Όταν το σχολείο και γειτονιά γίνονται πεδίο άγριας συγκρουσιακής συμπεριφοράς
Την 27η Οκτωβρίου, η ηρεμία μιας καθημερινής σχολικής ημέρας στην Ξάνθη διακόπηκε από ένα περιστατικό που φέρνει στο φως μια ανησυχητική πραγματικότητα για τη νεολαία της χώρας. Ένας 15χρονος μαθητής έπεσε θύμα προμελετημένης επίθεσης από ομάδα συνομηλίκων του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της μητέρας του, ο νεαρός δέχθηκε τηλεφωνικές κλήσεις από συμμαθήτριες του, που του ζήτησαν να εμφανιστεί σε συγκεκριμένο σημείο στο κέντρο της πόλης.
Από την Ξάνθη στην υπόλοιπη Ελλάδα, περιστατικά όπως ο ξυλοδαρμός ενός 15χρονου αποκαλύπτουν την ανησυχητική αύξηση της βίας στους εφήβους και την υποβόσκουσα διάσταση του ρατσισμού
Εκεί, συνάντησε έναν συνομήλικό του, που φάνηκε φιλικός, για να εμφανιστεί ξαφνικά ένα αυτοκίνητο και να ξεκινήσει ένας άγριος ξυλοδαρμός. Το παιδί δέχθηκε συνεχόμενες γροθιές στο πρόσωπο, έπεσε στο έδαφος και συνέχισαν να τον κλωτσούν στο κεφάλι. Η επέμβαση ενός γείτονα που απείλησε να καλέσει την αστυνομία αποδείχθηκε σωτήρια. Το περιστατικό καταδεικνύει όχι μόνο τη βία που υφίστανται οι έφηβοι από τους συνομηλίκους τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική και σχολική πίεση μπορεί να ενισχύσει επιθετικές συμπεριφορές.
Γράφει η Έννη Λεβέντη από την «Πολιτεία Θεσσαλών» Κυριακή16 Νοεμβρίου 2025

Σύμφωνα με τη μητέρα του 15χρονου, η επίθεση δεν περιορίστηκε σε σωματική βία. Τις πρώτες ώρες στο νοσοκομείο, ο γιος της δέχθηκε ειρωνικά μηνύματα από τα ίδια παιδιά που είχαν εμπλακεί στην επίθεση, με φράσεις όπως «Έφαγες ξύλο, αγόρι μου;». Η μητέρα υποστηρίζει ότι η αιτία πίσω από την επίθεση ήταν ζήλια και προσωπικές διαφορές, με θολές διαστάσεις που υπογραμμίζουν τη σύνθετη φύση των εφηβικών συγκρούσεων. Το περιστατικό καταγράφηκε ως τυπικό παράδειγμα του πώς η κοινωνική πίεση, οι προσωπικές διαφορές και ο ανταγωνισμός μπορούν να μετατραπούν σε βία, ειδικά όταν συνυπάρχουν με τον παράγοντα του ρατσισμού ή της προκατάληψης.
Η Ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια έχει δει μια αύξηση των περιστατικών βίας μεταξύ ανηλίκων. Τα σχολεία, οι δρόμοι και οι πλατείες δεν είναι πλέον ασφαλείς μόνο από φυσικούς κινδύνους αλλά και από τη βία που εκδηλώνεται μεταξύ των νέων. Ειδικοί στην παιδική και εφηβική ψυχολογία εξηγούν ότι η έλλειψη επικοινωνίας, η επιρροή των κοινωνικών δικτύων και η τάση για επιβολή μέσα στην ομάδα αποτελούν βασικούς παράγοντες που οδηγούν σε τέτοια περιστατικά.
Η βία δεν είναι πάντοτε τυφλή· συχνά έχει στοχευμένο χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση του 15χρονου στην Ξάνθη, όπου η συνωμοσία και η προμελετημένη δράση έδειξαν μια οργανωμένη διάσταση.
Πέρα από την προφανή σωματική βλάβη, η ψυχολογική επίπτωση στα θύματα είναι σημαντική. Οι νέοι που πέφτουν θύματα επιθέσεων συχνά βιώνουν φόβο, ανασφάλεια και κοινωνική απομόνωση. Η διαρκής υποβάθμιση της αυτοεκτίμησης μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση, άγχος, ακόμη και κατάθλιψη. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί συχνά μένουν αβοήθητοι μπροστά σε αυτά τα φαινόμενα, χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Το μήνυμα που φέρνει η οικογένεια του 15χρονου είναι σαφές: η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να αποτρέψει την τραγωδία.

Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από τέτοια περιστατικά είναι η υποβόσκουσα διάσταση του ρατσισμού ή της πολιτισμικής προκατάληψης. Στην περίπτωση της Ξάνθης, η μητέρα του παιδιού αναφέρει ότι ένας από τους δράστες ήταν νεαρός μουσουλμάνος και ότι οι συγκρούσεις ενδέχεται να είχαν θολές εθνοκοινωνικές διαστάσεις. Χωρίς να υπεραπλουστεύουμε ή να στιγματίζουμε, η πραγματικότητα είναι ότι η εθνοτική ή θρησκευτική ταυτότητα συχνά προστίθεται σε παράγοντες όπως η ζήλια, η κοινωνική πίεση ή η επιθυμία επιβολής, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα για τους νέους.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι η πρόληψη τέτοιων φαινομένων δεν αφορά μόνο την προστασία των θυμάτων αλλά και τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας ανεκτικότητας και αλληλεγγύης στα σχολεία και στις γειτονιές.

Στην Ελλάδα, η επίσημη στατιστική εικόνα της βίας μεταξύ ανηλίκων είναι συχνά υποεκτιμημένη. Πολλά περιστατικά δεν καταγγέλλονται, είτε λόγω φόβου είτε λόγω κοινωνικής πίεσης. Τα θύματα συχνά ντρέπονται ή φοβούνται αντίποινα, ενώ οι γονείς δεν γνωρίζουν πάντοτε την πραγματική έκταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους. Μελέτες δείχνουν ότι οι συγκρούσεις στους εφήβους μπορεί να ξεκινούν από αστεία ή υποτιμητικά σχόλια στα social media και να κλιμακώνονται σε σωματική βία, σε ένα περιβάλλον όπου η επιβεβαίωση της δύναμης και της υπεροχής θεωρείται κοινωνικά αποδεκτή ή ακόμα και απαραίτητη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή που περιγράφεται,
η εθνοτική ή θρησκευτική ταυτότητα μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας έντασης, ενώ η πρόληψη απαιτεί συνεργασία οικογένειας, σχολείου και κοινωνίας για την προώθηση ανεκτικότητας και σεβασμού στη διαφορετικότητα
Η εκπαιδευτική κοινότητα καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας. Οι καθηγητές και οι διευθυντές σχολείων πρέπει να εντοπίζουν έγκαιρα σημάδια επιθετικής συμπεριφοράς, ενώ τα προγράμματα κοινωνικής αγωγής μπορούν να διδάξουν στους μαθητές δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων χωρίς βία. Επιπλέον, η συνεργασία με ειδικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς μπορεί να προσφέρει στα παιδιά ένα ασφαλές περιβάλλον για να εκφράσουν τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Η κοινωνία στο σύνολό της πρέπει να αναγνωρίσει ότι η βία δεν είναι απλώς μια «φάση» της εφηβείας αλλά ένα πρόβλημα που μπορεί να αφήσει μόνιμα τραύματα σε θύματα και θύτες.
Το περιστατικό της Ξάνθης αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για νομική και κοινωνική ευαισθητοποίηση. Η μητέρα του 15χρονου κατέθεσε μήνυση, ελπίζοντας ότι οι δράστες θα βρεθούν και θα λογοδοτήσουν. Το νομικό πλαίσιο για τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων υπάρχει, αλλά η εφαρμογή του απαιτεί συνεργασία μεταξύ οικογένειας, σχολείου και αρχών. Κάθε καθυστέρηση ή αδράνεια μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση ατιμωρησίας και να οδηγήσει σε επανάληψη τέτοιων περιστατικών.
Η κοινωνική διάσταση του ζητήματος δεν περιορίζεται μόνο στην επιμέρους βία αλλά επεκτείνεται στην αντιμετώπιση της διαφορετικότητας. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η κατανόηση των πολιτισμικών διαφορών και η προώθηση της ανεκτικότητας αποτελούν κεντρικούς άξονες για την πρόληψη συγκρούσεων που περιλαμβάνουν στοιχεία ρατσισμού ή θρησκευτικής προκατάληψης. Η εκπαίδευση των νέων σε αξίες όπως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και ο διάλογος μπορεί να περιορίσει τις εντάσεις και να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις.
Η έρευνα για τη βία στην εφηβεία δείχνει ότι υπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες που την ενισχύουν: η οικογενειακή ανασφάλεια, η κοινωνική πίεση, η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ανάγκη επιβεβαίωσης μέσα στην ομάδα και η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος. Όταν αυτά τα στοιχεία συνδυάζονται με πολιτισμικές ή θρησκευτικές εντάσεις, η πιθανότητα σοβαρής σύγκρουσης αυξάνεται σημαντικά. Για το λόγο αυτό, η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί πολυεπίπεδη προσέγγιση, που περιλαμβάνει κοινωνική, εκπαιδευτική και νομική δράση.
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ευρώπης, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια γενικότερη κοινωνική τάση: την αύξηση της επιθετικότητας μεταξύ των νέων. Περιστατικά όπως αυτό στην Ξάνθη δεν είναι μεμονωμένα. Άλλα περιστατικά βίας σε σχολεία, πλατείες ή γειτονιές καταγράφονται καθημερινά, αποκαλύπτοντας μια ανησυχητική διάσταση της σύγχρονης νεολαίας.
Η κοινωνία πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την πρόληψη και την αντιμετώπισή τους, διότι η σιωπή ή η αδιαφορία ενθαρρύνει την επανάληψη της βίας και θέτει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική υγεία των νέων.
Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η αντιμετώπιση της βίας στους νέους δεν αφορά μόνο τα θύματα αλλά απαιτεί ενεργή συμμετοχή της οικογένειας, του σχολείου, των κοινωνικών υπηρεσιών και των αρχών, ώστε να δημιουργηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον όπου η βία και η προκατάληψη δεν θα έχουν χώρο
Στην καρδιά της πρόληψης βρίσκεται η οικογένεια. Οι γονείς καλούνται να παρατηρούν τις αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών τους, να ενισχύουν την επικοινωνία και να ενθαρρύνουν την έκφραση συναισθημάτων χωρίς φόβο ή ντροπή. Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση πρέπει να αναπτύσσει δεξιότητες κοινωνικής επίλυσης συγκρούσεων, προάγοντας την κατανόηση και τη συνεργασία μεταξύ των μαθητών. Οι δράσεις αυτές μπορούν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου η διαφορετικότητα γίνεται πηγή εμπλουτισμού και όχι αφορμή βίας.
Η προληπτική αντιμετώπιση δεν περιορίζεται στη φυσική ασφάλεια αλλά επεκτείνεται στη διαχείριση των ψηφιακών χώρων. Τα social media συχνά αποτελούν πεδίο εκδήλωσης βίας μέσω εκφοβισμού, ειρωνείας και διάδοσης ψευδών πληροφοριών. Οι νέοι, που περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας τους στο διαδίκτυο, συχνά βιώνουν επιθετικές συμπεριφορές που μπορεί να επηρεάσουν την καθημερινότητά τους και την ψυχολογική τους ισορροπία. Η εκπαίδευση σε δεξιότητες ψηφιακής ευγένειας και η ενίσχυση της επίγνωσης των συνεπειών της βίας online αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους για την πρόληψη της συνολικής επιθετικής συμπεριφοράς.
Το περιστατικό της Ξάνθης, πέρα από την τοπική του διάσταση, αποτελεί καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τη βία μεταξύ νέων. Η ανάγκη για ενίσχυση της ενημέρωσης, της πρόληψης και της κοινωνικής ευαισθητοποίησης είναι πλέον επείγουσα. Η συνεργασία σχολείου, οικογένειας, κοινωνικών υπηρεσιών και νομικών φορέων μπορεί να περιορίσει την έκταση των περιστατικών και να διασφαλίσει ένα ασφαλές περιβάλλον για όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκείας.
Η ιστορία του 15χρονου από την Ξάνθη δεν πρέπει να ληφθεί μόνο ως μεμονωμένο περιστατικό αλλά ως κλήση αφύπνισης για ολόκληρη την κοινωνία.
Η βία μεταξύ νέων, σε συνδυασμό με στοιχεία ρατσισμού ή προκατάληψης, είναι μια πραγματικότητα που απαιτεί ενεργή αντιμετώπιση, συνεχείς δράσεις πρόληψης και κυρίως μια κουλτούρα όπου η διαφορετικότητα δεν φοβίζει αλλά εμπλουτίζει. Το μήνυμα προς την κοινωνία είναι σαφές: μόνο μέσα από την προληπτική και συλλογική δράση μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου οι νέοι θα μεγαλώνουν με ασφάλεια, σεβασμό και αλληλεγγύη, μακριά από τη βία που απειλεί να διαβρώσει τις σχέσεις τους και το μέλλον τους.











