RFF20: Τζολί–Φόστερ — Την κάνουν γυριστή αλά φρανσέζ

jolie-foster

Βλέποντας στο Φεστιβάλ της Ρώμης, σχεδόν διαδοχικά, τις δύο ταινίες που πρότεινε η Γαλλία για τα Όσκαρ — την Couture της Alice Winocour με την Αντζελίνα Τζολί και τη Vie Privée (A Private Life) της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι με την Τζόντι Φόστερ — αντιλαμβάνεσαι μια αόρατη συγγένεια.

Όχι στις ιστορίες τους, αλλά στην πρόθεση των δύο πρωταγωνιστριών να αποδομήσουν την εικόνα των σταρ μέσα από τη γαλλική γλώσσα και ευαισθησία, και εν τέλει να επιτρέψουν στον φακό να αντιστρέψει (όπως τεχνικά κάνει) το είδωλό τους και να τις καταγράψει διαφορετικά — πιο πολύπλοκα, πιο καθαρά, πιο αποδεσμευμένες από τους κανόνες, σαν το θέατρο να βρήκε την τέμνουσα με τον κινηματογράφο. Δύο γυναίκες που έχουν ήδη κατακτήσει τα πάντα στο Χόλιγουντ αποφασίζουν να «παίξουν» στο πιο απαιτητικό πεδίο: εκεί όπου δεν αρκεί η τεχνική ή η ομορφιά (ίσως το «πρόσωπο» να είναι πιο ταιριαστή λέξη), αλλά χρειάζεται το θάρρος της σιωπής — και το θράσος της πρώτης τόλμης.

Η Winocour, γνωστή από το Proxima, σκηνοθετεί στο Couture μια ταινία για μια σκηνοθέτιδα που, στο πλαίσιο δημιουργίας ενός video-art για επίδειξη ντεφιλέ, παλεύει ανάμεσα στη δημιουργία, τη μητρότητα και μια κρίσιμη ιατρική διάγνωση. Εκείνη η γυναίκα πρέπει να αποφασίσει τι αξίζει περισσότερο στη νέα ζωή που την καταδικάζει να αλλάξει χωρίς την πολυτέλεια του χρόνου και της ροής του· αν πρέπει να συνεχίσει όσα έχει συνηθίσει ή να ξεκινήσει μια ουσιαστική και εκ βαθέων εκκαθάριση.

Η Τζολί, μεταβαίνοντας από τα αγγλικά στα γαλλικά σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακολουθεί την εσωτερική της ένταση με συγκρατημένο βλέμμα και μικρές σιωπές — σαν να δοκιμάζει τα όρια του ίδιου της του ελέγχου.

Ο Benjamin Lee στον Guardian έγραψε μάλιστα για την ερμηνεία της: «Η φυσική της κινηματογραφική γοητεία είναι αδύνατον να αγνοηθεί.» (The Guardian, 9 Σεπτεμβρίου 2025), μια παρατήρηση που δεν την αδικεί, αλλά μάλλον την περιγράφει.

Η Τζολί μοιάζει εδώ να αφήνεται στη Winocour, να παραιτείται από το προνόμιο της προβολής, να παρατηρείται όπως δεν την έχουμε ξαναδεί: ως σώμα μέσα στον χρόνο, όχι ως είδωλο. Η Marya E. Gates συμπληρώνει πως ήταν «[…] μια απολύτως ευχάριστη, αλλά τελικά όχι αξέχαστη βουτιά στον κόσμο της μόδας». Κι όμως, μέσα σε αυτήν την «ανεπαίσθητη» απλότητα, η Τζολί βρίσκει έναν νέο τρόπο να υπάρχει στην οθόνη. Δεν παίζει για να μας συγκινήσει, αλλά για να δοκιμάσει αν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον μύθο της (αλλά με το φάντασμά του). Σε μια βιομηχανία που απαιτεί διαρκή λάμψη, η επιλογή της να μιλήσει σε μια γλώσσα που δεν της ανήκει στο ακέραιο (έχει γαλλική καταγωγή από τη μεριά της μητέρας της) είναι σχεδόν πράξη αντίστασης.

Η Φόστερ, από την άλλη, στη Vie Privée της Ζλοτόφσκι, ερμηνεύει μια ψυχαναλύτρια που καταγράφει τις συνεδρίες των ασθενών της, αλλά αδυνατεί να ακούσει στ’ αλήθεια όσα λέγονται· μια γυναίκα εγκλωβισμένη ανάμεσα στην παρατήρηση και τη συμμετοχή, στη γνώση και τη σιωπή.

Η Ζλοτόφσκι, συνεχίζοντας την ανάλυση των γυναικείων ρόλων που ξεκίνησε με το Πλανητάριο, χτίζει ένα πολύ ήσυχο, σχεδόν μεταφυσικό δράμα για την αδυναμία επικοινωνίας. Ο Peter Bradshaw στον Guardian σημείωσε πως «[…] η Φόστερ υποδύεται μια ψυχαναλύτρια· μια ερμηνεία που παρακολουθείται ευχάριστα» (The Guardian, 21 Μαΐου 2025), αναφερόμενος στις υποκριτικές της επιλογές, ενώ ο Fabien Lemercier στο Cineuropa έγραψε πως «[…] η Ζλοτόφσκι δεν συγκρατείται και παραδίδει μια πυκνή, απρόβλεπτη ταινία, στην κορυφή της οποίας δεσπόζει η Φόστερ» (Cineuropa, Μάιος 2025).

Η Φόστερ —που μιλάει άπταιστα γαλλικά από τα εφηβικά της χρόνια στο Παρίσι— δείχνει εδώ μια απόλυτη άνεση μέσα στη γλώσσα και τη σιωπή. Δεν χρειάζεται να «παίξει» τη διανόηση· την κουβαλά φυσικά, με εκείνη τη στεγνή ειρωνεία που την κάνει μοναδική. Η κάμερα τη βρίσκει συχνά ακίνητη, να ακούει χωρίς να ακούει, να σημειώνει χωρίς να νιώθει — σαν μια γυναίκα που έχασε τον ήχο του κόσμου. Μόνο τα δάκρυά της, που για έναν ακατανόητο λόγο στάζουν σε κάθε ευκαιρία, προδίδουν ότι κάτι πάει στραβά· κι όταν σταματά να κλαίει, καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει — ή έστω διερωτάται.

Αν στις ταινίες τους υπάρχει μια κοινή στιγμή, είναι εκείνη του ήχου ενός κινητού τηλεφώνου. Στο Couture και στο Vie Privée, ένα ενοχλητικό ringtone διακόπτει την αφήγηση· μια υπενθύμιση του παρόντος μέσα σε κόσμους που αναζητούν τη σιωπή· ένα μέσο επικοινωνίας και ταυτόχρονα εργαλείο διάσπασης — όπως κι εμείς στις αίθουσες, που κοιτάμε τον διπλανό αναρωτώμενοι ποιος φταίει για τη διακοπή. Είναι το πιο διακριτικό αλλά και πιο μοντέρνο σχόλιο των δύο δημιουργών πάνω στην εποχή της αποσύνδεσης.

Η ουσιαστική, όμως, συγγένεια των δύο έργων δεν είναι θεματική, αλλά υπαρξιακή. Και οι δύο σταρ κατεβάζουν τα κασέ τους, τις άμυνές τους και τα φίλτρα τους· αποδέχονται να κινηθούν σε ένα κινηματογραφικό τοπίο που δεν τις χαρίζεται. Και είναι αυτή η αφοπλιστική τους διαθεσιμότητα που συγκινεί: το να βλέπεις γυναίκες που θα μπορούσαν να ζουν μέσα στην ασφάλεια της δόξας τους να διαλέγουν το ρίσκο, το άγνωστο, την έκθεση.

Σε μια εποχή που οι καριέρες μετρώνται σε streams και hashtags, η επιλογή να στραφούν προς το γαλλικό σινεμά μοιάζει σχεδόν με πνευματική πράξη — μια υπενθύμιση ότι η τέχνη εξακολουθεί να γεννιέται από το ρίσκο και όχι από τη βεβαιότητα.

Η Αντζελίνα Τζολί και η Τζόντι Φόστερ «την κάνουν γυριστή» όχι απλώς γλωσσικά, αλλά υπαρξιακά· μετακινούνται από τη δύναμη στη λεπτότητα, από την επιβολή στην παρατήρηση, από τη διασημότητα στην αυτογνωσία. Και σ’ αυτό, ίσως, βρίσκεται το πιο γοητευτικό τους κατόρθωμα: ότι τόλμησαν να μη μοιάζουν με καμία προηγούμενη εκδοχή του εαυτού τους.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ