Ο αγώνας επιβίωσης των διαγνωστικών εργαστηρίων και τον κίνδυνο για την πρόσβαση των πολιτών στην πρόληψη
Η ελληνική πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας βρίσκεται για ακόμη μία φορά στο επίκεντρο έντονων συζητήσεων και αντιδράσεων. Τα διαγνωστικά εργαστήρια και οι εργαστηριακοί γιατροί, που αποτελούν τον βασικό κρίκο στην πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση ασθενειών, εκπέμπουν σήμα κινδύνου. Το οικονομικό βάρος που έχουν επωμιστεί λόγω του λεγόμενου clawback του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής χρημάτων στον ΕΟΠΥΥαπειλεί πλέον άμεσα τη βιωσιμότητα εκατοντάδων μικρών και μεσαίων δομών σε όλη τη χώρα.
Συνέντευξη στην Έννη Λεβέντη από την «Πολιτεία Θεσσαλών» Κυριακή16 Νοεμβρίου 2025
Πίσω από τους αριθμούς και τις λογιστικές εξισώσεις κρύβονται πραγματικοί άνθρωποι: γιατροί που παλεύουν να κρατήσουν ανοιχτά τα εργαστήριά τους, εργαζόμενοι που κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, και ασθενείς που ενδέχεται να χάσουν την πρόσβαση στις βασικές εξετάσεις πρόληψης.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό ασφυξίας, η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαστηριακών Γιατρών (ΠΟΕΔΗΓΕ), Ράνια Σουλτούκη, δίνει στην Πολιτεία Θεσσαλών μια εκ βαθέων συνέντευξη. Μιλά με νηφαλιότητα αλλά και αγανάκτηση για ένα σύστημα που, όπως λέει, «μετατρέπει τον γιατρό σε χρηματοδότη της δημόσιας υγείας», εξηγεί τι σημαίνει πραγματικά clawback και ποιο είναι το μέλλον ενός κλάδου που ζητά απλώς να επιβιώσει.
Η συζήτηση που ακολουθεί αποτυπώνει τον παλμό μιας ολόκληρης επαγγελματικής κοινότητας που δεν διεκδικεί προνόμια, αλλά το αυτονόητο: δικαιοσύνη, διαφάνεια και βιωσιμότητα.
Η διάλυση των μικρών διαγνωστικών μονάδων θα έχει τραγικές συνέπειες για την κοινωνία, θα οδηγήσει σε συγκέντρωση των εξετάσεων σε λίγα μεγάλα κέντρα, αυξάνοντας
τις αναμονές και απομακρύνοντας τον πολίτη από την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση
Κυρία Σουλτούκη, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι είναι το clawback και γιατί έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη αναστάτωση στον χώρο της διαγνωστικής ιατρικής;
Το clawback είναι ένας μηχανισμός αυτόματης επιστροφής χρημάτων από τους παρόχους υγείας προς τον ΕΟΠΥΥ. Θεσπίστηκε το 2013, σε μια εποχή δημοσιονομικής πίεσης, με στόχο να περιορίσει τη δημόσια δαπάνη για την υγεία. Όμως δέκα και πλέον χρόνια μετά, έχει μετατραπεί σε ένα άδικο και παράλογο εργαλείο οικονομικής εξόντωσης.
Ουσιαστικά, αν οι πολίτες πραγματοποιήσουν περισσότερες εξετάσεις απ’ όσες προβλέπει ο ετήσιος προϋπολογισμός, το κράτος δεν καλύπτει τη διαφορά τη χρεώνει στους παρόχους! Αν, για παράδειγμα, ο ΕΟΠΥΥ διαθέτει 400 εκατομμύρια ευρώ για διαγνωστικές εξετάσεις και οι πραγματικές ανάγκες των ασθενών φτάσουν τα 600 εκατομμύρια, τα 200 εκατομμύρια τα “πληρώνουμε” εμείς. Δηλαδή οι γιατροί καλούμαστε να επιστρέψουμε στον ΕΟΠΥΥ το ποσό που υπερβαίνει τον προϋπολογισμό, χωρίς καμία ευθύνη ή δυνατότητα ελέγχου της υπέρβασης.
Κανείς άλλος κλάδος δεν ζει κάτι τέτοιο: φανταστείτε ένας φαρμακοποιός να πλήρωνε μέρος της συνταγής που εκτελεί ή ένας εργολάβος να επέστρεφε χρήματα στο κράτος επειδή το έργο στο οποίο συμμετέχει κόστισε παραπάνω.

Δηλαδή, οι γιατροί καλύπτουν με δικά τους χρήματα τη διαφορά ανάμεσα στον προϋπολογισμό και τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών;
Ακριβώς αυτό. Ουσιαστικά, πληρώνουμε για να προσφέρουμε υπηρεσίες υγείας. Είναι μια τεράστια στρέβλωση. Οι γιατροί έχουν μετατραπεί σε “χρηματοδότες” του ΕΟΠΥΥ. Όταν εκτελούμε εξετάσεις σε ασφαλισμένους, στο τέλος του έτους μας επιβάλλεται ένα ποσό προς επιστροφή που συχνά ξεπερνά το 40% ή 50% του κύκλου εργασιών μας. Δηλαδή, για κάθε 100 ευρώ που κόβει το εργαστήριο, τελικά του απομένουν 40 ή και λιγότερα. Δεν υπάρχει καμία επιχείρηση που να μπορεί να σταθεί έτσι.
Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά μικρά εργαστήρια, ειδικά στην περιφέρεια, οδηγούνται στο κλείσιμο. Και μαζί τους χάνονται θέσεις εργασίας, μειώνεται η πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες, αυξάνονται οι ανισότητες στην υγεία.
«Ο γιατρός πληρώνει για να λειτουργεί το σύστημα»
Πόσο έχει επιβαρύνει ο μηχανισμός αυτός τα εργαστήρια τα τελευταία χρόνια;
Η επιβάρυνση είναι τεράστια και αυξανόμενη. Από το 2013 έως σήμερα, το κράτος έχει “επιστρέψει” στους παρόχους μόλις ένα μικρό ποσοστό αυτών των παράλογων παρακρατήσεων. Το 2024, το συνολικό clawback για τις διαγνωστικές εξετάσεις ξεπέρασε τα 200 εκατομμύρια ευρώ. Κάθε χρόνο, το ποσό αυτό αυξάνεται, γιατί οι ανάγκες των πολιτών αυξάνονται, ο πληθυσμός γηράσκει και η πρόληψη προωθείται πράγματα απολύτως θετικά. Όμως, αντί να αυξάνεται ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, επιλέγεται να μετακυλίεται το κόστος στους γιατρούς.
Πολλοί συνάδελφοι πλέον δεν μπορούν να πληρώσουν προμηθευτές, ρεύμα, ενοίκια. Υπάρχουν εργαστήρια που λειτουργούν με μηδενικό κέρδος και μόνο από ευσυνειδησία παραμένουν ανοιχτά. Αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Το Υπουργείο Υγείας τι απαντά σε αυτό το πρόβλημα; Υπάρχει πρόθεση για αλλαγή;
Το Υπουργείο αναγνωρίζει το πρόβλημα αλλά περιορίζεται σε δηλώσεις κατανόησης. Δεν έχουμε δει ουσιαστικές κινήσεις. Έχουν γίνει ατελείωτες συναντήσεις, εξαγγελίες, επιτροπές, αλλά στο τέλος της ημέρας τίποτα δεν αλλάζει. Το clawback παραμένει ως έχει, με μικρές “εκπτώσεις” που δεν αλλάζουν την ουσία.
Εμείς δεν ζητάμε προνόμια ζητάμε δικαιοσύνη. Ζητάμε να πληρωνόμαστε για τις υπηρεσίες που πραγματικά παρέχουμε. Θέλουμε έναν προϋπολογισμό που να αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Δεν γίνεται να έχεις ίδιο προϋπολογισμό εδώ και δέκα χρόνια, όταν στο μεταξύ έχουν αυξηθεί οι ασφαλισμένοι, οι ανάγκες πρόληψης και τα ιατρικά πρωτόκολλα.
«Η πρωτοβάθμια φροντίδα θα πάψει να είναι πραγματικά προσβάσιμη και τότε το κόστος για το σύστημα θα είναι πολύ μεγαλύτερο
Τι προτείνετε ως λύση; Υπάρχει εναλλακτικό μοντέλο χρηματοδότησης;
Βεβαίως υπάρχει. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για τις διαγνωστικές εξετάσεις, ώστε να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Δεν μπορεί το κράτος να υπολογίζει με νούμερα δεκαετίας 2010, όταν το σύστημα υγείας σήμερα εξυπηρετεί πολλαπλάσιους ανθρώπους.
Δεύτερον, χρειάζεται σωστός έλεγχος της συνταγογράφησης. Εμείς οι ίδιοι ζητάμε να μπει “κόφτης” στις αχρείαστες εξετάσεις, αλλά με επιστημονικά κριτήρια, όχι με οριζόντιες περικοπές. Θέλουμε αξιολόγηση, θέλουμε ηλεκτρονική διασύνδεση, θέλουμε διαφάνεια.
Τρίτον, πρέπει να εφαρμοστούν κίνητρα ποιότητας και πιστοποίησης. Τα εργαστήρια που τηρούν πρότυπα ISO, που επενδύουν σε νέο εξοπλισμό και προσωπικό, πρέπει να ανταμείβονται, όχι να τιμωρούνται.

Οι κινητοποιήσεις που προαναγγείλατε έχουν προκαλέσει ανησυχία στους πολίτες. Πώς απαντάτε σε όσους φοβούνται ότι θα μείνουν χωρίς πρόσβαση σε εξετάσεις;
Κατανοούμε πλήρως την ανησυχία των πολιτών. Οι κινητοποιήσεις μας δεν στρέφονται εναντίον τους γίνονται για αυτούς. Αν δεν αντιδράσουμε τώρα, σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχουν εργαστήρια να κάνουν εξετάσεις, ειδικά στην περιφέρεια. Ήδη βλέπουμε κλειστά μικροβιολογικά σε χωριά και επαρχιακές πόλεις. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να ταξιδεύουν δεκάδες χιλιόμετρα για μια απλή γενική αίματος. Αυτό δεν είναι δημόσια υγεία.
Η κινητοποίηση είναι ένα κραυγή αγωνίας, όχι απεργία πολυτελείας. Θέλουμε ένα βιώσιμο πλαίσιο λειτουργίας για να μπορούμε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε.
Πώς βιώνει ο μέσος εργαστηριακός γιατρός αυτή την πραγματικότητα;
Είναι μια καθημερινή μάχη. Ο εργαστηριακός γιατρός δεν είναι επιχειρηματίας με την έννοια του κέρδους είναι επιστήμονας, είναι λειτουργός. Έχει επενδύσει σε εξοπλισμό, προσωπικό, ενοίκια, αναλώσιμα, όλα σε συνθήκες μεγάλης ακρίβειας. Και στο τέλος του χρόνου μαθαίνει ότι θα του παρακρατηθεί το 50% των εσόδων του.
Δεν ξέρει αν θα μπορέσει να πληρώσει το προσωπικό του ή αν θα πρέπει να κλείσει. Αυτή η αβεβαιότητα σκοτώνει κάθε επαγγελματική προοπτική. Νέοι γιατροί εγκαταλείπουν τη χώρα ή δεν ανοίγουν καν εργαστήριο, γιατί βλέπουν ότι δεν υπάρχει βιωσιμότητα. Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν διαγνωστικά κέντρα εκτός μεγάλων πόλεων.
Υπάρχει ενότητα στον κλάδο γύρω από αυτή την προσπάθεια;
Απόλυτη. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, μικροί και μεγάλοι πάροχοι, μικροβιολόγοι, ακτινολόγοι, βιοπαθολόγοι, λειτουργούμε ενωμένοι. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαστηριακών Γιατρών εκπροσωπεί όλους και έχει λάβει ομόφωνες αποφάσεις. Αυτό δείχνει πόσο βαθιά και υπαρξιακή είναι η κρίση. Δεν πρόκειται για μια κλαδική διεκδίκηση· είναι ζήτημα επιβίωσης.
Ποια είναι τα επόμενα βήματά σας;
Ξεκινήσαμε με προειδοποιητικές κινητοποιήσεις και αναστολή εκτέλεσης παραπεμπτικών του ΕΟΠΥΥ. Αν δεν υπάρξει ανταπόκριση, θα κλιμακώσουμε. Δεν θέλουμε τη σύγκρουση, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Είμαστε πάντα διαθέσιμοι για διάλογο, όμως όχι για κοροϊδία. Θέλουμε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και δεσμεύσεις. Στο μεταξύ, ενημερώνουμε τους πολίτες, τους εξηγούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι δικό μας, αλλά του συστήματος. Καλούμε και τους άλλους ιατρικούς φορείς να σταθούν δίπλα μας, γιατί το clawback δεν αφορά μόνο τα εργαστήρια είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς παθογένειας του συστήματος υγείας. Αν είχατε απέναντί σας τον Υπουργό Υγείας, τι θα του λέγατε με μία φράση;
Θα του έλεγα: «Μην μας ζητάτε να πληρώνουμε για την υγεία των πολιτών. Δώστε μας τη δυνατότητα να προσφέρουμε χωρίς να χρεοκοπούμε.» Το κράτος έχει υποχρέωση να καλύπτει τις ανάγκες των ασφαλισμένων του. Εμείς έχουμε την υποχρέωση να παρέχουμε ποιοτική φροντίδα. Δεν γίνεται να συγχέονται οι ρόλοι.
Τι μήνυμα στέλνετε στους πολίτες που σας στηρίζουν;
Θέλω να τους ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι ο αγώνας μας είναι και δικός του. Μας σταματούν στον δρόμο, μας στέλνουν μηνύματα συμπαράστασης. Το καταλαβαίνουν γιατί το ζουν: όταν ένα εργαστήριο κλείνει, το πληρώνουν οι ίδιοι. Θέλω να τους διαβεβαιώσω ότι δεν θα εγκαταλείψουμε. Θα αγωνιστούμε με ενότητα, υπευθυνότητα και αξιοπρέπεια, μέχρι να βρεθεί δίκαιη λύση. Η υγεία δεν είναι νούμερα· είναι άνθρωποι, οικογένειες, κοινωνία. Και δεν θα επιτρέψουμε να χαθεί αυτό το δικαίωμα.





