Ηταν ο άνθρωπος του παρασκηνίου, υπηρετώντας συνολικά τέσσερις Ρεπουμπλικανούς προέδρους. Ενας σκληροπυρηνικός νεοσυντηρητικός, «γεράκι», που στην αυγή του 21ου αιώνα έγινε ο πιο ισχυρός και διχαστικός αντιπρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο «αρχιτέκτονας του πολέμου κατά της τρομοκρατίας» μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ ο ίδιος απέφυγε ως νέος να υπηρετήσει στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Ενας σύγχρονος Μακιαβέλι, κατά τους επικριτές του. Ενας «Νταρθ Βέιντερ της κυβέρνησης», όπως περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Ουόκερ Μπους την άποψη του κοινού για τον δις αντιπρόεδρό του, μεταξύ 2001-2009.
Χωρίς μεταμέλεια για τα πεπραγμένα του εντός και εκτός των ΗΠΑ, ο Ντικ Τσέινι πέθανε τη Δευτέρα, σε ηλικία 84 ετών, «λόγω επιπλοκών πνευμονίας και καρδιαγγειακής νόσου», όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του. Ηταν το τέλος μιας διαδρομής που άφησε βαθύ αποτύπωμα στην αμερικανική πολιτική και έριξε βαριά σκιά στη διεθνή σκηνή και στην Ιστορία. Τίποτε, ούτε καν τα προβλήματα υγείας στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωή του – με αλλεπάλληλες καρδιακές προσβολές, τοποθέτηση βηματοδότη και μεταμόσχευση καρδιάς – δεν τον εμπόδισαν να κινείται στα κατάβαθα της εξουσίας, συχνά αθόρυβα, πάντοτε αποτελεσματικά βάσει της δικής του «σκοτεινής» ατζέντας.
Γεννημένος το 1941 στη Νεμπράσκα, μεγαλωμένος στο Ουαϊόμινγκ, αποτυχών υπότροφος του Γέιλ και τελικά απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Ουαϊόμινγκ, ο Τσέινι άρχισε την πολιτική καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, δίπλα σε ένα άλλο «γεράκι»: τον Ντόναλντ Ράμσφελντ. Ως προστατευόμενός του και δεξί του χέρι, βρέθηκε να υπηρετεί στην κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον και έπειτα, επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ, έγινε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, σε ηλικία μόλις 34 ετών.
Η αποτυχία επανεκλογής του Φορντ ώθησε τον Τσέινι στο Κογκρέσο. Εξελέγη το 1978 εκπροσωπώντας το Ουαϊόμινγκ, αναρριχόμενος αργότερα στη δεύτερη θέση της ιεραρχίας των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Με την προεδρική εκλογή του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου έγινε υπουργός Αμυνας, επιβλέποντας το 1989 την αμερικανική εισβολή στον Παναμά και τρία χρόνια αργότερα τον Πόλεμο του Κόλπου: τη μεγαλύτερη κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Του άνοιξε την πόρτα των think tanks και του επιχειρηματικού κόσμου, μετά την εκλογική ήττα του πατέρα Μπους. Πλούτισε ως διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, ενός κολοσσού πετρελαϊκών υπηρεσιών, που θησαύρισε ως υπεργολάβος του Πενταγώνου στον μετέπειτα πόλεμο στο Ιράκ. Ενόσω κρατούσε δε τα ηνία της Halliburton, ο Τσέινι συνίδρυσε το Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα (PNAC): μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης, με έδρα την Ουάσιγκτον, με βασικό στόχο την εγκαθίδρυση μιας Pax Americana και σχέδια για τη Νέα Διεθνή Τάξη.
Η αυγή της ήρθε με την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ, βρίσκοντας τον Τσέινι στη θέση πια του αντιπροέδρου. Είχε επιλεγεί από τον πολιτικά άπειρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο ως ταίρι του στις προεδρικές εκλογές – θρίλερ του 2000. Στους σχεδόν οκτώ μήνες που είχαν μεσολαβήσει από την έναρξη της πρώτης προεδρικής θητείας του υιού Μπους μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, ο Τσέινι είχε ήδη μετατρέψει την αντιπροεδρία σε κέντρο αποφάσεων και σκιώδη μοχλό ισχύος· έναν μηχανισμό άσκησης εξουσίας από το παρασκήνιο. Πολλοί ήδη τον χαρακτήριζαν «σκιώδη πρόεδρο».
Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που κηρύχθηκε χωρίς ημερομηνία λήξης – έγινε το εφαλτήριο για στρατιωτικές επεμβάσεις, καθεστωτικές αλλαγές, βασανιστήρια υπόπτων τρομοκρατών και επ’ αόριστον κράτηση «παράνομων εχθρικών μαχητών». Αλλά και για μια ολομέτωπη επίθεση κατά των ατομικών δικαιωμάτων εντός των ΗΠΑ, με ευρείες προεδρικές εξουσίες και την εγκαθίδρυση ενός κράτους εποπτείας, με παρακολουθήσεις χωρίς εντάλματα και κράτηση χωρίς κατηγορίες.
Την εισβολή και κατοχή στο Αφγανιστάν διαδέχθηκε μια ακόμη πιο αιματηρή στο πετρελαιοπαραγωγό Ιράκ, με ψευδείς ισχυρισμούς για «όπλα μαζικής καταστροφής» και υποτιθέμενες διασυνδέσεις του Σαντάμ Χουσεΐν με την αλ Κάιντα. Οι αμερικανοί εισβολείς δεν έγιναν δεκτοί ως απελευθερωτές, όπως προέβλεπε ο Τσέινι. Ακολούθησαν, αντίθετα, εμφύλιος, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους, η διεύρυνση της επιρροής του Ιράν. Οι ιρακινές φυλακές του Αμπου Γκράιμπ και το κολαστήριο του Γκουαντάναμο (που δεν έχει ακόμη κλείσει) έγιναν σύμβολα μιας Αμερικής που πολεμούσε στο όνομα της ασφάλειας, διαβρώνοντας τους θεσμούς της και το διεθνές δίκαιο. Ο Τσέινι δεν μετανόησε ποτέ. Ακόμη κι όταν τον ρώτησαν για την αυξανόμενη αντίθεση στον πόλεμο, απάντησε με ένα παγωμένο: «Και λοιπόν;».
Στη δεύτερη θητεία του Μπους, η ισχύς του άρχισε να φθίνει. Αποχωρώντας ωστόσο από τον Λευκό Οίκο άφησε ως «μαύρη» παρακαταθήκη το δόγμα του προληπτικού πολέμου και μια πολιτική εγχώριας καταστολής, που έχει κλιμακωθεί στη δεύτερη προεδρική θητεία Τραμπ.
Ο Τσέινι ήρθε σε ανοιχτή ρήξη μαζί του μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο το 2021. Το έκανε ωστόσο όχι παραδεχόμενος κάποιο απότοκο της δικής του πολιτικής, αλλά προς υπεράσπιση της πρωτότοκης κόρης του Λιζ: από τους ελάχιστους Ρεπουμπλικανούς βουλευτές που ψήφισαν υπέρ της δεύτερης παραπομπής Τραμπ. Πλήρωσε μετέπειτα το τίμημα, με τη μη επανεκλογή της. Οργισμένος, ο Τσέινι ανακοίνωσε το 2024 ότι θα ψήφιζε τη Δημοκρατική Καμάλα Χάρις, επικαλούμενος όψιμα την ανάγκη «υπεράσπισης του Συντάγματός μας».
Ακόμη κι εκείνοι που σκέφτηκαν προς στιγμήν ότι ήταν ίσως μια όψιμη μεταμέλεια, θυμήθηκαν κάτι που είχε πει γι’ αυτόν ένας πρώην στενός συνεργάτης του στον Λευκό Οίκο: «Στην Ουάσιγκτον και στην πολιτική, πολλοί θα σε μαχαιρώνουν πισώπλατα. Ο Ντικ Τσένι δεν είχε κανένα πρόβλημα να σε μαχαιρώσει στο στήθος».
Πηγή: tanea.gr





