RFF20: Δύο διαφορετικά «Good Boy(s)» — ποιον λέμε τελικά «καλό παιδί»;

goodboys

Αν κάποιος σου πει «good boy!», το πρώτο σου ένστικτο ίσως είναι να ψάξεις για το μπισκότο, αν φυσικά, γαβγίζεις και έχεις μεγαλώσει σε ένα ζεστό σπιτικό με πολλή αγάπη. Κι όμως, αυτή η τόσο απλή φράση, άλλοτε γεμάτη τρυφερότητα κι άλλοτε μ’ έναν υπόγειο σαδισμό, βρέθηκε φέτος διπλά στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα σε κοινό τόπο, έδαφος και διοργανώσεις με συγγένεια.

Δύο σκηνοθέτες, ο Πολωνός Jan Komasa και ο Αμερικανός Ben Leonberg, αποφάσισαν να βαφτίσουν τις ταινίες τους με τον ίδιο τίτλο: «Good Boy».

Το αποτέλεσμα; Αρχικά, θεατές που έκλειναν εισιτήριο για άλλη ταινία και έβλεπαν άλλη (καλή ώρα εγώ). Ουσιαστικά, όμως, εκ του παραλλήλου βλέπουμε δύο τελείως διαφορετικά «καλά παιδιά» και μια ενδιαφέρουσα συνομιλία για το τι σημαίνει, τελικά, να είσαι καλός, σε εποχές που αμφισβητείται η σημασία της εγγενούς ενσυναίσθησης και κυριαρχεί η επιβεβλημένη υποτακτικότητα.

Στην κυριολεξία, όταν λες «good boy» σ’ έναν σκύλο, τον επιβραβεύεις. Είναι η λέξη-κλειδί του αγαπημένου μπισκότου, του παιχνιδιού, της αφοσίωσης (κυρίως ως επιβράβευση) για κάτι που έκανε ή δεν έκανε, εκτέλεσε εντολές, δεν σακάτεψε παντόφλες κ.λπ.

Είναι φράση τρυφερή, αφοπλιστικά άδολη, αλλά κυρίως το password ενός κώδικα επικοινωνίας.

Όταν όμως το λες σε άνθρωπο, τα πράγματα αλλάζουν. Το «good boy» παύει να είναι χάδι και γίνεται υπενθύμιση θέσης. Εκείνο το «καλό παιδί» είναι αυτό που δεν αντιμιλά, δεν φωνάζει, δεν ζητά πολλά. Ή απλώς το «καταδικασμένο» στον ρόλο ενός κατοικίδιου.

Κάπως έτσι, το «μπράβο» μοιάζει περισσότερο με «σκάσε και κολύμπα, όσο είσαι κάτω από τη στέγη μου».

Με αυτή τη διπλή έννοια, επιβράβευσης και υποταγής, οι δύο ταινίες με τον κοινό αγγλικό τίτλο Good Boy κάνουν πρεμιέρα σχεδόν ταυτόχρονα σε ιταλικό έδαφος: η μία στο επίσημο πρόγραμμα του 20ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης, η άλλη στο παράλληλο Alice Nella Città.

Και είναι σαν η μία να αντικρίζει την άλλη μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες.

Ο Ben Leonberg υπογράφει ένα τρυφερό αλλά σκοτεινό horror movie, όπου παρακολουθούμε την ιστορία από την οπτική ενός σκύλου (να αναφέρουμε, σε αυτό το σημείο, ότι η ταινία έχει ήδη διανεμηθεί στην Ελλάδα από από την TFG).

Ο τετράποδος ήρωας Indy ζει με τον ιδιοκτήτη του σε ένα παλιό σπίτι, όπου αρχίζουν να συμβαίνουν ανεξήγητα πράγματα. Φαντάσματα, ήχοι, σκιές, όλα όμως περνούν και φιλτράρονται μέσα από τα μάτια του τετράποδου πρωταγωνιστή. Είναι η σπάνια στιγμή που ο σκύλος καδράρεται στο ύψος της κάμερας και βλέπουμε τον κόσμο όπως εκείνος: μυρίζοντας τον τρόμο, κυνηγώντας την αλήθεια, πάντα πρόθυμος να προστατεύσει· πάντα «καλό παιδί».

Η ταινία έχει τον ρυθμό ενός low-budget θρίλερ με καρδιά: του είδους που δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά σοβαρά, αλλά σου θυμίζει γιατί αγαπάς το σινεμά.

Με διάρκεια 73 λεπτών, σε αφήνει να σκεφτείς ότι ίσως το «good boy» εδώ δεν είναι μόνο ο σκύλος — αλλά κι εμείς, οι θεατές, που καθόμαστε φρόνιμα να τρομάξουμε.

Στον αντίποδα, ο Jan Komasa, γνωστός από το Corpus Christi και, σύντομα, από την αμερικανική ταινία Anniversary που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βαρσοβίας, παρουσιάζει ένα σκοτεινό, σχεδόν «κουμπρικικό» δράμα εκπαίδευσης, υπό το πρίσμα του Κυνόδοντα και με μια εσάνς από Συλλέκτη.

Ο Tommy ξυπνά δεμένος με αλυσίδες από τον λαιμό σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Ένα ζευγάρι (το οποίο υποδύονται οι Stephen Graham και Andrea Riseborough) θα τον «επανεκπαιδεύσει» με ακραίες τιμωρίες και πλασματική καλή πρόθεση στην απόλυτη πειθαρχία, ώστε, μέσα από την τιμωρία, να επιθυμήσει από μόνος του να «διορθώσει» τον παλιό εαυτό του και να γίνει «καλό παιδί».

Ο Komasa (που δέχτηκε την πρόταση να σκηνοθετήσει την ταινία από τον Γέρζι Σκολιμόφσκι) χτίζει μια σάτιρα τρόμου πάνω στη γλώσσα της συμμόρφωσης. Εδώ, το «good boy» είναι φράση τιμωρίας, εργαλείο ελέγχου, πρόγραμμα επανεκπαίδευσης που θυμίζει περισσότερο πείραμα συμπεριφοράς παρά οικογενειακή φροντίδα.

Αν στον Leonberg ο σκύλος είναι θύμα των περιστάσεων, στον Komasa ο άνθρωπος γίνεται πειραματόζωο και η φράση «good boy» χάνει κάθε ίχνος αθωότητας.

Και οι δύο ταινίες, με τον τρόπο τους, θέτουν το ίδιο ερώτημα: ποιο είναι το τίμημα της υπακοής;

Ο σκύλος του Leonberg υπακούει γιατί αγαπά. Ο ήρωας του Komasa υπακούει γιατί φοβάται.

Στην πρώτη περίπτωση, το ένστικτο της αφοσίωσης σώζει· στη δεύτερη, η ανάγκη για αποδοχή καταστρέφει (ή και όχι).

Το «καλό παιδί» γίνεται έτσι καθρέφτης της σχέσης μας με την εξουσία, είτε αυτή έχει ανθρώπινο πρόσωπο, είτε μιας ανώτερης δύναμης, είτε ενός «αφεντικού που κρατά το λουρί».

Κι αν ο σκύλος κουνά χαρούμενα την ουρά του, ο άνθρωπος κουνά το κεφάλι του με μισοκαταπνιγμένη οργή.

Τελικά, αυτό που βλέπουμε στις μεγάλες οθόνες είναι δύο εκδοχές της ίδιας επιθυμίας: να ακούσουμε ένα «μπράβο», να αγαπηθούμε, να μας ταΐσουν ένα μικρό treat για την καλή μας συμπεριφορά.

Ο Komasa μας προειδοποιεί ότι αυτό το «μπράβο» μπορεί να κοστίσει την ελευθερία μας· ο Leonberg μας υπενθυμίζει ότι ακόμη κι ένα πλάσμα χωρίς λόγο μπορεί να είναι πιο ηθικό από τους ανθρώπους που το διατάζουν.

Στον κινηματογράφο, το «καλό παιδί» παραμένει μια παρεξηγημένη έννοια.

Από τον Norman Bates μέχρι τον Forrest Gump, από τα κατοικίδια του Wes Anderson μέχρι τους ήρωες του Γιώργου Λάνθιμου, όλοι τους είναι «καλά παιδιά» που δεν έχουν ελαστικότητα στα όρια της υπακοής.

Τα αληθινά καλά παιδιά, ξέρετε, κάποια στιγμή σταματούν να ζητούν έγκριση.

Εκείνη τη στιγμή, η φράση «καλό παιδί», δηλαδή «καλό σκυλί» ή, στα αγγλικά, Good Boy, παύει να είναι φιλοφρόνηση και γίνεται κραυγή.

Γιατί, κακά τα ψέματα, κανείς δεν θέλει η ζωή του και οι επιθυμίες του να εξαρτώνται από ένα μπισκότο ή από τα θραύσματά του.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ