Η συζήτηση για το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να απαγορεύσει την είσοδο τουριστών από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία παραμένει βαθιά διχαστική. Παρά την πίεση από κράτη όπως η Πολωνία, η Φινλανδία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες για πλήρη ταξιδιωτική απαγόρευση, οι χώρες του Νότου – Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα και Ισπανία – εξακολουθούν να υποδέχονται Ρώσους επισκέπτες, επικαλούμενες την ανάγκη στήριξης του τουρισμού και τη διάκριση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία.
Η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να υιοθετήσει ενιαία στάση. Ενώ τα ανατολικά κράτη-μέλη ζητούν αυστηρότερους περιορισμούς «για λόγους αλληλεγγύης προς την Ουκρανία», οι χώρες της Μεσογείου επιλέγουν πιο πραγματιστική προσέγγιση, υπενθυμίζοντας ότι η τουριστική βιομηχανία αποτελεί κρίσιμο πυλώνα των οικονομιών τους.
Διαφορετικές πολιτικές στα κράτη-μέλη
Μετά την αναστολή της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Θεωρήσεων Σένγκεν μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, η διαδικασία χορήγησης βίζας έγινε πιο ακριβή και πιο χρονοβόρα, χωρίς όμως να είναι απαγορευτική. Οι αριθμοί δείχνουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις:
- Η Ιταλία εξέδωσε το 2024 περίπου 152.000 βίζες Σένγκεν για Ρώσους πολίτες.
- Η Γαλλία 123.000, η Ισπανία 111.000 και η Ελλάδα σχεδόν 60.000.
- Αντίθετα, η Πολωνία και η Τσεχία εξέδωσαν μόλις μερικές εκατοντάδες, εφαρμόζοντας σχεδόν καθολική απαγόρευση.
Οι άμεσες πτήσεις μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ παραμένουν υπό αναστολή. Ωστόσο, οι Ρώσοι τουρίστες βρίσκουν εναλλακτικές διαδρομές μέσω τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή η Σερβία. Το αεροδρόμιο «Νίκολα Τέσλα» του Βελιγραδίου, για παράδειγμα, συνδέεται με τέσσερις ρωσικές πόλεις και λειτουργεί πλέον ως σημαντικός κόμβος για ταξίδια προς την Ευρώπη.
Ανθεκτικότητα της ρωσικής τουριστικής ροής
Η παράκαμψη αυτή αυξάνει το κόστος και τη διάρκεια του ταξιδιού, όμως η ζήτηση παραμένει υψηλή. Μόνο το 2024, πάνω από 600.000 Ρώσοι υπέβαλαν αιτήσεις για βίζα Σένγκεν, σημειώνοντας αύξηση 16% σε σχέση με το 2023. Περίπου 1,4 εκατομμύρια Ρώσοι επισκέφθηκαν χώρες της ΕΕ το ίδιο έτος – σημαντικά λιγότεροι από τα 4 εκατομμύρια προπολεμικά, αλλά αρκετοί για να διατηρηθεί μια υπολογίσιμη παρουσία.
Η Μεσόγειος εξαρτάται περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή περιοχή από τον τουρισμό. Μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, οι τουριστικές αγορές της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν ακόμη ένα τμήμα επισκεπτών. Ο μέσος Ρώσος τουρίστας δαπανά περισσότερα ανά ταξίδι από τον μέσο Ευρωπαίο, και κάθε απώλεια της ρωσικής αγοράς συνεπάγεται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ λιγότερα έσοδα.
Οικονομία ή πολιτική;
Κυβερνήσεις του Νότου υπογραμμίζουν ότι το ταξίδι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό όπλο, αλλά ως εργαλείο διατήρησης επικοινωνίας και επιρροής με τον ρωσικό λαό. Η ΕΕ βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην πολιτική πίεση για κυρώσεις και στις οικονομικές ανάγκες των κρατών-μελών.
Οι διχασμένες πολιτικές για τους Ρώσους τουρίστες αντικατοπτρίζουν βαθύτερες ευρωπαϊκές διαφορές σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η Ρωσία – απομόνωση ή επιλεκτική εμπλοκή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι ρωσικές ροές προς την Ευρώπη δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά έχουν αλλάξει μορφή.
Οι τουρίστες έρχονται λιγότεροι, μένουν περισσότερο και ξοδεύουν πιο στοχευμένα, ενώ η Τουρκία και η Μέση Ανατολή κερδίζουν έδαφος ως ασφαλέστεροι και πιο φιλικοί προορισμοί. Η ΕΕ, διχασμένη ανάμεσα στις αξίες και στα οικονομικά της συμφέροντα, καλείται να αποφασίσει αν ο τουρισμός θα παραμείνει γέφυρα επικοινωνίας ή θα εξελιχθεί σε ακόμη ένα εργαλείο πίεσης μέσα στον μεγαλύτερο γεωπολιτικό πόλεμο της εποχής μας.
Πηγή: tanea.gr





