Απρόσιτα τα καινούρια διαμερίσματα για τους περισσότερους Έλληνες…

Απρόσιτα τα καινούρια διαμερίσματα για τους περισσότερους Έλληνες αγοραστές

Του Νίκου Ρουσάνογλου

Όλο και δυσκολότερη, ή ακόμα και ακατόρθωτη, για την συντριπτική πλειοψηφία των υποψήφιων αγοραστών, έχει καταστεί η αγορά νεόδμητου διαμερίσματος τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των τιμών πώλησης. Έτσι, η απόκτηση ενός σύγχρονου, “πράσινου” και θωρακισμένου αντισεισμικά ακινήτου, αποτελεί “προνόμιο” λίγων, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συνέβη την δεκαετία του 2000, όταν τα περισσότερα ακίνητα που αγοράζονταν, με την συνδρομή και του τραπεζικού συστήματος, ήταν καινούριες κατασκευές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικής έρευνας της Prosperty, σήμερα στην Αττική διατίθενται προς πώληση μόλις 29.839 κατοικίες, που έχουν κατασκευαστεί από το 2020 και μετά, μη ξεπερνώντας το 22,7% του συνόλου των πωλούμενων κατοικιών στο λεκανοπέδιο. Παράλληλα, η μέση τιμή πώλησης μιας νέας κατοικίας (2020-2025) διαμορφώνεται σε 4.000 ευρώ/τ.μ., κάτι που μεταφράζεται σε 400.000 ευρώ για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. Μάλιστα, ακόμα και το χαμηλότερο όριο των 3.600 ευρώ/τ.μ. που παρατηρείται στη Νέα Σμύρνη, θεωρείται απρόσιτο για τους περισσότερους ενδιαφερόμενους. Οι υψηλότερες τιμές πώλησης παρατηρούνται στα νότια προάστια, με την Βούλα και την Γλυφάδα να ξεχωρίζουν, με τιμές 7.275 ευρώ/τ.μ. και 6.400 ευρώ/τ.μ. αντίστοιχα. Ασφαλώς, τα ακίνητα αυτά απευθύνονται σε πολύ λίγους Έλληνες και περισσότερους ίσως ξένους αγοραστές.

Εντύπωση προκαλεί επίσης, ότι στις ακριβότερες περιοχές, παρατηρούνται και περισσότερες ανεγέρσεις νέων κατοικιών, κάτι που ερμηνεύεται από την στροφή των περισσότερων κατασκευαστών στην ανάπτυξη πολυτελών ακινήτων. Τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους και η δυνατότητα να απευθυνθούν σε ξένους επενδυτές και γενικότερα αγοραστές από το εξωτερικό, εξηγούν το φαινόμενο αυτό, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τάση που επικράτησε την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, όταν υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη και προσιτών νεόδμητων κατοικιών για τα ελληνικά νοικοκυριά.

Ένας ακόμα λόγος που εξηγεί την εκτόξευση των τιμών των νεόδμητων κατοικιών είναι η κατακόρυφη αύξηση, τόσο του κόστους της γης, όσο και του κόστους κατασκευής, τόσο των υλικών, όσο και των αμοιβών του προσωπικού, ειδικά από το 2022 και μετά, όταν δηλαδή ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, που επηρέασε σημαντικά την εφοδιαστική αλυσίδα και παγίωσε το σημερινό επίπεδο των υψηλών τιμών.

Κάπως έτσι, ο δείκτης τιμών νεόδμητων κατοικιών της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει αυξηθεί κατά 40% από τις αρχές του 2022 και μέχρι σήμερα, ενώ από το χαμηλότερο σημείο της αγοράς, το 2017, η συνολική αύξηση των τιμών των νέων κατοικιών αγγίζει το 86%, όντας μάλιστα 9,1% υψηλότερα από το προηγούμενο υψηλό της αγοράς, που είχε καταγραφεί το 2008.

Στο πλαίσιο αυτό, παράγοντες της αγοράς ακινήτων επισημαίνουν την ανάγκη όχι μόνο να βρεθούν τρόποι να αυξηθεί η οικοδομική δραστηριότητα, αλλά και να στραφεί περισσότερο σε προσιτές κατασκευές και όχι μόνο σε κατοικίες υψηλών προδιαγραφών, που ουσιαστικά δεν απευθύνονται στο εγχώριο αγοραστικό κοινό. Αυτό φαίνεται και από τα στοιχεία της ανάλυσης της Prosperty, βάσει των οποίων, από ένα δείγμα 28.700 αγοραπωλησιών, προέκυψε ότι η μέση τιμή πώλησης κατοικιών είναι μόλις 105.000 ευρώ, ή 1.330 ευρώ/τ.μ. Ακόμα κι αν ληφθεί υπόψη ότι ένα μέρος της αξίας των συναλλαγών, συνεχίζει να μην αναγράφεται στα συμβόλαια αγοραπωλησίας, είναι εμφανές ότι οι αγοραστές προτιμούν κατασκευές, που δεν ξεπερνούν το 1/4 της μέσης τιμής ενός νεόδμητου διαμερίσματος.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ