Τάσος Γερακίνης: Ο «Κόκορας» είναι μια ταινία για τους ανθρώπους που φωνάζουν δυνατά, ελπίζοντας πως κάποιος θα τους ακούσει

540760224-122172782498566949-6659591704209020073-n

Μετά τον «Ήσυχο Άνθρωπο», ο Τάσος Γερακίνης επιστρέφει με τον «Κόκορα», μια ταινία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, παρατηρώντας με οξυδέρκεια τον σύγχρονο άνθρωπο και τις μικρές, σιωπηλές ήττες του. Μέσα από το βλέμμα ενός πατέρα που προσπαθεί να σταθεί όρθιος μέσα σε ένα σύστημα που τον συνθλίβει, ο δημιουργός φωτίζει την καθημερινότητα με ειρωνεία, τρυφερότητα και βαθιά ανθρωπιά.

Η ταινία, που κάνει την πρεμιέρα της στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θέτει στο επίκεντρο το άγχος της επιτυχίας, τη γονεϊκή ευθύνη και το εκπαιδευτικό σύστημα ως καθρέφτη της κοινωνίας μας. Με χιούμορ που πηγάζει από την ίδια την αμηχανία της ζωής, ο Γερακίνης παρατηρεί τους «ήσυχους ανθρώπους» της πόλης — εκείνους που γελούν για να αντέξουν.

Λίγο πριν από την πρώτη του προβολή, ο σκηνοθέτης μιλά στο ERTNews για τον «Κόκορα», τη θέση του ελληνικού κινηματογράφου σήμερα, το σινεμά της μεγάλης οθόνης και την ανάγκη να ξαναβρούμε την κοινή εμπειρία του «μαζί».

Από μια σαρωτικά δραματική ταινία, το «Ένας Ήσυχος Άνθρωπος», περνάτε στον χώρο της κωμωδίας που οι απαιτήσεις και τα εφόδια είναι διαφορετικά. Ποιες εσωτερικές μάχες σας οδήγησαν να πείτε μια ισάξια τραγική ιστορία στον «Κόκορα» αλλά με χιούμορ;

Δεν αισθάνομαι ότι πέρασα από το δράμα στην κωμωδία. Όπως έχω πει και άλλοτε, με ενδιαφέρει η παρατήρηση των απλών ανθρώπων και των ιστοριών τους. Η δική μου αίσθηση είναι ότι συνέχισα να κοιτάζω τους ίδιους ανθρώπους — απλώς από μια διαφορετική οπτική γωνία.

Η ανάγκη του ανθρώπου να σταθεί όρθιος, να μη χάσει την αξιοπρέπειά του, είναι πάντα η ίδια· αυτή τη φορά θέλησα να την παρατηρήσω με “όχημα” την ειρωνεία και το χιούμορ και μέσα στα πλαίσια της καθημερινότητας μιας σύγχρονης μεγαλούπολης.

Εξακολουθεί, βέβαια, να υπάρχει μια σύνδεση με την επαρχία, αλλά σε μικρότερο βαθμό από τον Ήσυχο Άνθρωπο.

Έτσι κι αλλιώς, για μένα, το γέλιο δεν είναι το αντίθετο του δράματος· είναι ο τρόπος να το αντέξεις και να βγεις από αυτό όρθιος.

Η ζωή είναι γεμάτη στιγμές που σε κάνουν να γελάς ενώ πονάς — κι η παρατήρησή τους μου φαίνεται αληθινά συναρπαστική. Είναι κάτι που υπερβαίνει κάθε χαρακτηρισμό, “δραματικό” ή “κωμικό”.

Ο τίτλος της ταινίας σας ερμηνεύεται μέσα από την ιστορία αλλά θεωρώ (ιδιαίτερα μέσω της σύνδεσης και με το σφαγείο) ότι έχει επιλεχθεί και για περισσότερους από τους προφανείς λόγους. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό;

Ο τίτλος κουβαλάει μέσα του κάτι οικείο, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι σκοτεινό. Ο Κόκορας είναι ένα πλάσμα της αυλής, κάτι καθημερινό, σχεδόν αστείο — αλλά είναι και το ζώο που προορίζεται τελικά για το σφαγείο, χωρίς φυσικά να έχει συνείδηση του προορισμού του.

Αυτό το παράδοξο έχει κάτι βαθιά ανθρώπινο αλλά και τραγικό. Ο ήρωάς μου φωνάζει, διεκδικεί, προσπαθεί να σταθεί “αφεντικό” της ζωής του, κι όμως είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα που του ανέθεσε ρόλους· και αδυνατώντας να ανταποκριθεί, συνθλίβεται. Η τραγικότητά του έγκειται στο ότι αυτούς τους ρόλους δεν είχε ποτέ την επιλογή να τους απορρίψει.

Ο τίτλος, λοιπόν, δεν περιγράφει έναν χαρακτήρα· περιγράφει κυρίως μια κατάσταση — τον άνθρωπο που ξυπνάει κάθε πρωί για να σώσει τον εαυτό του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είναι ήδη στον προθάλαμο του σφαγείου.

Ο Κόκορας είναι βέβαια και το ζώο που φωνάζει για να ξυπνήσει τον κόσμο. Και επιπλέον, στην ελληνική πραγματικότητα, είναι και ο “μάγκας”, ο καυχησιάρης — αυτός που κοκορεύεται προσπαθώντας έτσι να κρυφτεί από τον φόβο του.

Ο ήρωάς μου έχει κάτι απ’ όλα αυτά. Θέλει να σταθεί όρθιος, να αποδείξει πως μπορεί — κι έτσι εγκλωβίζεται σ’ ένα παιχνίδι ανδρισμού και ματαιοδοξίας που τον ξεπερνά.

Τελικά, ο τίτλος δεν είναι περιγραφή, είναι ειρωνεία: μια ταινία για τους ανθρώπους που φωνάζουν δυνατά, αυταπατώμενοι ότι έτσι θα βρεθεί επιτέλους κάποιος να τους ακούσει.

Το θέμα της ιδιωτικής εκπαίδευσης έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την Ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, και με την ψήφιση του νόμου περί ιδιωτικών πανεπιστημίων, η λύση του προβλήματος μοιάζει με μεγαλύτερο πρόβλημα στο μέλλον. Ποιες οι σκέψεις σας επί του θέματος;

Δεν συμφωνώ με την ιδέα ότι η ελληνική κοινωνία έχει ασχοληθεί σοβαρά με τα θέματα της παιδείας. Αντιθέτως, θεωρώ πως εδώ και δεκαετίες τα αντιμετωπίζει επιδερμικά και πρόσκαιρα — όπως κάνει με όλα τα μεγάλα ζητήματα που θα έπρεπε να την απασχολούν ουσιαστικά. Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν ο Κόκορας συνέβαλε, έστω και ελάχιστα, στο να ανοίξει μια αληθινή συζήτηση για το τι παιδεία θέλουμε και πώς μπορούμε να την πετύχουμε· μια συζήτηση χωρίς ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς.

Για μένα, το ζήτημα «ιδιωτική ή δημόσια» είναι δευτερεύον. Παλαιότερα, στα ιδιωτικά σχολεία πήγαιναν οι «κακοί» μαθητές που δεν μπορούσαν να τελειώσουν το δημόσιο — ήταν σχολεία υποδεέστερα. Και πιστεύω πως το ίδιο θα συνέβαινε ξανά αν το επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης ανέβαινε πραγματικά. Η αγωνία μου είναι αλλού: ότι η μόρφωση έχει πάψει να είναι κοινό αγαθό και έχει μετατραπεί σε προϊόν. Και ακόμη περισσότερο, ότι δεν ζούμε πια σε μια κοινωνία που προσφέρει στα παιδιά ίσες δυνατότητες μάθησης.

Η συζήτηση που αξίζει να γίνει δεν είναι για τις ταμπέλες, αλλά για τη σχέση μας με την ίδια την έννοια της εκπαίδευσης — με το τι σημαίνει να μαθαίνεις, να εξελίσσεσαι, να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα σε ένα σύστημα που συχνά σε μαθαίνει να τον χάνεις. Στην Ελλάδα, η παιδεία —δημόσια ή ιδιωτική— είναι καθρέφτης της κοινωνίας μας. Δεν είναι απλώς ζήτημα πόρων ή νόμων, αλλά αντίληψης: πώς βλέπουμε τη γνώση, τι αξία δίνουμε στην κριτική σκέψη, και αν θέλουμε πραγματικά τα παιδιά να μάθουν να σκέφτονται και όχι να υπακούν.

Το σχολείο, όποιο κι αν είναι, παύει πια να είναι χώρος ελευθερίας και γίνεται μηχανισμός παραγωγής «κανονικότητας». Αυτό αφορά και τον κόσμο του Κόκορα: ανθρώπους που μαθαίνουν από μικροί να συμμορφώνονται, να μετρούν την αξία τους με βάση τα πρότυπα των άλλων, και κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι δεν ξέρουν πια ποιοι είναι. Η εκπαίδευση έχει πάψει να είναι πεδίο γνώσης — είναι πεδίο κοινωνικής επιβεβαίωσης. Όλοι παλεύουμε να αγοράσουμε στα παιδιά μας ένα καλύτερο αύριο, κι αυτή η αγωνία μας τυφλώνει.

Τελικά, το σχολείο —δημόσιο ή ιδιωτικό— έχει γίνει το πεδίο όπου οι γονείς προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους μέσα από το παιδί τους. Όλοι θέλουμε «το καλύτερο», αλλά πίσω απ’ αυτό κρύβεται ένας τεράστιος φόβος: ότι αν αποτύχει το παιδί, αποτυγχάνουμε κι εμείς. Εκεί βρίσκεται και ο πυρήνας του Κόκορα. Κι εκεί, νομίζω, χάνεται το ουσιαστικό νόημα της μόρφωσης — που είναι να μεγαλώνεις ανθρώπους, όχι επιδόσεις.

Το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο υποσυνείδητα συνδέεται με το καλύτερο μέλλον των της νέας γενιάς, απασχολεί τον ήρωά σας, που πρέπει να δώσει τις προσωπικές του μάχες με ανάλογο τίμημα. Χωρίς να προδώσουμε την εξέλιξη της ταινίας, θα θέλατε να μιλήσετε για το άγχος που κάθε γονιός, χωρισμένος ή μη, υφίσταται όταν φτάσει αυτή η στιγμή στη ζωή του παιδιού του;

 Νομίζω ότι όποιος είναι γονιός, κουβαλά πάντα αυτό το άγχος — το πώς θα σταθεί δίπλα στο παιδί του χωρίς να το καθοδηγήσει λάθος.

Στην περίπτωση του ήρωά μου, αυτό το άγχος γίνεται σχεδόν υπαρξιακό, γιατί ο ίδιος βλέπει το παιδί του να φτάνει σε ένα σταυροδρόμι που εκείνος απέτυχε να διαβεί.

Το εκπαιδευτικό σύστημα, οι εξετάσεις, η “επιτυχία” — όλα αυτά λειτουργούν σαν ένας μηχανισμός πίεσης, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους ίδιους τους γονείς, που νιώθουν ότι κρίνονται ξανά μέσα από τα αποτελέσματα των παιδιών τους.

Και νομίζω ότι κάπου εκεί βρίσκεται η τραγικότητα αλλά και η τρυφερότητα του πράγματος: κάθε γονιός θέλει να δώσει στο παιδί του τις ευκαιρίες που δεν είχε, αλλά όσο πιο πολύ προσπαθεί να το προστατέψει, τόσο πιο κοντά φτάνει στο να το πνίξει με τις προσδοκίες του.

Αυτό είναι, νομίζω, ένα πολύ ανθρώπινο και διαχρονικό άγχος — κι εκεί ακριβώς στηρίζεται συναισθηματικά και η ταινία.

Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας σας, μέσα από την περιπέτεια που θα βιώσει, είναι σα να «εκπαιδεύεται» και ο ίδιος στο σχολείο της ζωής. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;

Ναι, με έναν τρόπο ο ήρωάς μου βρίσκεται κι εκείνος μέσα σε ένα είδος “εκπαίδευσης” — όχι όμως αυτής που προσφέρει η κοινωνία, αλλά της άλλης, της σκληρής και απρόβλεπτης, που λέγεται ζωή.

Ο Αργύρης είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει να επιβιώνει, να ακολουθεί κανόνες, να ελπίζει πως αν κάνει “ό,τι πρέπει”, τα πράγματα κάποτε θα πάνε καλά. Μέσα από την περιπέτεια που ζει, μαθαίνει σιγά-σιγά πως η ζωή δεν επιβραβεύει την υπακοή, αλλά το θάρρος να σταθείς μόνος σου — χωρίς ρόλους, χωρίς άλλοθι.

Συνειδητοποιεί – με τον σκληρό τρόπο – ότι, ειδικά στην Ελλάδα, η «αγία οικογένεια» το μόνο που τελικά σου προσφέρει είναι συμπλέγματα, αγκυλώσεις, ιδεοληψίες και εμμονές. Και κυρίως, συνειδητοποιεί —μέσα από την ήττα του— ότι το ζητούμενο είναι να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της αναπαραγωγής των στερεοτύπων.

Νομίζω ότι όλοι, αργά ή γρήγορα, περνάμε από αυτό το σχολείο. Κανείς δεν μας μαθαίνει πώς να διαχειριστούμε την ήττα ή πώς να σταθούμε όρθιοι όταν δεν υπάρχει πια σύστημα να μας καθοδηγεί. Ο Αργύρης “αριστεύει” τελικά στο πιο δύσκολο μάθημα: να σταματήσει να ζητάει βοήθεια απ’ έξω και να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του.

Αυτό, για μένα, είναι η ουσία της ενηλικίωσης — και ίσως και της ελευθερίας.

Πως και σας ενέπνευσε ένα τέτοιο θέμα; Υπήρχε κάποιο βίωμα σε εσάς ή κοντινό πρόσωπο που θα θέλατε να μοιραστείτε;

Ναι, αντιμετώπισα κι εγώ —όπως και αρκετοί άλλοι που ξέρω— το δίλημμα, όταν ο γιος μου έφτασε στην ηλικία να πάει για πρώτη φορά σχολείο: τι είναι τελικά το καλύτερο να πράξω. Είχα μεγαλώσει με έναν αρνητισμό απέναντι στα ιδιωτικά σχολεία· ο ίδιος πήγα μόνο σε δημόσια. Όμως, όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την ευθύνη σου ως γονιός, οι ιδέες και οι θέσεις που είχες πριν από την έλευση ενός παιδιού —που σημαίνει ανάληψη ευθύνης για έναν άλλον άνθρωπο— “τεστάρονται” ουσιαστικά. Οφείλεις να ξανασκεφτείς. Να ενδοσκοπήσεις προσπαθώντας να καταλάβεις ποιό είναι το σωστό για έναν νέο άνθρωπο που θα μεγαλώσει σε έναν νέο κόσμο.

Ωστόσο, αυτό για την ταινία ήταν μόνο η αφορμή για την έναρξη της ιστορίας, όχι το θέμα της. Αυτό που με ενδιέφερε πραγματικά να παρατηρήσω ήταν κάτι ευρύτερο: ότι γύρω μου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εγκλωβισμένοι — σε σχέσεις, οικογένειες, ρόλους, δουλειές που δεν αντέχουν πια, αλλά δεν ξέρουν πώς να φύγουν. Αυτή η αδράνεια, αυτό το μούδιασμα, μου φαινόταν πάντα βαθιά συγκινητικό και τρομακτικό μαζί. Ίσως γιατί το έχω νιώσει κι εγώ.

Ο Κόκορας γεννήθηκε από αυτή την παρατήρηση· από τον φόβο που έχουμε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και από το τίμημα που πληρώνουμε όταν δεν το κάνουμε. Δεν είναι εξομολόγηση — είναι αναγνώριση, παρατήρηση. Όλοι, κάποια στιγμή, έχουμε υπάρξει αυτός ο άνθρωπος που περιμένει κάτι να αλλάξει απ’ έξω· κι όσο περιμένει, χάνει σιγά-σιγά το μέσα του.

Το Tagline «Μια ταινία για τις ήττες που περνούν σιωπηλά, το γέλιο που κρύβει αμηχανία και την αυταπάτη  να πιστεύεις πως, ίσως αυτή τη φορά, θα τα καταφέρεις», μιλάει στον μέσο Έλληνα που δέχεται αέναα ακυρώσεις αλλά, ένας εσωτερικός μηχανισμός τον κάνει να επιβιώνει. Η ταινία παίρνει θέση στο θέμα. Η δική σας θέση είναι ανάλογη;

Ναι, νομίζω πως είμαι απολύτως μέσα σε αυτό το πνεύμα. Για μένα, το ενδιαφέρον δεν είναι στις μεγάλες ήττες, αλλά στις μικρές, καθημερινές — αυτές που περνούν απαρατήρητες, που δεν χωράνε ούτε σε ιστορίες ούτε σε ειδήσεις.

Ο μέσος άνθρωπος, και ειδικά ο Έλληνας, έχει αναπτύξει έναν απίστευτο μηχανισμό άμυνας: γελάει για να αντέξει. Δεν γελάει γιατί δεν τον νοιάζει — γελάει γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να συνεχίσει.

Η ταινία δεν κρίνει αυτή την αυταπάτη· τη συμπονά. Γιατί μέσα σε αυτήν κρύβεται και κάτι πολύ ανθρώπινο: η ανάγκη να πιστέψεις, έστω και για λίγο, ότι “αυτή τη φορά” ίσως τα καταφέρεις.

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος φτάνει στη Θεσσαλονίκη με πολλές παραγωγές, εκτός όμως φεστιβάλ, ελάχιστες επιβιώνουν στις αίθουσες. Τί πιστεύετε ότι πρέπει να βελτιωθεί στη διαδικασία ώστε ο Έλληνας θεατής να επιστρέψει στις μεγάλες οθόνες και να σταματήσει αυτό το «θα το κατεβάσω όταν βγει» ενισχύοντας την πεποίθηση ότι «τα θεάματα είναι δωρεάν και δεν κοστίζουν»;

Δεν πιστεύω ότι ο θεατής «γύρισε την πλάτη» στο ελληνικό σινεμά. Απλώς ζει μέσα σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και ευκολίας — όλα είναι διαθέσιμα, παντού και χωρίς κόπο. Το σινεμά όμως, για να λειτουργήσει, χρειάζεται την εμπειρία του “μαζί” και τη μεγάλη οθόνη.

Πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι η αίθουσα δεν είναι μόνο μια προβολή· είναι κοινός χρόνος. Αν δεν ξανακερδίσουμε αυτή την αίσθηση, καμία καμπάνια ή χρηματοδοτικό πρόγραμμα δεν αρκεί.

Δυστυχώς, είναι και ο τρόπος που ζούμε πια: μέσα σε τρελούς ρυθμούς, με ατέλειωτες ώρες δουλειάς, ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις — συχνά ανούσιες — και μια μόνιμη οικονομική στενότητα.

Η εποχή των lockdowns έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της. Μας “εκπαίδευσε” στην πλατφόρμα και στο άραγμα στον καναπέ.

Από την άλλη, κι εμείς οι δημιουργοί έχουμε ευθύνη: να λέμε ιστορίες που μιλούν στο κοινό, όχι μόνο στο φεστιβάλ. Όταν ο θεατής δει τον εαυτό του στην οθόνη — με ειλικρίνεια, χωρίς πόζα — θα επιστρέψει μόνος του.

Στην εποχή που κάποιοι βρίσκουν απαντήσεις στις πλατφόρμες, στο δίλημμα «μια εβδομάδα στις μεγάλες οθόνες με ό,τι ρίσκο αυτό σημαίνει» ή «μια δυναμική καμπάνια αλλά αποκλειστική διανομή από πλατφόρμα», τι θα επιλέγατε με τις παρούσες συνθήκες;

Νομίζω πως, όσο κι αν αλλάζουν οι συνθήκες, το σινεμά υπάρχει για τη μεγάλη οθόνη. Εκεί δοκιμάζεται πραγματικά μια ταινία — στο βλέμμα του θεατή που κάθεται δίπλα σε έναν άγνωστο και μοιράζεται μαζί του την ίδια σιωπή ή το ίδιο γέλιο.

Το σινεμά έχει μια κοινωνική διάσταση που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την πλατφόρμα. Οι πλατφόρμες είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά όχι υποκατάστατο. Έχουν ανοίξει τον δρόμο για να φτάνουν οι ταινίες παντού, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την εμπειρία της αίθουσας.

Οι ταινίες φτιάχνονται για να προβάλλονται στη μεγάλη οθόνη, εκεί όπου ο χρόνος και η συγκίνηση αποκτούν κοινό ρυθμό· εκεί όπου το σκοτάδι και η ακινησία σου επιτρέπουν να βυθιστείς στο σύμπαν της ταινίας, να παρασυρθείς, να ζήσεις το παραμύθι.

Πώς να το κάνεις αυτό μέσα σε ένα “κλουβί”, ανάμεσα στο delivery που φτάνει, την τουαλέτα που θα πας, το τηλέφωνο που θα χτυπήσει;

Στο σπίτι καταναλώνεις χρόνο. Στο σινεμά ο χρόνος περνά μέσα σου.

Αν έπρεπε να επιλέξω, λοιπόν, θα προτιμούσα μια εβδομάδα στις μεγάλες οθόνες, με όλο το ρίσκο που αυτό συνεπάγεται· γιατί αυτή η εβδομάδα μπορεί να σημαίνει κάτι για τους ανθρώπους που θα τη ζήσουν.

Και για μένα, το σινεμά έχει αξία μόνο όταν συμβαίνει “μαζί”.

Τι προσδοκίες έχετε μετά την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης;

Ο Κόκορας στη Θεσσαλονίκη θα κάνει την πρώτη του προβολή σε μια κινηματογραφική αίθουσα με κοινό — και μάλιστα σε ένα κοινό εκπαιδευμένο και απαιτητικό. Έχω, λοιπόν, μεγάλη αγωνία και, περισσότερο απ’ όλα, περιέργεια για το πώς θα λειτουργήσει η ταινία και πώς θα επηρεαστεί και η δική μου σχέση μαζί της.

Νομίζω πως αυτή θα είναι η στιγμή που πραγματικά θα ολοκληρωθεί η σχέση μας· η στιγμή που όλα αυτά που υπήρχαν μέσα στο κεφάλι μου θα συναντηθούν με τον αποδέκτη τους· η στιγμή που ένα ακόμα “παιδί” μου θα αυτονομηθεί και θα βγει στη ζωή.

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένας τόπος ζωντανός, με κοινό που αγαπά το σινεμά και ακούει τις ταινίες — δεν τις καταναλώνει.

Θα ήθελα, λοιπόν, ο Κόκορας να συναντηθεί με αυτούς τους ανθρώπους και να τους αγγίξει· ανθρώπους που θα αναγνωρίσουν κάτι δικό τους μέσα του, που θα γελάσουν, θα συγκινηθούν, θα σκεφτούν λίγο τον εαυτό τους.

Αν αυτό συμβεί, τότε για μένα η ταινία έχει ήδη κάνει τον δρόμο της.

Βέβαια, δεν μπορώ να αποφύγω το να έχω και την προσδοκία να υπάρξουν διανομείς και φεστιβάλ που θα θελήσουν να την εντάξουν στα προγράμματά τους, δίνοντάς της τη δυνατότητα να συναντήσει — και να συναντηθεί — με όσους περισσότερους θεατές είναι δυνατόν.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα που ο δικός σας «Κόκορας» θα πετάξει, μια ακόμα ελληνική συμπαραγωγή με τίτλο «Κότα» θα κάνει τη δική της πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Τελικά μήπως ήρθε η ώρα στα πουλερικά (σ.σ. τη νέα γενιά δημιουργών, δηλαδή και εσάς) να μετατρέψουν «τις αίθουσες, από κοτέτσι» σε ένα χώρο που θα ωοφορούν (από το κυοφορούν) το μέλλον ταινιών που χρειάζεται μια καλοπροαίρετη στοργική κλώσα από πάνω τους (δηλαδή ένα σύστημα παραγωγής) ώστε να καταργηθούν οι «κόκορες-κηφήνες» που ευθύνονται για τα τινά της ελληνικής παραγωγής;

Αν το σκεφτεί κανείς, όντως η Θεσσαλονίκη θα μοιάζει με… κοτέτσι φέτος!

Πέρα όμως από το λογοπαίγνιο, νομίζω ότι υπάρχει πράγματι μια νέα γενιά κινηματογραφιστών που προσπαθεί να φέρει φρέσκο αέρα — χωρίς να στηρίζεται πια σε φόρμες, “ρεύματα”, μόδες ή μιμήσεις.

Είμαστε περισσότερο απασχολημένοι με το να μιλήσουμε ειλικρινά για τον άνθρωπο και την εποχή μας, παρά να εντυπωσιάσουμε.

Από εκεί και πέρα, η αλήθεια είναι ότι το “σύστημα παραγωγής” — και αναφέρομαι κυρίως στο ελληνικό κράτος — δεν στηρίζει ουσιαστικά το σινεμά. Περισσότερο μοιάζει να λειτουργεί σαν εμπόδιο.

Γραφειοκρατία σχεδόν τιμωρητική, καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις, ελάχιστα χρήματα στα επιλεκτικά προγράμματα· κι από τα “αρμόδια” χείλη ακούς μόνο αριθμούς και ποσοστά, λες και είμαστε λογιστές.

Καμία πολιτική, καμία στρατηγική, καμία στόχευση, καμιά αξιολόγηση. Ένα κράτος που, για το σινεμά, έχει… μη πολιτική — και που, στην καλύτερη περίπτωση, μοιάζει να μας θεωρεί χομπίστες πολυτελείας.

Κι όμως, το ελληνικό σινεμά έχει προσφέρει — και συνεχίζει να προσφέρει — πολύ περισσότερα απ’ όσα του αναγνωρίζονται. Δεν ξέρω καμιά άλλη δραστηριότητα που να ταξιδεύει το όνομα της χώρας μας σε όλο τον πλανήτη με τόση συνέπεια, κάθε χρόνο, μέσα από τις ταινίες και τα φεστιβάλ.

Διαβάστε τις θέσεις της πρωτοβουλίας Ορατότης Μηδέν, που απαρτίζεται από περισσότερα από 2.500 μέλη της κινηματογραφικής κοινότητας, και νομίζω ότι κάθε καλοπροαίρετος θα καταλάβει τα πάντα.

Βέβαια, θα μου πεις, ποια λειτουργία του ελληνικού κράτους είναι πραγματικά υποστηρικτική σε οποιαδήποτε δραστηριότητα  για να είναι το σινεμά η εξαίρεση; Παντού εμπόδιο είναι!

Ελπίζω αυτή τη φορά, μέσα από την πρωτοβουλία μας, να καταφέρουμε στο τέλος να κάνουμε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση — ώστε να μην είμαστε το ανέκδοτο της Ευρώπης ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κάνουμε ταινίες.

Ας είναι έστω κι ένα βήμα.

Ο «Κόκορας» στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Ο «Κόκορας» του Τάσου Γερακίνη κάνει την πρεμιέρα του στο #TIFF66, έτοιμος να συναντήσει το κοινό του στις μεγάλες οθόνες. Αν θέλετε να πείτε πως ήσασταν εκεί — από την πρώτη προβολή — κλείστε έγκαιρα τα εισιτήριά σας.

Προβολές:

  • Παρασκευή 31 Οκτωβρίου, 19:00
    Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Αποθήκη 1, Λιμάνι
  • Σάββατο 1 Νοεμβρίου, 14:15
    Αίθουσα Σταύρος Τορνές, Αποθήκη 1, Λιμάνι

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ