Πολλοί στις ΗΠΑ εκτιμούν ότι σε ενδεχόμενο πόλεμο με τη Κίνα, ο αμερικανικός στρατός μπορεί να πλήξει με αστραπιαία πλήγματα ακριβείας εκτοξευτές πυραύλων, κέντρα διοίκησης και δίκτυα επικοινωνιών, αποδεκατίζοντας τις άμυνες του Πεκίνου. Ακόμα όμως και αν το καταφέρει αυτό, ο «Θείος Σαμ» θα βρεθεί ενόψει μιας καταστροφικής εξέλιξης, ακριβώς λόγω της… υπεροχής του.
Είναι αλήθεια ότι το κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο επεκτείνεται ραγδαία, αλλά παραμένει μικρό σε σχέση με εκείνο των ΗΠΑ. Η Κίνα διέθετε περίπου 600 επιχειρησιακές κεφαλές το 2024, σε σύγκριση με τις εκτιμώμενες 3.700 των ΗΠΑ.
Σε ένα όμως υποθετικό σενάριο πολέμου Κίνας-Ταϊβάν, στο οποίο αποδεκατίζονται οι Κινέζοι, το Πεκίνο, σε μια στιγμή πανικού, ενδέχεται να εξετάσει την κατακόρυφη κλιμάκωση -τη χρήση πυρηνικών όπλων- πριν εξαλειφθούν οι εναπομείνασες δυνατότητές του.
Πως θα το εκλάβουν οι Κινέζοι
Σύμφωνα με τον ειδικό αμυντικό αναλυτή του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών Franz-Stefan Gady, είναι ακριβώς αυτή η τρωτότητα που θα ωθούσε τους Κινέζους να χρησιμοποιήσουν νωρίς πυρηνικά όπλα σε μια σύγκρουση, αντί να ρισκάρουν να τα χάσουν από συνεχιζόμενα αμερικανικά πλήγματα.
«Δεν είναι το ίδιο το κινεζικό πυρηνικό δόγμα που δημιουργεί αυτήν την επικίνδυνη δυναμική κλιμάκωσης, αλλά η προτιμώμενη αμερικανική προσέγγιση διεξαγωγής πολέμου» λέει σε ανάλυσή του στο Foreign Policy.
Ο κίνδυνος κλιμάκωσης εντείνεται από μια ιδιαίτερη πτυχή του κινεζικού οπλισμού: οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν συστήματα και εγκαταστάσεις πυραύλων διπλής ικανότητας, που μπορούν να εκτοξεύουν τόσο συμβατικές όσο και πυρηνικές κεφαλές, πχ βαλλιστικοί μεσαίου βεληνεκούς DF-21 ή εκτοξευτές DF-26.
Αν λοιπόν οι ΗΠΑ στοχεύσουν αυτές τις θέσεις πυραύλων για να αποτρέψουν συμβατικά πλήγματα κατά των δικών τους δυνάμεων, o Gady θεωρεί ότι η κινεζική ηγεσία μπορεί να εκλάβει τις επιθέσεις ως στοχευμένες κατά της πυρηνικής αποτροπής της και ως προπαρασκευή αμερικανικού πρώτου πυρηνικού πλήγματος. «Στη δίνη της μάχης, αυτή η επικίνδυνη ασάφεια θα μπορούσε ακούσια να πυροδοτήσει πυρηνική κλιμάκωση» αναφέρει.
Οι ΗΠΑ δεν αντέχουν πόλεμο φθοράς
Ο ειδικός εξηγεί ότι οι Αμερικανοί στρατιωτικοί επιτελείς παγιδεύονται σε ένα αδύνατο δίλημμα. Συνεχίζοντας να εστιάζουν στον πόλεμο που πάντα σχεδίαζαν -μια γρήγορη, αποφασιστική εκστρατεία παράλυσης των Κινέζων- αυξάνουν τον κίνδυνο να μη βλέπει αυτή η ηγεσία άλλη διέξοδο παρά την κλιμάκωση.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, λέει, οι περιορισμένοι πόροι καθιστούν απίθανο να πετύχουν εξαρχής αυτά τα αμερικανικά επιχειρησιακά σχέδια.
«Ακόμη κι αν Κινέζοι διοικητές σκοτωθούν και τα συστήματα διοίκησης αποδεκατιστούν σε ένα μαζικό μπαράζ, οι επιτελείς δεν πρέπει να υποθέτουν ότι αυτό μεταφράζεται σε γρήγορη νίκη» σημειώνει και θυμίζει ότι στην ιστορία έχει αποδειχτεί ότι δυνάμεις συχνά συνεχίζουν να μάχονται έως ότου καταστραφούν φυσικά.
«Σκεφτείτε ότι μεγάλος αριθμός Ρώσων στρατηγών σκοτώθηκε τον πρώτο χρόνο του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, όμως οι δυνάμεις που διοικούσαν συνεχίζουν επιχειρήσεις μέχρι σήμερα».
Έτσι, τονίζει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι προετοιμασμένες για κάτι που να πλησιάζει έναν εξαντλητικό πόλεμο φθοράς στην Ανατολική Ασία. Σε πρόσφατα πολεμικά παίγνια, προβλέφθηκε ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα εξαντλούσαν τα αποθέματα ναυτικών πυραύλων κρούσης μέσα σε μόλις τρεις ημέρες και ολόκληρο το απόθεμα stand-off όπλων προσβολής χερσαίων στόχων μέσα σε 10 έως 14 ημέρες.
Μπορεί στα παίγνια η Ταϊβάν, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, να απέκρουσε κινεζική αμφίβια εισβολή, αλλά αυτή η νίκη είχε τρομερό κόστος: δεκάδες αμερικανικά πλοία βυθισμένα, εκατοντάδες αεροσκάφη καταστραμμένα και δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιωτικοί νεκροί.
Αν και το Πεντάγωνο πιέζει επειγόντως τους προμηθευτές πυραύλων να διπλασιάσουν ή ακόμη και να τετραπλασιάσουν την παραγωγή κρίσιμων όπλων δεν επιλύεται το πρόβλημα κλιμάκωσης λέει: «Η προτιμώμενη επιχειρησιακή αντίληψη των ΗΠΑ καθιστά μια ανταλλαγή πυρηνικών πυρών περισσότερο και όχι λιγότερο πιθανή.
Από τον Ειρηνικό στην Ευρώπη
Δεδομένης της μακράς και δυσανάλογα μεγάλης επιρροής της Ουάσινγκτον στη στρατιωτική σκέψη εντός του ΝΑΤΟ, αυτοί οι κίνδυνοι εκτείνονται πολύ πέρα από τον Ειρηνικό, σύμφωνα με τον αναλυτή.
Σε συναντήσεις που είχε ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας με στελέχη του ΝΑΤΟ και υψηλόβαθμους Γερμανούς αξιωματικούς, αντιλήφθηκε ότι όλοι τους παραδέχθηκαν ανησυχητικό χάσμα μεταξύ των δικών τους σχεδίων για έναν πιθανό πόλεμο με τη Ρωσία και του τρόπου με τον οποίο οι πολιτικοί ηγέτες, πχ στο Βερολίνο φαντάζονται την εξέλιξη μιας τέτοιας σύγκρουσης.
«Οι μηχανισμοί κλιμάκωσης που είναι ενσωματωμένοι στις επιχειρησιακές έννοιες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων είναι ελάχιστα κατανοητοί εκτός στρατιωτικών κύκλων, και μερικές φορές όχι καλά κατανοητοί ούτε εντός αυτών» καταλήγει ο Gaby υπογραμμίζοντας ότι «οι πυρηνικοί στρατηγιστές συχνά απορρίπτουν τις ανησυχίες για κλιμάκωση, αγκαλιάζοντας τολμηρές ενέργειες υπό τη σημαία της αποτροπής».
Η λύση, έξυπνη φθορά
Δεδομένων των παραπάνω, ο Gaby προτείνει «έξυπνη προσέγγιση φθοράς». Αυτή θα προσαρμόσει τη στρατηγική αποτροπής μέσω άρνησης του Πενταγώνου, εστιάζοντας στην απόκρουση μιας κινεζικής εισβολής χωρίς να πυροδοτήσει αναγκαστικά κατακόρυφη κλιμάκωση.
«Αυτή η προσέγγιση αποφεύγει σκόπιμα εκτεταμένα πλήγματα σε μέσα διοίκησης και ελέγχου που δυνητικά συνδέονται με το κινεζικό πυρηνικό αποτρεπτικό, αναγνωρίζοντας ότι τέτοιες επιθέσεις μπορεί να εκληφθούν στο Πεκίνο ως υπαρξιακές απειλές για την επιβίωση του καθεστώτος του Κομμουνιστικού Κόμματος» εξηγεί.
Έτσι, προσθέτει ότι μια τέτοια προσαρμοσμένη στρατηγική αποδέχεται ότι ο σύγχρονος πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων πιθανότατα θα χαρακτηρίζεται από συμβατική φθορά. «Δίνει προτεραιότητα σε επενδύσεις σε συστήματα όπλων που αποδίδουν μεγαλύτερη ισχύ πυρός στην εγγύς μάχη: επέκταση παραγωγής τορπιλών για τον πόλεμο στη θάλασσα, βραχύτερου βεληνεκούς μη επανδρωμένα συστήματα σε ευρεία κλίμακα και αντιαεροπορικά/αντιπυραυλικά συστήματα μεσαίου έως μεγάλου βεληνεκούς τοποθετημένα για να απωθούν δυνάμεις εισβολής».
Αυτό δεν σημαίνει την πλήρη εγκατάλειψη των υφιστάμενων ικανοτήτων βαθιών πληγμάτων, αλλά μάλλον την επιστροφή τους στον αρχικό ρόλο των εργαλείων διαμόρφωσης του πεδίου μάχης, αντί για τον αποφασιστικό σύντομο δρόμο προς τη νίκη ή την ήττα. «Σημαίνει την αποδοχή ότι η τεχνολογική υπεροχή από μόνη της δεν μπορεί να εγγυηθεί γρήγορη επιτυχία έναντι ισότιμου αντιπάλου» λέει.
Ωστόσο, και πάλι η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης ίσως να μην είναι εφικτή λόγω της συνεχιζόμενης αδυναμίας των ΗΠΑ να δεσμεύσουν τους αναγκαίους πόρους. Ο κίνδυνος απώλειας του μισού έως των 2/3 των μέσων της Πολεμικής Αεροπορίας και του Ναυτικού των ΗΠΑ, για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, σημαίνει για τον ειδικό ότι η βάση κάθε στρατηγικής πρέπει είναι μια ειλικρινής συζήτηση για το τι είναι διατεθειμένοι οι Αμερικανοί να θυσιάσουν για την Ταϊβάν.
Πηγή: in.gr





