Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι μία από εκείνες τις ασθένειες για την οποία έχουμε όλοι ακούσει λίγο – πολύ. Συνήθως κάποιο άτομο από το ευρύτερο οικογενειακό ή φιλικό μας περιβάλλον έχει διαγνωστεί με αυτή και γνωρίζουμε ότι είναι ιδιαίτερα συχνή. Οταν όμως η συζήτηση επικεντρώνεται σε πιο πρακτικά ζητήματα – όπως ποια ύποπτα σημάδια εμφανίζει κάποιος πριν από τη διάγνωση ή ποιοι πρέπει να υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο –, τότε πολλοί από εμάς μένουμε… μετεξεταστέοι.
Με αφορμή λοιπόν τον φετινό Νοέμβριο, ο οποίος – όπως κάθε χρόνο – είναι αφιερωμένος στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τον σακχαρώδη διαβήτη, το ένθετο «Υγεία» συγκέντρωσε πληροφορίες από έγκριτους οργανισμούς, πανεπιστήμια και ειδικούς επιστήμονες, ώστε να αναγνωρίζουμε μία από τις συχνότερες απειλές για τη δημόσια υγεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αμερικανική Εταιρεία Διαβήτη (ADA) έχει δημιουργήσει μια λίστα με τα τυπικά συμπτώματα, σημειώνοντας εντούτοις ότι ορισμένα άτομα εμφανίζουν τόσο ήπιες ενοχλήσεις, με αποτέλεσμα να περνούν απαρατήρητες.
Αναλυτικότερα, τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι τα εξής:
- Συχνή ούρηση
- Εντονη δίψα
- Εντονη πείνα (παρόλο που τρώει κανείς)
- Εξαιρετική κόπωση
- Θολή όραση
- Κοψίματα / μώλωπες που επουλώνονται αργά
- Απώλεια βάρους, παρόλο που τρώει κανείς περισσότερο (ΣΔ τύπου 1)
- Μυρμήγκιασμα, πόνος ή μούδιασμα στα χέρια / πόδια (ΣΔ τύπου 2)
Οι δύο τύποι και πώς εκδηλώνονται
Στον ΣΔ τύπου 1 το σώμα δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη, λόγω αυτοάνοσης καταστροφής των β-κυττάρων του παγκρέατος. Αναλυτικότερα, και σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Διαβήτη (ADA), η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά τη γλυκόζη του αίματος (σάκχαρο αίματος) να εισέλθει στα κύτταρα του σώματος, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια. Στην περίπτωση όμως του ΣΔ τύπου 1, η γλυκόζη του αίματος δεν μπορεί να εισέλθει στα κύτταρα, οπότε συσσωρεύεται στην κυκλοφορία του αίματος (υπεργλυκαιμία). Με την πάροδο του χρόνου, η υψηλή γλυκόζη στο αίμα βλάπτει το σώμα και μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές.
Εν τω μεταξύ, εκτός από τα παραπάνω συμπτώματα, όσοι πάσχουν από ΣΔ τύπου 1 μπορεί επίσης να παρουσιάσουν ναυτία, έμετο ή στομαχικούς πόνους, εξηγούν οι γιατροί της παγκοσμίου φήμης Mayo Clinic. Οι εκδηλώσεις μπορεί να εμφανιστούν μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες ή μήνες και μπορεί να είναι σοβαρές. Τις περισσότερες φορές, ο ΣΔ τύπου 1 διαγιγνώσκεται σε νέους ανθρώπους, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιονδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι επιστήμονες και οι ερευνητές σήμερα δεν είναι σίγουροι για το πώς να προλάβουν τον διαβήτη τύπου 1 ή τι τον προκαλεί.
Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί της ADA σημειώνουν ότι όσοι έχουν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1 μπορούν να ζήσουν μια μακρά, υγιή ζωή, εφόσον λαμβάνουν θεραπεία (ινσουλίνη) και έχουν υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τακτική φυσική δραστηριότητα και ένα πρόγραμμα διατροφής.
Ο ΣΔ τύπου 2 πάλι, παρόλο που αποτελεί την πιο συχνή μορφή, είναι πιο… αθόρυβος. Οι γιατροί της Mayo Clinic σημειώνουν ότι τα συμπτώματα χρειάζονται αρκετά χρόνια για να εκδηλωθούν. Μάλιστα, ορισμένοι άνθρωποι δεν παρατηρούν καθόλου αλλαγές, γι’ αυτό και είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε όλοι τους παράγοντες κινδύνου για τον ΣΔ τύπου 2. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτή τη μορφή του διαβήτη ο οργανισμός δεν χρησιμοποιεί σωστά την ινσουλίνη και σταδιακά δεν παράγει αρκετή. Οπως σημειώνουν οι ειδικοί της ADA, αρχικά τα β-κύτταρα παράγουν επιπλέον ινσουλίνη για να το αντισταθμίσουν. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, το πάγκρεας δεν μπορεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη ώστε να διατηρήσει τη γλυκόζη του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί επίσης ότι ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα μέσης ηλικίας και ηλικιωμένους, αλλά αυξάνεται και στους νέους.
Αναφορικά με τη θεραπεία, αυτή περιλαμβάνει πρόγραμμα διατροφής, σωματική δραστηριότητα και από του στόματος ή ενέσιμα φάρμακα (συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης), με μόνιμο στόχο τη διατήρηση της γλυκόζης σε επιθυμητά επίπεδα.
Ποιοι πρέπει να ελέγχονται
Ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν ΣΔ. Σύμφωνα με την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία (ΕΚΕ), πρώτα στη λίστα είναι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα (Δείκτης Μάζας Σώματος από 25 kg/m² και πάνω), εφόσον έχουν ακόμη έναν πρόσθετο παράγοντα κινδύνου, όπως:
- Οικογενειακός ιστορικός διαβήτης
- Υπέρταση ή καρδιοπάθεια
- Διαταραχές λιπιδίων (υψηλά τριγλυκερίδια ή/και χαμηλή HDL χοληστερόλη)
- Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
- Ενδείξεις αντίστασης στην ινσουλίνη (π.χ. μελανίζουσα ακάνθωση, δηλαδή σκούρα χροιά σε πτυχώσεις του δέρματος)
- Επίσης αυξημένο κίνδυνο εμφανίζουν όσοι:
- Έχουν ιστορικό προδιαβήτη
- Είχαν διαβήτη κατά την εγκυμοσύνη
- Εχουν ηλικία άνω των 45 ετών
- Έχουν λοίμωξη HIV
Στην περίπτωση που τα αποτελέσματα για το σάκχαρο βγουν φυσιολογικά, συνιστάται επαναληπτικός έλεγχος κάθε τρία χρόνια. Αν όμως υπάρχουν παράγοντες κινδύνου, πρέπει να γίνεται πιο συχνά.
Οι επιπλοκές του ΣΔ
Οι καθηγητές Καρδιολογίας Κωνσταντίνος Τούτουζας, πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΚΕ), και Ιγνάτιος Οικονομίδης, πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας «Καρδιά και Διαβήτης» της ΕΚΕ, τονίζουν ότι η καλή ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητη για την προστασία των ασθενών από τις μακροχρόνιες επιπλοκές του διαβήτη.
Και εξηγούν έναν προς έναν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς:
- Καρδιοπάθειες: έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό
- Διαβητική νεφροπάθεια: μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και αιμοκάθαρση
- Περιφερική αγγειοπάθεια και νευροπάθεια: προκαλούν έλκη στα πόδια, λοιμώξεις και σε προχωρημένες περιπτώσεις ακρωτηριασμό
- Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια: μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση
Δεδομένου ότι οι ασθενείς με διαβήτη διατρέχουν διπλάσιο έως τριπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιοπάθειας σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, αλλά και διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από καρδιοπάθεια ή εγκεφαλικό, η ΕΚΕ – μέσω της Ομάδας Εργασίας «Καρδιά και Διαβήτης» – έχει δημιουργήσει ειδικά ιατρεία σε όλη τη χώρα.
Σε αυτά συνεργάζονται καρδιολόγοι, ενδοκρινολόγοι και παθολόγοι με εξειδίκευση στον διαβήτη. Σκοπός τους είναι η πρόληψη και αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε ασθενείς με διαβήτη ή προδιαβήτη, παρέχοντας ολιστική φροντίδα για τις επιπλοκές της νόσου, βοηθώντας στη ρύθμιση του σακχάρου, ελέγχοντας τους παράγοντες κινδύνου (π.χ. πίεση και χοληστερίνη) και προσφέροντας παράλληλα εύκολη πρόσβαση σε εξειδικευμένες ιατρικές ομάδες.
Πηγή: tanea.gr





