Η Ελλάδα της ανάπτυξης, των αδυναμιών και της ανισότητας

Μιχάλης Σάλλας: Για να σχεδιάσουμε ένα ισχυρό, σοβαρό κράτος

“Η νέα ελληνική κανονικότητα δεν πρέπει να οικοδομηθεί  μόνο πάνω στους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά πάνω στην ισορροπία μεταξύ παραγωγής και δικαιοσύνης”, γράφει ο Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του στο “Βήμα της Κυριακής” και συνεχίζει: “Η Ελλάδα των επόμενων ετών θα κριθεί από το αν θα καταφέρει να μετατρέψει τα πλεονάσματα σε κοινωνικό κεφάλαιο, να υποστηρίξει τη μεσαία τάξη και να ενώσει τις δύο ταχύτητες της χώρας σε μία κοινή πορεία προόδου. Γιατί χωρίς κοινωνική συνοχή, καμία οικονομία δεν είναι πραγματικά σταθερή”.

Ολόκληρο το άρθρο του Μιχ.  Σάλλα έχει ως εξής:

Η Ελλάδα εισήλθε στην τριετία 2024–2026 με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αποκατεστημένη δημοσιονομική αξιοπιστία. Το δημόσιο χρέος μειώνεται σταδιακά. Από 194% του ΑΕΠ το 2020 σε 154% το 2024 και εκτιμάται στο 137,6% το 2026. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων κυμαίνονται κοντά στο 3,2%, ενώ το spread έναντι των γερμανικών τίτλων  έχει υποχωρήσει στις 70–80 μονάδες βάσης. Η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3%, δείχνοντας ότι το κεφάλαιο αξιοπιστίας έχει ανακτηθεί.

Ωστόσο, πίσω από αυτή τη μακροοικονομική πρόοδο κρύβεται ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Η απόσταση ανάμεσα στην οικονομική ανάκαμψη και την κοινωνική ευημερία. Το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, αλλά η αγοραστική δύναμη των πολιτών παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Η Ελλάδα κατατάσσεται 26η —προτελευταία— ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ο μέσος μισθός του 2024 υπολείπεται κατά 25% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ σε πραγματικούς όρους είναι σχεδόν 30% χαμηλότερος από εκείνον του 2008.

Η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 8,6%, όμως η αδυναμία αποταμίευσης παραμένει εκτεταμένη. Επτά στους δέκα νέους δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αποταμιεύσουν ούτε 100 ευρώ τον μήνα, ενώ το πλουσιότερο 1% των ενηλίκων κατέχει περίπου 375 δισ. ευρώ, δηλαδή το 30% του ιδιωτικού πλούτου της χώρας. Ο δείκτης Gini, που μετρά την εισοδηματική ανισότητα, βρίσκεται στο 32 (έναντι 30 του ευρωπαϊκού μέσου όρου), ενώ το ποσοστό πολιτών σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αγγίζει το 26,9%, έναντι 21% στην ΕΕ. Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν μόνιμη στρέβλωση της ανάπτυξης χωρίς δικαιότερη κατανομή.

Η γεωγραφία της ανάπτυξης εντείνει το πρόβλημα. Η Αττική παράγει σχεδόν το 47% του ΑΕΠ, με το κατά κεφαλήν εισόδημά της να είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης. Η περιφέρεια βυθίζεται στη στασιμότητα και στη δημογραφική φθορά, δημιουργώντας δύο Ελλάδες: μία εξωστρεφή, δυναμική και τουριστικά ευνοημένη, και μία γηράσκουσα, εξαρτημένη από επιδοτήσεις και φθίνουσα. Αυτή η εσωτερική απόκλιση δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι και πολιτική, γιατί διαμορφώνει διαφορετικές αντιλήψεις, προσδοκίες και τελικά κοινωνικές ανισότητες.

Η κυβέρνηση επιδιώκει τη δημοσιονομική σταθερότητα μέσω πλεονασμάτων, όμως χωρίς αναδιανομή και ενεργητική πολιτική ισότητας, η σταθερότητα αυτή θα αποδειχθεί εύθραυστη. Η ιδέα ενός “κόφτη πρωτογενών πλεονασμάτων”, ώστε ένα μέρος των υπερπλεονασμάτων να κατευθύνεται στα χαμηλότερα εισοδήματα, είναι αναγκαίο βήμα. Ακόμη ουσιαστικότερη θα ήταν μια ήπια προοδευτική φορολογία περιουσίας για πάνω από 1 εκατ.€ περιουσία, με την εξαίρεση επίσης της πρώτης κατοικίας και αφαιρουμένων των δανείων. Αυτή η ρύθμιση θα απέφερε 2,5–3 δισ. ευρώ ετησίως για την ενίσχυση της περιφέρειας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται μόνον επενδυτική βαθμίδα, χρειάζεται και κοινωνική. Το πραγματικό μέτρο μιας οικονομίας δεν είναι μόνον οι αποδόσεις των ομολόγων, αλλά και το επίπεδο ζωής των πολιτών της. Αν η χώρα συνεχίσει να αναπτύσσεται χωρίς να μοιράζει τη βελτίωση, η πολιτική σταθερότητα θα υπονομευθεί από τη σιωπηλή φθορά των αποκλεισμένων, που δεν μπορεί να παραμείνει για καιρό σιωπηλή.

Η νέα ελληνική κανονικότητα δεν πρέπει να οικοδομηθεί  μόνο πάνω στους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά πάνω στην ισορροπία μεταξύ παραγωγής και δικαιοσύνης. Η Ελλάδα των επόμενων ετών θα κριθεί από το αν θα καταφέρει να μετατρέψει τα πλεονάσματα σε κοινωνικό κεφάλαιο, να υποστηρίξει τη μεσαία τάξη και να ενώσει τις δύο ταχύτητες της χώρας σε μία κοινή πορεία προόδου. Γιατί χωρίς κοινωνική συνοχή, καμία οικονομία δεν είναι πραγματικά σταθερή.

*Ο Μιχάλης Σάλλας είναι Πρόεδρος της Lyktos Group, Επίτιμος Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ