Ρεσιτάλ αυθαιρεσίας από τις υπηρεσίες του ΕΟΠΥΥ, με παράνομες αποφάσεις!
Ο ΕΟΠΥΥ, με τις αποφάσεις της 29ης Απριλίου και της 4ης Νοεμβρίου 2025, περιόρισε αυθαίρετα και αναδρομικά την πρόσβαση χιλιάδων ατόμων με αναπηρία στα Κέντρα Διημέρευσης Ημερήσιας Φροντίδας (ΚΔΗΦ), παρακάμπτοντας την ισχύουσα Υπουργική Απόφαση που ορίζει ρητά τους δικαιούχους. Πρόκειται για πράξη χωρίς νομική βάση, που ουσιαστικά ακυρώνει τον νόμο στην πράξη και πλήττει τα δικαιώματα των πιο ευάλωτων πολιτών

Η ελληνική κοινωνία, σε μια περίοδο που η ευαισθησία για τα δικαιώματα των ανθρώπων
με αναπηρία θα έπρεπε να βρίσκεται στο ζενίθ, γίνεται μάρτυρας μιας πρωτοφανούς διοικη
τικής αυθαιρεσίας από τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Μόλις
λίγους μήνες μετά την έκδοση μιας απόφασης που προκάλεσε κύμα αντιδράσεων και οργής,
ο οργανισμός επανέρχεται με νέα οδηγία στις 4 Νοεμβρίου 2025, επαναδιατυπώνοντας
κατά τρόπο που μόνο ως ομολογία κοινωνικού εγκλήματος μπορεί να εκληφθεί την προηγού
μενη, παράνομη και καταχρηστική απόφασή του της 29ης Απριλίου 2025.
Γράφει η Έννη Λεβέντη από την «Πολιτεία Θεσσαλών» Κυριακή 9 Νοεμβρίου
Η απόφαση της 29ης Απριλίου είχε ήδη προκαλέσει σοκ: σχεδόν οι μισοί ωφελούμενοι,
ανάπηροι συμπολίτες μας σε όλη την Ελλάδα, βρέθηκαν εκτός των υπηρεσιών των Κέντρων
Διημέρευσης Ημερήσιας Φροντίδας (ΚΔΗΦ) εν μία νυκτί. Κέντρα τα οποία για δεκαετίες
αποτελούν πραγματικές «οάσεις» για τη ζωή και τη θεραπευτική υποστήριξη των ανθρώπων με
αναπηρία, από τη μία στιγμή στην άλλη έγιναν απροσπέλαστα για χιλιάδες οικογένειες και φρο
ντιστές. Η απόφαση αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας αλλαγής στη νομοθεσία ή των λειτουρ
γικών προδιαγραφών των ΚΔΗΦ. Αντίθετα, η αυθαιρεσία ήταν πλήρης και εντελώς αναίτια,
με αναδρομική ισχύ από τις αρχές του 2025 (10/2/2025), στερώντας δικαιώματα που μέχρι
τότε θεωρούνταν δεδομένα και αναφαίρετα. Κι όμως, εδώ εντοπίζεται η πιο εξοργιστική πτυχή της υπόθεσης: το άρθρο 3 της ισχύουσας Υπουργικής Απόφασης – που ορίζει ρητά τους ωφελούμενους των ΚΔΗΦ και το πλαίσιο πρόσβασής τους – παραμένει πλήρως εν ισχύ και ουδέποτε τροποποιήθηκε ή ανακλήθηκε.



Παρ’ όλα αυτά, ο ΕΟΠΥΥ, κατά τρόπο προκλητικά αυθαίρετο και καταχρηστικό, “ακυρώνει”
στην πράξη την ίδια την υπουργική απόφαση, εφαρμόζοντας τα δικά του ερμηνευτικά κριτήρια, κατά το δοκούν! Μια διοικητική συμπεριφορά που γεννά εύλογα ερωτήματα για το πώς ένας οργανισμός που υποτίθεται ότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, καταλήγει να δρα σε βάρος των πιο ευάλωτων πολιτών, παρακάμπτοντας το ίδιο το νομικό πλαίσιο στο οποίο οφείλει να υπακούει. Η κοινωνική κατακραυγή που ακολούθησε δεν άργησε να φανεί. Οργισμένοι γονείς, φροντιστές, σύλλογοι και φορείς υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία αντέδρασαν έντονα, καταγγέλλοντας την πρακτική του ΕΟΠΥΥ ως αυθαίρετη και εξοντωτική.
Δεν πρόκειται απλώς για μια γραφειοκρατική αστοχία· πρόκειται για μια πρακτική που αγγίζει τα όρια του κοινωνικού εγκλήματος, καθώς η πρόσβαση σε ΚΔΗΦ αποτελεί για πολλούς ανάπηρους συμπολίτες μας ζήτημα ουσίας για την καθημερινότητά τους, την κοινωνική τους
ένταξη και την ψυχοσωματική τους υγεία.
Η νέα απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2025, αντί να διορθώσει τα λάθη, φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως ομολογία του προηγούμενου σφάλματος. Παρά τις διαβεβαιώσεις και τις
δημόσιες ανακοινώσεις για τη διόρθωση των αυθαιρεσιών, το μελάνι στις κατευθυνόμενες
οδηγίες των διευθύνσεων του ΕΟΠΥΥ δεν έχει ακόμη στεγνώσει, αλλά η κοινωνία ήδη μετράει
το κόστος της διοικητικής αδιαφορίας. Οι πολίτες που πλήττονται απευθύνουν κραυγές αγωνίας για το πώς θα εξασφαλίσουν την καθημερινή φροντίδα και υποστήριξη που δικαιούνται, ενώ
οι δομές που καλούνται να υποστηρίξουν τους ωφελούμενους δέχονται πίεση και αβεβαιότητα
για τη λειτουργία τους.
Η κατάσταση αποκτά δραματική διάσταση, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι αποφάσεις αυτές
δεν αφορούν λίγες δεκάδες ανθρώπων, αλλά χιλιάδες συμπολίτες που εξαρτώνται από
τις υπηρεσίες των ΚΔΗΦ. Πρόκειται για ένα πλήγμα που συνθλίβει οικογένειες, μειώνει την
ποιότητα ζωής των ανθρώπων με αναπηρία και επιβαρύνει τους φροντιστές τους. Το πρόβλημα,
μάλιστα, δεν είναι μόνο κοινωνικό· είναι και νομικό. Η αυθαίρετη εφαρμογή αναδρομικών
αποφάσεων χωρίς νομοθετική κάλυψη θέτει τον οργανισμό σε νομικό κίνδυνο, καθώς ανοίγει
το δρόμο για προσφυγές και καταγγελίες στα αρμόδια δικαστήρια.
Τα ΚΔΗΦ αποτελούν κρίσιμες δομές που συνδέουν την ιατρική και κοινωνική φροντίδα με την
καθημερινή ζωή των ατόμων με αναπηρία. Εκεί παρέχεται όχι μόνο θεραπεία και αποκατάσταση,
αλλά και κοινωνική ένταξη, ψυχοκοινωνική υποστήριξη και δημιουργική απασχόληση. Η απόφαση
του ΕΟΠΥΥ να αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτές τις δομές αναδρομικά και χωρίς αιτιολόγηση συνιστά μια πρωτοφανή επίθεση στο δικαίωμα των ανθρώπων με αναπηρία στη φροντίδα και την αξιοπρέπεια. Ταυτόχρονα, η εικόνα που παρουσιάζει ο ΕΟΠΥΥ ενισχύει την αίσθηση ενός οργανισμού που λειτουργεί χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία. Οι πολίτες βλέπουν τον ίδιο οργανισμό να εκδίδει αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους μέσα σε λίγους μήνες, χωρίς καμία συμμετοχή ή διαβούλευση με τους συλλογικούς φορείς που εκπροσωπούν τα άτομα με αναπηρία. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας αίσθησης ανασφάλειας και ανησυχίας, που πλήττει την εμπιστοσύνη στο
δημόσιο σύστημα υγείας και στις υπηρεσίες του. Επιπλέον, η κοινωνική διάσταση του ζητήματος
είναι εξίσου ανησυχητική.
Ο αποκλεισμός χιλιάδων ωφελούμενων από τις ΚΔΗΦ δεν αφορά μόνο τις ίδιες τις υπηρεσίες, αλλά επηρεάζει ολόκληρη την κοινότητα. Οι οικογένειες αναγκάζονται να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες συχνά είναι ιδιωτικές και επιβαρύνουν οικονομικά, ενώ οι φροντιστές βρίσκονται αντιμέτωποι με διλήμματα ανάμεσα στην εργασία, την προσωπική τους ζωή και τη φροντίδα των δικών τους ανθρώπων. Η αυθαιρεσία του ΕΟΠΥΥ, έτσι, γίνεται πολλαπλώς επώδυνη και συντριπτική για την κοινωνία. Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, η προστασία των πιο ευάλωτων πολιτών δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διάθεση μιας διοίκησης.
Η περίπτωση του ΕΟΠΥΥ καταδεικνύει την ανάγκη για άμεση παρέμβαση από τις αρμόδιες αρχές, για ενδελεχή έλεγχο των διαδικασιών και για διασφάλιση ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με πλήρη νομιμότητα, διαφάνεια και σεβασμό στα δικαιώματα των πολιτών. Κάθε άλλη στάση συνιστά κοινωνική αμέλεια και παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάσταση με τις αποφάσεις του ΕΟΠΥΥ είναι ένα καμπανάκι για όλους: δείχνει ότι η προστασία των αναπήρων συμπολιτών μας δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Χρειάζονται ξεκάθαροι κανόνες, διαφάνεια και συμμετοχή των φορέων εκπροσώπησης των ατόμων με αναπηρία, ώστε να μην επαναλαμβάνονται φαινόμενα όπως αυτά που βιώνουμε σήμερα.
Ο σύγχρονος Καιάδας δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί εντός του δημόσιου συστήματος υγείας· η κοινωνία απαιτεί και δικαιούται σεβασμό, νομιμότητα και αξιοπρέπεια για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως αναπηρίας. Στην τελική ανάλυση, η αναδρομική και αυθαίρετη εφαρμογή αποφάσεων που επηρεάζουν ανθρώπινες ζωές δεν είναι απλώς διοικητική αστοχία· είναι κοινωνικό αδίκημα. Και όσο η κοινωνία παρακολουθεί, τόσο περισσότερο καθίσταται σαφές ότι η επαναδιατύπωση της απόφασης της 4ης Νοεμβρίου 2025 δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να θεραπεύσει τις συνέπειες των προηγούμενων ενεργειών. Ο ΕΟΠΥΥ καλείται πλέον να δείξει έμπρακτα ότι οι αποφάσεις του σέβονται την ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα των πιο ευάλωτων πολιτών μας, πριν η ζημιά γίνει ανεπανόρθωτη.
Πετσοκόβουν καταχρηστικά και τα ΚΑΑ με claw back 45%!
Σε αδιέξοδο τα Κέντρα Αποκατάστασης – Ερωτήματα για τη νομιμότητα των αποφάσεων του ΕΟΠΥΥ – Όταν το κράτος γυρίζει την πλάτη στους πιο ευάλωτους


Τελικά είναι απορίας άξιο αν ο Υπουργός Υγείας της χώρας εποπτεύει πραγματικά,
όπως οφείλει, τον μεγαλύτερο ασφαλιστικό οργανισμό της Ελλάδας και των Βαλκανίων,
ή αν το «αποφασίζω και διατάζω» έχει γίνει η επωδός της κεντρικής διοίκησης του ΕΟΠΥΥ.
Διότι, ενώ ακόμα δεν έχει κοπάσει ο σάλος από την απάνθρωπη και πολύμηνη απόφα
ση του Οργανισμού να αποκλείσει χιλιάδες ανάπηρους συμπολίτες μας από τις δομές των
Κέντρων Διημέρευσης Ημερήσιας Φροντίδας (ΚΔΗΦ), έρχεται τώρα και η δεύτερη πράξη
του ίδιου έργου, αυτή τη φορά εις βάρος των Κέντρων Αποκατάστασης και Αποθεραπείας.
Οι συγκεκριμένες δομές, που αποτελούν κρίσιμο πυλώνα του συστήματος αποκατάστα
σης στη χώρα μας, εξυπηρετούν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες με κινητικά
προβλήματα, χρόνιες παθήσεις ή βαριές αναπηρίες. Στις εγκαταστάσεις τους παρέχονται
νοσηλείες, φυσικοθεραπείες, εργοθεραπείες, λογοθεραπείες και ένα πλήθος υπηρεσιών
που το δημόσιο σύστημα υγείας, μέχρι σήμερα, αδυνατεί να προσφέρει σε ανάλογη
κλίμακα. Παρ’ όλα αυτά, η Πολιτεία δείχνει να αγνοεί επιδεικτικά τη σημασία τους και
το γεγονός ότι αντίστοιχες δημόσιες δομές πρακτικά δεν υπάρχουν.
Είναι γνωστό εδώ και χρόνια πως τα Κέντρα Αποκατάστασης λειτουργούν υπό το βάρος
ενός άδικου, παράλογου και αναιτιολόγητου μηχανισμού οικονομικής επιστροφής — του
γνωστού claw back — που αφαιρεί τεράστια ποσά από τις διεκδικήσεις τους. Το ποσοστό
αυτό, μεσοσταθμικά, ξεπερνά το 30% επί των αιτούμενων δαπανών, γεγονός που έχει
καταστήσει την οικονομική τους επιβίωση εξαιρετικά δύσκολη.
Αντί, λοιπόν, το κράτος να μεριμνήσει για ενίσχυση του προϋπολογισμού τους και να μειώσει αυτό το ληστρικό ποσοστό που ροκανίζει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αποκατάστασης, ήρθε ο ΕΟΠΥΥ
να δώσει τη χαριστική βολή. Το πλέον παρανοϊκό σε αυτή την υπόθεση είναι ότι ο Εθνικός Οργανισμός για την Υγεία των Ελλήνων ασφαλισμένων, αντί να πράξει το αυτονόητο
να προχωρήσει δηλαδή σε ορθό επιμερισμό της συνολικής δαπάνης του προϋπολογισμού
μεταξύ των κύριων και υποκατηγοριών που αφορούν τους βαρέως πάσχοντες ασθενείς
αποφάσισε να αυξήσει εν γνώσει του το ποσοστό claw back για τους παρόχους των Κέντρων Αποκατάστασης κατά δέκα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε έναν μήνα! Έτσι,
από τον πληρωτέο μήνα Ιούλιο του 2025, το claw back εκτοξεύτηκε από το ήδη υπέρογκο
35% στο εξωφρενικό 45%, οδηγώντας τις δομές στην οικονομική ασφυξία. Η απόφαση
αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα ανάγκης, αλλά μιας λανθασμένης ή, όπως καταγγέλλουν
πολλοί, αυθαίρετης διαχείρισης.
Η Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού του ΕΟΠΥΥ όφειλε, καθώς γνώριζε πολύ καλά τη διαθεσιμότητα των κονδυλίων, να μεταφέρει τουλάχιστον 2 εκατομμύρια ευρώ από την υποκατηγορία των βαρέως πασχόντων ασθενών στην κύριακατηγορία των Κέντρων Αποκατάστασης,
σύμφωνα με τα όσα ορίζει η ίδια η υπουργική απόφαση του Υπουργείου Υγείας. Αντί, όμως,
να το πράξει, εξέδωσε ορθή επανάληψη της απόφασης με διαφορά μόλις μιας ημέρας
μια ενέργεια που προκάλεσε θυμηδία αλλά και οργή στους παρόχους με αποτέλεσμα να
αυξήσει το claw back από 35% σε 45%. Το ερώτημα που γεννάται είναι απλό αλλά καθοριστικό: γνώριζε ο Υπουργός Υγείας για αυτή την ενέργεια; Κι αν τη γνώριζε, τι μέτρα προτίθεται να λάβει; Διότι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν αποτελεί απλή διοικητική απόφαση· συνιστά, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, παράβαση νόμου και σαφή παραβίαση υπουργικής απόφασης, αυτής του ίδιου του
Υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη.
Η λογική υπαγορεύει πως, είτε ενήργησε αυτόβουλα ο Διευθυντής της Διεύθυνσης
Στρατηγικού Σχεδιασμού του ΕΟΠΥΥ είτε εκτέλεσε άνωθεν εντολές, είναι σε κάθε περί
πτωση υπόλογος. Όταν ένα δημόσιο όργανο τροποποιεί μονομερώς οικονομικά δεδομένα
που αφορούν την επιβίωση κρίσιμων υγειονομικών δομών, χωρίς να τηρεί τη νόμιμη
διαδικασία και χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του, η ευθύνη δεν μπορεί να
μετακυλιστεί στους τεχνοκράτες ή να χαθεί στη γραφειοκρατία. Είναι ευθύνη της ηγεσίας,
πολιτικής και διοικητικής, να ελέγξει και να διορθώσει το σφάλμα. Αντί, ωστόσο, να υπάρξει διορθωτική παρέμβαση, το κλίμα που επικρατεί είναι αυτό της σιωπής.
Ο ΕΟΠΥΥ δεν έχει δώσει σαφείς εξηγήσεις για τους λόγους που οδήγησαν στην αύξηση του claw back, ούτε έχει προβεί σε επίσημη ανακοίνωση σχετικά με τη μη μεταφορά των 2 εκατομμυρίων ευρώ που θα μπορούσαν να είχαν εξομαλύνει την κατάσταση. Το Υπουργείο Υγείας, από την άλλη,
φαίνεται να παρακολουθεί αμέτοχο, σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι οι συγκεκριμένες απο
φάσεις υπονομεύουν την ίδια τη λειτουργία του συστήματος αποκατάστασης στη χώρα.
Οι συνέπειες είναι ήδη ορατές. Κέντρα Αποκατάστασης ανά την επικράτεια βρίσκονται
στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης.
Οι καθυστερήσεις πληρωμών, οι αυξημένες περικοπές και το νέο κύμα claw back οδηγούν πολλά από αυτά σε αδυναμία κάλυψης βασικών λειτουργικών εξόδων. Οι εργαζόμενοι βιώνουν ανασφάλεια, οι ασθενείς ανησυχούν για τη συνέχεια των θεραπειών τους, και οι διοικήσεις των δομών κάνουν λόγο για μια κατάσταση που σύντομα θα γίνει μη αναστρέψιμη. Είναι σαφές ότι το πρόβλημα δεν
είναι μόνο λογιστικό. Είναι βαθιά πολιτικό και κοινωνικό. Οι Κέντρα Αποκατάστασης
δεν είναι επιχειρήσεις πολυτελείας· είναι η ραχοκοκαλιά της μετανοσοκομειακής φρο
ντίδας. Εξυπηρετούν ανθρώπους που έχουν υποστεί τροχαία, εγκεφαλικά επεισόδια, κα
κώσεις νωτιαίου μυελού, νευρολογικές και μυοσκελετικές παθήσεις, και προσφέρουν
τη δυνατότητα επανένταξης και αυτονομίας.
Κάθε περικοπή, κάθε αυθαίρετη οικονομική επιβάρυνση, δεν πλήττει απλώς τις δομές, αλλά χιλιάδες ζωές που εξαρτώνται από αυτές. Αυτός είναι και ο λόγος που η στάση του ΕΟΠΥΥ εγείρει σοβαρά ερωτήματα περί σκοπιμότητας. Είναι δυνατόν, σε μια εποχή που η χώρα υποτίθεται ότι προωθεί την ενίσχυση των υπηρεσιών αποκατάστασης και την ανάπτυξη του ιατρικού τουρισμού, να επιβάλει
στους παρόχους ένα claw back 45%; Είναι δυνατόν να παραβιάζεται υπουργική απόφαση χωρίς συνέπειες και χωρίς παρέμβαση του εποπτεύοντος υπουργείου;
Ο Υπουργός Υγείας, που φέρει την πολιτική εποπτεία του ΕΟΠΥΥ, οφείλει να δώσει απαντήσεις. Οφείλει να εξηγήσει αν η αύξηση του claw back αποτελεί δική του πολιτική απόφαση ή απο
τέλεσμα διοικητικής αυθαιρεσίας. Και, κυρίως, να αναλάβει δράση: να άρει την καταχρηστική
απόφαση, να επαναφέρει τη νομιμότητα και να διατάξει ΕΔΕ για τους υπευθύνους. Διότι
δεν είναι δυνατόν η διοίκηση του μεγαλύτε ρου ασφαλιστικού οργανισμού της χώρας να
προχωρά σε ενέργειες που αντιβαίνουν στους ίδιους τους νόμους που διέπουν τη λειτουρ
γία της. Η εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα είναι θλιβερή: ένας οργανισμός που φαίνεται
να λειτουργεί χωρίς εσωτερικό έλεγχο, χωρίς θεσμική λογοδοσία και χωρίς σεβασμό στους
κανόνες του δικαίου. Μια διοίκηση που βλέπει τα λάθη να επαναλαμβάνονται, τις δομές να
καταρρέουν και την κοινωνία να αγανακτεί, αλλά παραμένει σιωπηλή. Αν αυτό δεν είναι
συνενοχή, τότε είναι τουλάχιστον αδιαφορία.
Και η αδιαφορία, όταν αφορά τον πυρήνα του δημόσιου συστήματος υγείας και τους πιο
ευάλωτους συμπολίτες μας, ισοδυναμεί με συνενοχή. Ο ΕΟΠΥΥ δεν μπορεί να λειτουργεί
ως ανεξέλεγκτος μηχανισμός αποφάσεων που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύ
ουν το δικαίωμα στην περίθαλψη. Η κοινωνία δεν αντέχει άλλον έναν γύρο αυθαιρεσίας εις
βάρος των ασθενών και των ανθρώπων που δίνουν καθημερινά μάχη για αξιοπρέπεια
και αποκατάσταση. Η λογική λέει ότι ήρθε η ώρα της ευθύνης. Ο Υπουργός Υγείας και η
διοίκηση του ΕΟΠΥΥ οφείλουν να απαντήσουν, να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα και
να αποδείξουν ότι το κράτος στέκεται δίπλα σε όσους το χρειάζονται περισσότερο. Γιατί
διαφορετικά, η σιωπή τους δεν θα θεωρηθεί απλώς παράλειψη θα εκληφθεί ως συνενοχή
σε ένα ακόμα κοινωνικό έγκλημα.





