Για πρώτη φορά, μια τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν οδήγησε σε αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Αντίθετα, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να επιβάλει νέες κυρώσεις στη Ρωσία σηματοδότησε ρήξη με τη συνήθη τακτική του να επιδιώκει διάλογο με το Κρεμλίνο μετά από ανάλογες συνομιλίες.
Αρχικά, τα γεγονότα φαίνονταν να ακολουθούν γνώριμο μοτίβο. Καθώς η Ουάσιγκτον εξέταζε το ενδεχόμενο να προμηθεύσει την Ουκρανία με πυραύλους Tomahawk, οι δύο ηγέτες επικοινώνησαν τηλεφωνικά.
Οι πύραυλοι
Λίγο αργότερα, ανακοινώθηκαν σχέδια για μια σύνοδο κορυφής ΗΠΑ–Ρωσίας στη Βουδαπέστη, ενώ οι πύραυλοι αποσύρθηκαν από τη συζήτηση.
Παρόμοια εξέλιξη είχε σημειωθεί και τον Αύγουστο, όταν ο Τραμπ απειλούσε με νέες κυρώσεις και ο Πούτιν συναντήθηκε με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ. Η συνάντηση εκείνη είχε οδηγήσει σε σχέδια για σύνοδο στην Αλάσκα, με τις απειλές να «παγώνουν» σύντομα μετά.
Οι καίρια χρονισμένες παρεμβάσεις του Πούτιν προς τον Τραμπ είχαν γίνει τόσο εμφανώς υπολογισμένες, ώστε ακόμη και στη Μόσχα αντιμετωπίζονταν με ειρωνεία. Ο αναλυτής Φιοντόρ Λουκιανόφ σημείωνε τότε ότι ο Ρώσος πρόεδρος «φαίνεται να παίζει ένα προσωπικό τακτικό παιχνίδι με τον Τραμπ» και γνωρίζει πώς να επιλέγει τη στιγμή για να δώσει νέα ώθηση στις συνομιλίες.
Η ρήξη και οι νέες κυρώσεις
Αυτή τη φορά, όμως, το σκηνικό άλλαξε. Απογοητευμένος από τη συνάντηση στην Αλάσκα και τη στάση της Μόσχας στις συνομιλίες για την Ουκρανία, ο Τραμπ ανακοίνωσε την ακύρωση της συνόδου της Βουδαπέστης, δηλώνοντας: «Κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντίμιρ, οι συζητήσεις είναι καλές αλλά δεν οδηγούν πουθενά».
Λίγο αργότερα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά νέες κυρώσεις σε δύο από τους μεγαλύτερους ρωσικούς πετρελαϊκούς ομίλους και δεκάδες θυγατρικές τους, πλήγμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τα έσοδα της Μόσχας. Σύμφωνα με πηγές, η ταχύτητα της απόφασης αιφνιδίασε το Κρεμλίνο, αλλά και στενούς συμβούλους του Τραμπ.
Ο Πούτιν αναγνώρισε ότι οι κυρώσεις μπορεί να προκαλέσουν «ορισμένες απώλειες» στη ρωσική οικονομία, ωστόσο, όπως εκτιμούν αναλυτές, δύσκολα θα αλλάξουν τη στάση του Κρεμλίνου απέναντι στον πόλεμο. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει επανειλημμένα δηλώσει πως είναι διατεθειμένος να αντέξει το οικονομικό κόστος για να συνεχίσει μια σύγκρουση που θεωρεί καθοριστική για την υστεροφημία του.
Αδιέξοδο στις συνομιλίες για την Ουκρανία
Στο επίκεντρο της διαφωνίας βρίσκεται η απαίτηση του Τραμπ για άμεση κατάπαυση του πυρός και έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών. Ο ίδιος ζητά να παγώσουν οι τρέχουσες γραμμές του μετώπου, πρόταση που στηρίζουν η Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της.
Ο Πούτιν, αντίθετα, απορρίπτει κάθε παύση των εχθροπραξιών προτού επιτευχθεί συνολική συμφωνία που, σύμφωνα με τη Μόσχα, θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις «βασικές αιτίες» της σύγκρουσης. Οι ρωσικές απαιτήσεις περιλαμβάνουν πλήρη έλεγχο του Ντονμπάς, περιορισμούς στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και ρωσικό ρόλο στις εσωτερικές υποθέσεις του Κιέβου.
«Για τη Μόσχα, η διακοπή του πολέμου τώρα θα σήμαινε απώλεια του βασικού της μοχλού πίεσης προς τον Τραμπ», υπογραμμίζει ο Αλεξάντρ Γκαμπούεφ του Carnegie Russia Eurasia Center. Κατά τον ίδιο, το Κρεμλίνο θεωρεί ότι κερδίζει τον πόλεμο και ότι η Ουκρανία εξαντλείται σταδιακά.
Η ρωσική στρατηγική και η στάση της Ουάσιγκτον
Ο Πούτιν εκτιμά πως ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του, αναμένοντας να δει πώς θα αντεπεξέλθει η Ουκρανία στον χειμώνα υπό συνεχή βομβαρδισμό και έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Σε πρόσφατη ομιλία του στο φόρουμ Valdai στο Σότσι, εμφανίστηκε βέβαιος ότι οι ουκρανικές δυνάμεις υποχωρούν, επικαλούμενος αριθμούς απωλειών που δεν έχουν επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα.
Σύμφωνα με την πολιτική αναλύτρια Τατιάνα Στανοβάγια, το Κρεμλίνο δείχνει διατεθειμένο να ανεχθεί μια προσωρινή επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, ποντάροντας στη μεταβλητότητα του Τραμπ. «Ο Πούτιν υπολογίζει ότι οι Αμερικανοί θα ‘ξαναβρούν τη λογική τους’», σημειώνει, εκτιμώντας ότι η Ουάσιγκτον ίσως στραφεί εκ νέου προς τη Μόσχα όταν η κατάσταση της Ουκρανίας επιδεινωθεί περαιτέρω.
Πηγή: tanea.gr





