Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να κινείται με αξιοσημείωτη ορμή. Τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία καταγράφουν μια δυναμική πορεία, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η κατανάλωση διατηρείται, οι επενδύσεις ενισχύονται και οι δείκτες ανεργίας υποχωρούν.
Ωστόσο, μέσα στο δωμάτιο παραμένουν οι γνωστοί «ελέφαντες». Ένα βαρύ δημόσιο χρέος, η παραγωγικότητα που δεν ακολουθεί τον ρυθμό των μισθών και μια κοινωνική βάση που, αν και πιο σταθερή, παραμένει εύθραυστη.
Ο πρώτος ελέφαντας: το χρέος που δεν έφυγε ποτέ
Μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής πειθαρχίας, η Ελλάδα εξακολουθεί να φέρει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως το 2025 το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 146,6% του ΑΕΠ, μειούμενο μεν από τα 152% του 2024, αλλά μακριά ακόμη από τα επίπεδα ασφάλειας. Παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται στο 2,1% του ΑΕΠ, η σχέση χρέους-ΑΕΠ παραμένει εύθραυστη, ιδιαίτερα σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
Η μείωση του ποσοστού δεν είναι αμελητέο επίτευγμα. Όμως, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης υπολείπεται του κόστους εξυπηρέτησης, το χρέος μετατρέπεται σε δομικό προβλημα. Το «δημοσιονομικό περιθώριο» δεν είναι πια ζήτημα δημοσιονομικής αρετής, αλλά ζήτημα ρυθμού μεταβολής του παραγωγικού μοντέλου.
Ο δεύτερος ελέφαντας: παραγωγικότητα χωρίς κατεύθυνση
Η άλλη, ίσως πιο ύπουλη, πηγή προβληματισμού είναι αυτή της παραγωγικότητας. Παρά την αύξηση των ονομαστικών μισθών, περίπου 5,4% το 2024 κατά Ο.Ο.Σ.Α, η παραγωγή ανά ώρα εργασίας παραμένει σχεδόν 30% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο 56% του μέσου όρου της ΕΕ, ένα χάσμα που επιμένει.
Η ανισορροπία αυτή δημιουργεί πολλά παράδοξα, όπως είναι οι μισθολογικές αυξήσεις που δεν μεταφράζονται σε αντίστοιχη βελτίωση ανταγωνιστικότητας, οι επενδύσεις που παραμένουν συγκεντρωμένες σε περιορισμένους τομείς υψηλής απόδοσης και μια οικονομία που αναπτύσσεται σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων, αλλά όχι ποιοτικά. Το ζήτημα δεν είναι απλώς ποσοτικό, είναι θεσμικό, οργανωτικό, σχεδόν πολιτισμικό. Η ελληνική παραγωγικότητα μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια παρατεταμένη φάση «μεταβατικής ωριμότητας», όπου παρατηρείται μια άνιση προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες.
Ο τρίτος ελέφαντας: η σιωπηλή κοινωνική ανισότητα
Σε ένα επίπεδο λιγότερο μετρήσιμο, η κοινωνική συνοχή παραμένει ανοιχτή πληγή. Έκθεση της EuroHealthNet δείχνει ότι οι ανισότητες στην υγεία και ειδικά στην ψυχική φροντίδα διευρύνονται. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες όπου τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα έχουν τις μεγαλύτερες «μη εξυπηρετούμενες ανάγκες» ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μόλις ένας στους τρεις ανθρώπους με κατάθλιψη λαμβάνει επαρκή θεραπεία.
Οι αριθμοί αυτοί μπορεί να μοιάζουν άσχετοι με τη μακροοικονομία, αλλά στην πραγματικότητα ορίζουν τα όριά της. Η κοινωνική ανισότητα δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό πρόβλημα, αλλά και αναπτυξιακό. Μια κοινωνία με μειούμενη εμπιστοσύνη, επιβαρυμένη ψυχικά και οικονομικά, δεν μπορεί να παράγει διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Το παράδοξο της κανονικότητας
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας του 2025 είναι, με μια πρώτη ματιά, αυτή της «κανονικότητας». Η ανεργία υποχωρεί γύρω στο 8%, οι επενδύσεις αυξάνονται, τα δημόσια οικονομικά βελτιώνονται. Όμως, η κανονικότητα αυτή στηρίζεται σε λεπτή ισορροπία, καθώς συντηρείται ένας ρυθμός ανάπτυξης χωρίς ουσιαστική αύξηση παραγωγικότητας, με ένα δημόσιο χρέος που απομειώνεται αργά και με κοινωνικές αντιθέσεις που δεν θεραπεύονται.
Στην πράξη, η ελληνική οικονομία ζει ανάμεσα σε δύο φάσεις. Μια όπου οι δείκτες δείχνουν πρόοδο, και μια μεσοπρόθεσμη, όπου οι δομές μένουν πίσω. Είναι η γνωστή ιστορία της χώρας που τα καταφέρνει, αλλά πάντα κάτι εκκρεμεί.
Και οι υπόλοιποι ελέφαντες;
Αν οι παραπάνω τρεις είναι οι πιο ορατοί, υπάρχουν και άλλοι, εξίσου σημαντικοί. Η αργή δικαιοσύνη, η βραδυπορία στη δημόσια διοίκηση, η υπερ-εξάρτηση από την κατανάλωση. Κάθε ένας λειτουργεί σαν βάρος που δεν φαίνεται στις στατιστικές, αλλά καθορίζει το πού μπορεί να φτάσει η χώρα.
Η Ελλάδα του 2025, πράγματι, δεν θυμίζει την Ελλάδα του 2015 – ούτε του 2009. Αλλά αν ο στόχος είναι μια οικονομία βιώσιμη, ανταγωνιστική και κοινωνικά συνεκτική, τότε το ερώτημα παραμένει: πόσους ελέφαντες μπορούμε να αγνοούμε προτού σπάσει το πάτωμα του δωματίου;
Πηγή: ot.gr





