Ο ισχυρότερος σύγχρονος αντιπρόεδρος της Αμερικής και βασικός αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», Ντικ Τσέινι, πέθανε σε ηλικία 84 ετών σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, όπως αναφέρουν αμερικανικά ΜΜΕ.
Ο 46ος αντιπρόεδρος, που υπηρέτησε στο πλευρό του Ρεπουμπλικανού προέδρου Τζορτζ Μπους του νεώτερου για δύο θητείες, από το 2001 έως το 2009, υπήρξε επί δεκαετίες μια πανίσχυρη και διχαστική προσωπικότητα εξουσίας στην Ουάσιγκτον.
Πραμένοντας ο ίδιος σκληροπυρηνικός συντηρητικός, τα τελευταία του χρόνια, σε μεγάλο βαθμό περιθωριοποιήθηκε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του λόγω της δριμείας κριτικής του προς τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο αποκάλεσε «δειλό» και τη μεγαλύτερη έως σήμερα απειλή για την αμερικανική δημοκρατία.
Συγκρούστηκε σε τέτοιο βαθμό με τον Ντόναλντ Τραμπ, ώστε υποστήριξε την Καμάλα Χάρις στις περσινές εκλογές..
Στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, ο Τσέινι ταλαιπωρήθηκε από καρδιαγγειακή νόσο, επιβιώνοντας από σειρά καρδιακών προσβολών, και παρ’ όλα αυτά έζησε μια πλήρη, δραστήρια ζωή, περνώντας πολλά χρόνια σε συνταξιοδότηση μετά τη μεταμόσχευση καρδιάς το 2012, την οποία είχε χαρακτηρίσει, σε συνέντευξη το 2014, ως «το ίδιο το δώρο της ζωής».
Πριν αναλάβει την αντιπροεδρία το 2001 είχε διατελέσει υπουργός Άμυνας στον Πόλεμο του Κόλπου, βουλευτής του Γουαϊόμινγκ και επιτελάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ.
Ο ρόλος του στον Πόλεμο στο Ιράκ
Για να στηρίξει την εισβολή στο Ιράκ ο Τσέινι στον πόλεμο του Ιράκ πρόβαλε με δικό του τρόπο τα στοιχεία από τις μυστικές πληροφορίες. Τον Αύγουστο του 2002, σε ομιλία στους Βετεράνους Πολέμου, διακήρυξε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει πλέον όπλα μαζικής καταστροφής» και ότι «τα συγκεντρώνει για να τα χρησιμοποιήσει», τοποθετώντας το Κάσους Μπέλι στην καρδιά της προεδρικής ρητορικής πριν από την εισβολή.
Λίγες ημέρες πριν αρχίσουν οι επιχειρήσεις, στις 16 Μαρτίου 2003, είπε στο Meet the Press ότι οι αμερικανικές δυνάμεις «θα γίνουν δεκτές ως απελευθερωτές» και απέρριψε την ανάγκη για «μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες» για τη σταθεροποίηση μετά την πτώση του καθεστώτος—εκτιμήσεις που αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες.
Ωστόσο στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι το Ιράκ δεν διέτεθε χημικά ή βιολογικά όπλα. Η δικομματική Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας (2004) κατέγραψε πολλαπλές αστοχίες συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών που οδήγησαν σε εσφαλμένα προπολεμικά συμπεράσματα.
Παράλληλα, η ανεξάρτητη «Επιτροπή Ρομπ–Σίλμπερμαν» (2005) αναγνώρισε ότι βασικοί ισχυρισμοί των ΗΠΑ για το πρόγραμμα όπλων του Ιράκ—πυρηνικό επανεξοπλισμό, βιολογικά εργαστήρια, αποθέματα χημικών—δεν επιβεβαιώθηκαν μετά τον πόλεμο, υπογραμμίζοντας το χάσμα ανάμεσα στις εκτιμήσεις και την πραγματικότητα.
Ως προς τους δεσμούς Ιράκ–αλ Κάιντα, ο Τσέινι διατύπωσε δημοσίως βεβαιότητες για «συντριπτικά στοιχεία» σύνδεσης, παρά τις αντιρρήσεις πολλών αναλυτών· επιπλέον, δημοσιογραφικές και αρχειακές έρευνες έχουν περιγράψει την έντονη πίεση της κυβέρνησης προς την κοινότητα πληροφοριών για υλικό που θα ενίσχυε την υπόθεση υπέρ της εισβολής.
Καθώς ο πόλεμος στο Ιράκ συνεχιζόταν και το κόστος ανέβαινε, ο Τσέινι παραδέχθηκε το 2007 ότι είχε σφάλλει όταν το 2005 υποστήριζε πως η ανταρσία βρισκόταν στα «τελευταία της ξεσπάσματα»—μια σπάνια αναδίπλωση που φώτισε πόσο υποτιμημένη ήταν η φάση κατοχής και σταθεροποίησης.
Συνολικά, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μπράουν στις ΗΠΑ, οι άμεσοι θάνατοι αμάχων και μαχητών στις δύο εμπόλεμες ζώνες, στο Ιράκ (από την εισβολή των ΗΠΑ το 2003) και στη Συρία (από την έναρξη της Επιχείρησης Inherent Resolve το 2014) ανέρχονται συνολικά σε περίπου 550.000-580.000 άτομα.
Πηγή: in.gr





