιονομική πορεία της χώρας.
Το πρώτο αφορά την ανατίμηση κατά 10% του ευρώ έναντι του δολαρίου το οποίο κατ αρχάς οδηγεί σε μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,3%, περιορίζοντας την ανάπτυξη σε 2,0%, ως αποτέλεσμα της αρνητικής του επίδρασης στο εμπορικό ισοζύγιο, η οποία προκύπτει τόσο μέσω χαμηλότερων εξαγωγών όσο και μέσω υψηλότερων εισαγωγών. Η απόκλιση από το βασικό σενάριο είναι μεγαλύτερη για το ονομαστικό ΑΕΠ, το οποίο μειώνεται κατά 1,1%, λόγω της ισχυρής αντιπληθωριστικής επίδρασης της ανατίμησης του νομίσματος. Στο σενάριο αυτό το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξάνεται κατά 0,5% του ΑΕΠ, ενώ το μικρότερο ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνει το έλλειμμα κατά 0,3% του ΑΕΠ λόγω της μείωσης των εσόδων. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται κατά 1,8% του ΑΕΠ.
Το σενάριο της αύξησης του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 μονάδες βάσης, οδηγεί σε χαμηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά 0,2% κυρίως λόγω μείωσης της κατανάλωσης Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται σε σχέση με το βασικό σενάριο, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το σενάριο της ανατίμησης του νομίσματος, με την αύξηση να περιορίζεται στις 0,8% του ΑΕΠ.
Στο τρίτο σενάριο, η τιμή του πετρελαίου διαμορφώνεται σε επίπεδα άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, οδηγώντας σε μία σημαντική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,7% καθώς και σε μία μείωση των επενδύσεων κατά 0,9%. Σε ονομαστικούς όρους οι εισαγωγές αυξάνονται κατά 7,4% περίπου, αλλά η αύξηση των εξαγωγών είναι αντίστοιχα υψηλή, με αποτέλεσμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να επιδεινώνεται μόνο κατά 0,2% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός αυξάνεται κατά 4,7% έναντι 2,2% στο βασικό σενάριο. Παράλληλα, τα δημόσια έσοδα αυξάνονται κατά 1,4% έναντι της αύξησης κατά 1,0% των δημόσιων δαπανών, ενώ το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης είναι μειωμένο κατά 1,4% του ΑΕΠ.
Πηγή: capital.gr





