Το «Τζένιφερ Λόπεζ» αποτέλεσε ένα προσωπικό στοίχημα για την Τζένιφερ Λόπεζ, που δεν αρκέστηκε μόνο στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας που παρήγαγε: ανέλαβε την επιμέλεια των χορογραφιών και… είπε και ένα τραγούδι (καλά, είπε περισσότερα από ένα, αλλά σίγουρα λιγότερα απ’ ό,τι το πρωτότυπο μιούζικαλ). Σαν να ύφαινε τον ιστό της σε κάθε πτυχή του πρότζεκτ, η Λόπεζ μεταμορφώθηκε στην απόλυτη Γυναίκα Αράχνη, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Το ertnews.gr βρέθηκε στη συνέντευξη Τύπου στο Λος Άντζελες και έκανε τη δική του ερώτηση, παρακολουθώντας τη μεταμόρφωσή της στην ταινία που θα κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 15 Οκτωβρίου.

[Η συνέντευξη Τύπου έχει υποστεί επεξεργασία για καλύτερη απόδοση των νοημάτων].
Στη συνέντευξη Τύπου συμμετείχαν η εκτελεστική παραγωγός και πρωταγωνίστρια που υποδύθηκε τις Ίνγκριντ Λούνα, την Αουρόρα [Ορόρα] και, φυσικά, τη «Γυναίκα Αράχνη» την ίδια, η Τζένιφερ Λόπεζ, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Μολίνα, ο Τονατίου, και ο σπουδαίος σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ο Μπιλ Κόντον.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιες ήταν οι αγαπημένες στιγμές από τα γυρίσματα;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ: Για μένα ήταν σίγουρα τα μουσικά νούμερα. Είχαμε δώδεκα και τα γυρίσαμε όλα σε πολύ μικρό διάστημα. Ένιωθα σαν να ζούσα ένα όνειρο, γιατί πάντα ήθελα να παίξω σε μια κινηματογραφική μουσική παραγωγή.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Μια αγαπημένη στιγμή για μένα ήταν η χορευτική σεκάνς στην αίθουσα χορού με την Τζένιφερ. Γύρισα και είδα γύρω μου τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες του Μπρόντγουεϊ και συγκινήθηκα τόσο πολύ που έβαλα τα κλάματα από ευγνωμοσύνη.
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Και για μένα, η ίδια σκηνή ήταν καθοριστική. Είχαμε αποφασίσει να τη γυρίσουμε «στην παράδοση του Φρεντ Αστέρ», δηλαδή με μία μόνο λήψη. Έτσι, η Τζένιφερ έπρεπε να χορέψει με έξι παρτενέρ και να καταλήξει στον Τονατίου. Ήταν δύσκολο, αλλά όταν το πετύχαμε, ήταν μαγικό.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η μουσική είναι σχεδόν ένας ξεχωριστός χαρακτήρας στην ταινία. Πώς τη δουλέψατε;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Από την αρχή ξέραμε ότι η μουσική έπρεπε να ενώνει τον ρεαλιστικό κόσμο της φυλακής με τον φανταστικό κόσμο του Μολίνα. Έτσι, οι συνθέσεις έχουν μια διπλή φύση: από τη μία είναι μεγάλες, σχεδόν οπερατικές, από την άλλη κρατούν κάτι το μινιμαλιστικό. Θέλαμε να νιώθεις ότι βρίσκεσαι και στους δύο κόσμους ταυτόχρονα.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Για μένα, η μουσική ήταν οδηγός για την υποκριτική. Κάθε τραγούδι είχε το δικό του συναίσθημα. Άλλοτε με πήγαινε σε κάτι λαμπερό και εκρηκτικό, άλλοτε σε κάτι εσωτερικό και σκοτεινό. Σαν η μουσική να «άνοιγε» τον δρόμο για το πώς θα παίξω τη σκηνή.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Και για μένα ήταν απίστευτο. Ειδικά σε μια σκηνή, όπου ο Μολίνα αφηγείται μια ταινία και ξαφνικά μπαίνει απότομα μουσική, εκεί καταλαβαίνεις ότι δεν είναι απλώς διαφυγή, αλλά είναι η ψυχή του που τραγουδά. Ένιωσα σαν να έβγαινε ο χαρακτήρας από το σώμα μου για να εκφραστεί μέσα από τη μουσική.
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Χαίρομαι που το λέει αυτό, γιατί αυτός ήταν και ο στόχος. Να μην είναι απλά μουσικά νούμερα για εντυπωσιασμό, αλλά κομμάτια της αφήγησης που κουβαλούν συγκίνηση.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ ΛΙΖΑΡΔΟΣ: Καλησπέρα σας. Η ταινία έχει μια ειρωνική δημιουργικότητα, καθώς αναφέρεται στο ότι κάποιες φορές οι υπερβολικά «οπερατικές» ατάκες ή ακόμα και τα ίδια τα μιούζικαλ δεν έχουν πολλούς θαυμαστές. Όμως «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» είναι εξαιρετικά ευρηματικό και μου θύμισε ότι υπάρχουν στίχοι από πολλά μιούζικαλ που μας φέρνουν χαρά και μας επιτρέπουν να εκφραστούμε καλύτερα. Υπάρχουν λοιπόν στίχοι από κάποιο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, ή ειδικά από αυτό εδώ, που σας χαρίζουν τέτοια χαρά; Η ερώτηση είναι για όλους σας. Ευχαριστώ πολύ.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Πάρα πολλοί.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Το ξέρω.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Θεέ μου, αυτή είναι μια πολύ εκτεταμένη ερώτηση. [γέλια]
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Δηλαδή, στίχοι από το μιούζικαλ «Gypsy» [σ.σ. των Stephen Sondheim και Arthur Laurents]. Το «Fun Home» [σ.σ. της Lisa Kron] έχει έναν υπέροχο στίχο όπου—
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Το «Funny Girl».
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Ναι.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: [γέλια] Υπάρχουν τόσοι πολλοί [στίχοι]. Στο «West Side Story», για παράδειγμα.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Το «Come What May».
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Το «Sweeney Todd».
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Το «The Music Man». [γέλια] Είναι τόσα πολλά που θα έπρεπε να κάτσω να σκεφτώ: «ποιος στίχος από ποιο τραγούδι συγκεκριμένα;».
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Α, ξέρετε τι; Έχω κάτι πάνω σε αυτό. Όταν έκανα αιτήσεις για να σπουδάσω υποκριτική, η μητέρα μου με πήγε στο Σαν Φρανσίσκο για μια ακρόαση και εκείνη την περίοδο ανέβαινε το «Wicked». Την παρακάλεσα να μου πάρει εισιτήρια για να το δω.
Και θυμάμαι που είδα τον Μάγο να τραγουδά το «Wonderful». Και σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι πενήντα, εξήντα χρονών και χορεύει και τραγουδά με όλη του την ψυχή. Αυτό θέλω για τη ζωή μου». Σκέφτηκα πού ταξίδεψε, ποιους γνώρισε, τι μπόρεσε να κάνει, και όλη τη χαρά που έφερε στον κόσμο. Και είπα μέσα μου: «Θεέ μου». Αυτή είναι η δύναμη του μιούζικαλ. Αυτό είναι που το κάνει μοναδικό: η χαρά.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η ταινία μοιάζει σαν ένα πάντρεμα ανάμεσα στο φιλμ νουάρ και τα κλασικά μιούζικαλ του Χόλιγουντ. Πώς ήταν να την εκτελείτε με αυτόν τον τρόπο; Σας έκανε να εκτιμήσετε περισσότερο τι έκαναν οι καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’40;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν μόνο η εικόνα αλλά και το παίξιμο. Η Τζένιφερ, για παράδειγμα, είχε καταλάβει από την αρχή ότι ο χαρακτήρας της, η Αουρόρα (ή αλλιώς Ορόρα), είναι η φανταστική εκδοχή της ζωής που ονειρεύεται ο Μολίνα. Έπαιξε, λοιπόν, όχι μόνο με το στιλ των ’40s, αλλά και με το συναίσθημα που συνδέει τον χαρακτήρα της με τον Τονατίου. Έπαιξε τρεις διαφορετικές εκδοχές: τη σταρ, την ηθοποιό και τη σκοτεινή της πλευρά. Δεν την έκανα την επιλογή επειδή είναι «ντίβα», αλλά επειδή είναι σπουδαία ηθοποιός.
Το ίδιο ισχύει και για τον Τονατίου. Έπρεπε να υποδυθεί όχι μόνο τον Μολίνα, αλλά και τον δανδή των ’40s. Και κατάφερε να ενσαρκώσει αυτό το ύφος με φυσικότητα.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ: Ο Μπιλ ήταν ξεκάθαρος: «Σε διάλεξα γιατί ξέρω ότι μπορείς να εκτελέσεις ολόκληρο το νούμερο χωρίς διακοπές». Ήταν σαν να κάνεις live show: ξεκινάς και το τελειώνεις, ό,τι κι αν συμβεί. Και μάλιστα, δεν ήταν μόνο ο χορός· έπρεπε να χορογραφώ έχοντας την κάμερα στο μυαλό μου. Το θαυμάζω πολύ αυτό στους παλιούς καλλιτέχνες.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Ήταν μεγάλη χαρά για μένα να μελετήσω και να αναπαράγω στοιχεία από είδωλα όπως ο Έρολ Φλιν, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ή ο Τζιν Κέλι. Ήθελα να φέρω και τις μικρές τους κινήσεις, τις λεπτομέρειες, ώστε να φαίνεται αληθινό.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα ήθελα να ρωτήσω για τη σύνδεσή σας με τον Μανουέλ Πουίγκ, συγγραφέα του πρωτότυπου βιβλίου. Διαβάσατε το έργο του πριν μπείτε στην ταινία;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Εγώ διάβασα το μυθιστόρημα στο πανεπιστήμιο και από τότε είδα όλες τις εκδοχές του. Το σπουδαίο είναι ότι μπόρεσα να κάνω μια «αρχαιολογική ανασκαφή» σε όλο το υλικό που είχε γραφτεί για τις διάφορες μεταφορές του «Φιλιού της Γυναίκας Αράχνης» ως μιούζικαλ. Ο Πουίγκ είχε γράψει κι εκείνος ένα προσχέδιο. Ένιωθα σαν να τον είχα μαζί μου, καθώς πάλευε κι εκείνος με το ίδιο ερώτημα: πώς μπορείς να κάνεις μιούζικαλ μια τέτοια ιστορία.
Κάποιοι αναρωτιούνται αν η «καμπ» πλευρά του ή οι θηλυπρεπείς του εκφράσεις είναι στερεότυπα μιας άλλης εποχής. Η απάντηση είναι όχι· αυτά ήταν η ουσία του ίδιου του Πουίγκ, και αυτό θέλαμε να τιμήσουμε.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Και τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μπιλ, πώς ανακαλύψατε τον Τονατίου;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Έκανα κάτι πολύ έξυπνο: πάτησα το «Play» σε ένα self-tape οντισιόν που μας έστειλε. [γέλια] Ακολούθησαν τέσσερις [πραγματικές] οντισιόν, η τελευταία με τον Ντιέγκο [Λούνα]. Αλλά ειλικρινά, από το πρώτο βίντεο είχα την αίσθηση ότι αυτός είναι. Έχει μια απίστευτη αμεσότητα, εκφραστικό πρόσωπο και σπάνιο ταλέντο. Νομίζω στο τέλος της ημέρας ο ίδιος «εξασφάλισε» στον εαυτό του τον ρόλο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γιατί πιστεύετε ότι είναι σημαντικό να αφηγηθεί κανείς μια «επικαιροποιημένη» εκδοχή του «Φιλιού της Γυναίκας Αράχνης» το 2025;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Νομίζω πως είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Η ιστορία μιλά για έναν τρανς ή γκέι χαρακτήρα και για το πώς δύο άνθρωποι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, βρίσκουν την ανθρωπιά και τελικά την αγάπη ο ένας στον άλλο. Σε μια εποχή που η κοινωνία είναι τόσο διχασμένη, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Προσωπικά πιστεύω πως η queer εκπροσώπηση στον κινηματογράφο είναι ζωτικής σημασίας. Το ξέρω και από την ίδια μου την οικογένεια. Θυμάμαι πόσο καθοριστικό ήταν για μένα να δω τη Ρίτα Μορένο στο «West Side Story». Επειδή ήταν Πορτορικανή, με έκανε να καταλάβω ότι μπορούσα κι εγώ να κυνηγήσω όνειρα που κανείς στην οικογένειά μου δεν είχε φανταστεί. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου.
Και κάτι ακόμα: ο Μπιλ ήταν ανένδοτος ότι όλοι στο καστ έπρεπε να είναι Λατίνοι. Σε προηγούμενες εκδοχές δεν συνέβαινε αυτό, παρόλο που η ιστορία διαδραματίζεται σε τόπο όπου θα έπρεπε. Θεωρώ πολύ σημαντικό που το καταφέραμε. Και παρ’ όλα αυτά, η ιστορία παραμένει παγκόσμια και μπορεί να συγκινήσει οποιονδήποτε.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Συμφωνώ. Το μήνυμα είναι ότι η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά και η αγάπη ξεπερνούν το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ναι, έχουμε queer θεματική, αλλά τελικά η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή προς τη διαφορετικότητα και την ίδια την ανθρωπότητα.
Και από επιχειρηματική σκοπιά, αξίζει να θυμόμαστε ότι οι Λατίνοι καλλιτέχνες «πουλάνε». Είμαστε εμπορικοί, το κοινό μας αγαπά. Κι όμως, το Χόλιγουντ δείχνει διστακτικό όταν πρόκειται για καστ αποκλειστικά Λατίνων. Κι όμως, κάθε φορά που γίνεται, η επιτυχία είναι δεδομένη. Όπως λέω κι εγώ: «είναι καυτοί».

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τζένιφερ, μιας και είσαι και παραγωγός της ταινίας, τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Σημαίνει… τα πάντα! [γέλια] Από την ανάπτυξη του σεναρίου, μέχρι το καστ, τη χρηματοδότηση, την επεξεργασία στο μοντάζ, ακόμα και το μάρκετινγκ. Ουσιαστικά, ο παραγωγός είναι εκεί από την αρχή μέχρι το τέλος και βοηθά σε όλα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είδαμε σκηνές όπου χορεύεις με πλατφόρμες [και τακούνια], φορώντας μακριά, βαριά φορέματα. Πόσο δύσκολο ήταν;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ: Ήταν εξαιρετικά απαιτητικό. Ένα από τα φορέματα ζύγιζε περίπου 25 κιλά. Φανταστείτε να χορεύετε και να τραγουδάτε μέσα σε αυτό, με κίνδυνο να μπερδευτεί το ύφασμα στα τακούνια. Έπρεπε κάθε φορά να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη, γιατί γνωρίζαμε ότι οι λήψεις θα ήταν μεγάλες, σχεδόν χωρίς κοψίματα.
Έπαιζα πολλαπλούς ρόλους: την Ίνγκριντ Λούνα, την Αουρόρα και τη Γυναίκα Αράχνη. Έπρεπε να δώσω διαφορετική ενέργεια και ουσία σε καθεμία. Ήταν σαν να χορεύεις και να παίζεις τρεις ζωές μέσα σε μία ταινία.
Θυμάμαι μια φορά, στη μέση ενός μεγάλου χορευτικού, το τακούνι μου πιάστηκε στο φόρεμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα ήταν τέλεια· και μέσα μου φώναζα «όχι, ήταν τέλειο μέχρι τώρα!». Αυτά τα απρόοπτα ήταν ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι.
Κι όμως, συμβαίνουν «θαύματα» στα γυρίσματα. Κάπως βρίσκεις τρόπο να συνεχίσεις. Και χάρη στην ομάδα, πραγματικά καταφέραμε μικρά θαύματα σε αυτή την ταινία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τα σκηνικά και η εικόνα παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στο να δημιουργηθεί αυτό το σύμπαν. Πώς δουλέψατε για να το ζωντανέψετε;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Με πολλή μελέτη. Κοιτάξαμε πολλές κλασικές ταινίες, αλλά στο τέλος έπρεπε να τις αφήσουμε στην άκρη, γιατί η μεγάλη πρόκληση ήταν αν το κοινό θα αποδεχόταν αυτή τη συνεχή «μετάβαση»: από τη φυλακή στο φαντασιακό του Μολίνα και πάλι πίσω. Έπρεπε οι δύο κόσμοι, όσο διαφορετικοί κι αν είναι, να βρίσκουν τρόπους να συγχωνεύονται.
Γι’ αυτό, όταν η Τζένιφερ εμφανίζεται τελικά στη φυλακή, μπαίνει μέσα από θεατρικά φώτα που δημιουργούν σκιές, σαν θεατρική σκηνή. Καθώς η ιστορία προχωρά και ο Τονατίου συνδέεται βαθύτερα με τον Ντιέγκο, ο φωτισμός του γίνεται σχεδόν σαν αναγεννησιακός πίνακας, όχι πια απλά ρεαλιστικός.
Η πρόκληση ήταν να μη γίνει απλή μίμηση, σαν «παράθεση» εικόνων, αλλά να παραμείνει ζωντανό. Θέλαμε να φέρουμε λίγο Χόλιγουντ μέσα στη φυλακή και λίγο από τη γοητεία που έχουν οι τηλενοβέλες… μέσα στο Χόλιγουντ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τζένιφερ, […] Παίζεις τρεις διαφορετικούς ρόλους, τραγουδάς, χορεύεις, σαν να κάνεις περιοδεία… Από πού αντλείς τόση ενέργεια; Πώς τα καταφέρνεις;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Η αλήθεια είναι πως αγαπώ αυτό που κάνω. Αγαπώ τη δουλειά μου και νιώθω τυχερή που μπορώ να την κάνω. Η μεγαλύτερη μάχη για μένα όλα αυτά τα χρόνια είναι να βρω ισορροπία, κάτι που συνεχώς προσπαθώ αλλά σπάνια το πετυχαίνω. Τελειώνω ένα πράγμα και αμέσως ξεκινάω το επόμενο.
Αυτό το καλοκαίρι ξαναβγήκα σε περιοδεία. Είχε περάσει καιρός, γιατί είχα ακυρώσει την προηγούμενη περιοδεία αμέσως μετά τα γυρίσματα της ταινίας. Ήταν υπέροχο που ξανασυνδέθηκα με τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο. Και τώρα που μιλάμε για την ταινία, ετοιμάζομαι ήδη για την επόμενη με τον Ρόμπερτ Ζεμέκις. Ειλικρινά, είναι δύσκολο να σταματήσω, γιατί όλα είναι τόσο συναρπαστικά.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και τι σημαίνει για σένα «ισορροπία»;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Για μένα, ισορροπία θα ήταν να μπορώ να μείνω λίγο ακίνητη. Μετά την ταινία ακύρωσα την περιοδεία και για έναν ολόκληρο χρόνο δεν έκανα τίποτα. Και τότε συνειδητοποίησα ότι… δεν χάθηκε και ο κόσμος! Η καριέρα παρέμεινε, η ζωή συνέχισε. Μπόρεσα να ζήσω λίγο πιο ήρεμα. Αυτό ήταν το πραγματικό μάθημα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πότε ακούσατε πρώτη φορά για το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης»; Και τι ήταν αυτό το επαναστατικό στοιχείο που σας έκανε να πείτε «ναι» στο πρότζεκτ;
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Όταν διάβασα το σενάριο, το βρήκα υπέροχο. Ο χαρακτήρας του Μολίνα μού έδωσε τη δυνατότητα να βουτήξω βαθιά και να χαθώ μέσα του. Έχασα 20 κιλά για τον ρόλο· έκανα πλάκα με την Τζένιφερ λέγοντας «προσπαθώ να φτάσω τις διαστάσεις που έχει η μέση σου», της έλεγα! [γέλια] Αλλά πέρα από τη μεταμόρφωση, αυτό που με ενέπνευσε ήταν ότι η τέχνη μπορεί να φέρει πρόοδο και αγάπη. Η κουλτούρα αλλάζει πιο γρήγορα από την πολιτική. Και μόνο με το να με επιλέξετε, είναι από μόνο του μια δήλωση. Η σχέση του Μολίνα με τον Βαλεντίν είναι μια ιστορία αναγκαία και δυστυχώς όλο και πιο επίκαιρη.
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο πριν τρία χρόνια, επειδή πάντα με συγκινούσαν οι προηγούμενες εκδοχές του έργου. Κάθε μία ήταν επαναστατική για την εποχή της. Όταν διάβασα το μυθιστόρημα, ένιωσα ότι ακόμη δεν το έχουμε «προλάβει» ως κοινωνία. Είδα καθαρά ότι τα τρανς άτομα θα γίνονταν στόχος. Δεν ξέραμε βέβαια ότι θα φτάναμε να βλέπουμε τανκς στον δρόμο… αλλά η αίσθηση του κατεπείγοντος υπήρχε ήδη.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Συμφωνώ. Αυτή η «επανάσταση» που λες είναι ο λόγος που η ταινία είναι σημαντική στο σήμερα. Στην ουσία, είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που, παρ’ όλες τις διαφορές τους, ανακαλύπτουν ότι είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωποι και ερωτεύονται. Αυτό είναι το πραγματικό μήνυμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πείτε μας για τον Ντιέγκο Λούνα. Πώς ήταν η συνεργασία σας;
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Ο Ντιέγκο είναι καταπληκτικός. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, δημιουργήθηκε ένας δεσμός. Ο χαρακτήρας του, ο Βαλεντίν, είναι τόσο διαφορετικός από τον Μολίνα — πιο σκληρός, πιο πολιτικοποιημένος. Και παρ’ όλα αυτά, ο Ντιέγκο κατάφερε να δείξει και την τρυφερή του πλευρά. Στις σκηνές μας μαζί, ήταν σαν να έβλεπες δύο κόσμους να συγκρούονται αλλά και να ελκύονται.
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Αυτό που με εντυπωσίασε στον Ντιέγκο είναι η ένταση του βλέμματός του. Έχει μια δύναμη, μια ακεραιότητα που δεν χρειάζεται πολλά λόγια. Στην ταινία, αυτό ήταν τέλειο για τον ρόλο του Βαλεντίν. Και μαζί με τον Τονατίου, υπήρχε αυτή η μαγνητική ενέργεια που δεν μπορείς να σκηνοθετήσεις — είτε υπάρχει είτε όχι.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Κι εγώ τους είδα μαζί και σκέφτηκα «αυτό είναι». Η χημεία τους ήταν αληθινή, όχι υπολογισμένη. Όταν βλέπεις τις σκηνές τους, νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι αληθινό και όχι μόνο «υποκριτική». Αυτό ήταν συγκλονιστικό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τα κοστούμια στην ταινία είναι εντυπωσιακά και έχουν τεράστια σημασία για την αίσθηση της εποχής αλλά και για την ψυχολογία των χαρακτήρων. Πώς δουλέψατε με αυτά;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Ο ενδυματολόγος μας, ο Άλμπερτ Γουόλφ, έκανε φανταστική δουλειά. Είχαμε δεκάδες διαφορετικές εμφανίσεις για κάθε εκδοχή της Αουρόρα, της Ίνγκριντ Λούνα και της Γυναίκας Αράχνης. Ήταν σαν να μπαίνω σε άλλον άνθρωπο κάθε φορά που έβαζα ένα φόρεμα. Μόλις φορούσα το κοστούμι, η στάση του σώματος, το βλέμμα, όλα άλλαζαν.
Και βέβαια, τα φορέματα ήταν βαριά και δύσκολα στη χρήση. Έπρεπε να τα «τιθασεύω» σε κάθε κίνηση. Αυτό όμως έδινε και μια αλήθεια — γιατί στις ταινίες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, έτσι ήταν στ’ αλήθεια τα ρούχα.
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Συμφωνώ. Τα κοστούμια ήταν μέρος της δραματουργίας. Χρησιμοποιήσαμε τα χρώματα με συγκεκριμένη λογική. Για παράδειγμα, όταν ο Μολίνα βυθίζεται στον δικό του κόσμο, τα φορέματα της Αουρόρα γίνονται πιο έντονα, πιο λαμπερά. Όσο πλησιάζουμε στο τέλος, τα χρώματα σκουραίνουν, σαν να μας οδηγούν σε μια πιο σκοτεινή αποκάλυψη.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Για μένα, ήταν πολύ όμορφο να παρατηρώ αυτές τις λεπτομέρειες. Στη φυλακή, τα πάντα είναι γκρίζα, περιορισμένα. Όταν εμφανίζεται η Τζένιφερ, είναι σαν να ανοίγει μια τρύπα φωτός. Το κοστούμι δεν ήταν απλώς ρούχο· ήταν σαν να έμπαινε μια θεά μέσα στον χώρο μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς έχει αλλάξει η ρουτίνα σας για να διατηρήσετε την ενέργειά σας; Ποια τα οφέλη του να το κάνεις τώρα, σε αυτή την ηλικία, σε σχέση με τα 25;
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Ακόμα νιώθω 25; [γέλια] Η αλήθεια είναι πως ο χορός και η κίνηση με βοηθούν πολύ· αν δεν κινούμαι, δεν είμαι καλά. Έχω αλλάξει τον τρόπο που γυμνάζομαι: πλέον κάνω περισσότερη προπόνηση με βάρη παρά μόνο καρδιο. Όσο για την ηλικία, νιώθω ότι είμαι στην καλύτερη φάση της ζωής μου: πιο έξυπνη, πιο συνειδητή, πιο ευγνώμων. Μπορώ να απολαύσω τα πράγματα χωρίς την πίεση να αποδείξω συνέχεια κάτι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς επηρέασε η ταινία του Babenco του ’85 την οπτική σας πάνω στο θέμα αλλά και την ταινία σας;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Η ταινία του 1985 με επηρέασε πολύ σε νεαρή ηλικία. Αλλά εγώ δεν βασίστηκα τόσο στη μιούζικαλ εκδοχή όσο στο πρωτότυπο μυθιστόρημα. Η κάθε εκδοχή είχε τη δική της επανάσταση για την εποχή της, αλλά εγώ ήθελα να γυρίσω πιο πιστά στο μυθιστόρημα.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: (συμφωνεί) Η παλιά ταινία και οι παλαιότερες εκδοχές εξυπηρετούσαν την εποχή τους. Τώρα το κοινό έχει διαφορετική αντίληψη για φύλο και σεξουαλικότητα, οπότε το έργο πρέπει να αποδοθεί με εκείνη την ευαισθησία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η ταινία είναι «φόρος τιμής για τις ταινίες» που μας μεγάλωσαν: πώς το εκφράσατε αυτό;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Κάναμε δοκιμαστικές προβολές και κάποια άτομα είπαν ότι έχουν κουραστεί από τα ζεστά χρώματα και τις μπλε παλέτες· εδώ θέλαμε το χρώμα, το μαγικό που φέρνει η κινηματογραφική εμπειρία. Θέλαμε η μουσική και τα σκηνικά να ξυπνούν την αίσθηση του κινηματογράφου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σήμερα πολλοί βλέπουν ταινίες στο σπίτι, σε πλατφόρμες streaming. Γιατί πιστεύετε ότι το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» πρέπει να το δει κανείς στη μεγάλη οθόνη;
ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ: Αυτή είναι ταινία φτιαγμένη για αίθουσα. Θέλαμε να δώσουμε ξανά την αίσθηση του σινεμά όπως το ζούσαμε παλιά: τα χρώματα, η μουσική, η κλίμακα. Δεν είναι μόνο ιστορία, είναι εμπειρία.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΠΕΖ: Συμφωνώ. Η μουσική, τα σκηνικά, οι ερμηνείες — όλα είναι σχεδιασμένα για να τα ζήσεις με κοινό, με ήχο που γεμίζει τον χώρο, με εικόνα που σε αγκαλιάζει. Είναι μαγικό να το βλέπεις μαζί με άλλους ανθρώπους.
ΤΟΝΑΤΙΟΥ: Ναι, και για μένα αυτή είναι η διαφορά. Όταν γελά ή συγκινείται όλη η αίθουσα μαζί σου, καταλαβαίνεις ότι η τέχνη είναι κάτι συλλογικό. Αυτή η ταινία θέλει το κοινό της στο σκοτάδι της αίθουσας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς αισθάνεστε, κυρία Λόπεζ, που πλέον λαμβάνετε περισσότερη κριτική αναγνώριση (μετά τις ταινίες «Hustlers» και τώρα «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης»);
ΤΖΕΝΙΦΕΡ: Με τις αλλαγές στη ζωή και την καριέρα μου, έχω πάρει τον χρόνο μου. Ποτέ δεν άφησα [τις κακές κριτικές] να με αποθαρρύνουν. Κάνω ό,τι καλύτερο σε κάθε ευκαιρία. Είμαι ευγνώμων που τώρα μου προσφέρονται διαφορετικοί ρόλοι και με ζητούν για να συνεργαστώ σπουδαίοι σκηνοθέτες.
Με δυναμισμό και αφοσίωση, η Τζένιφερ Λόπεζ απέδειξε πως δεν είναι απλώς μια σταρ που πρωταγωνιστεί αλλά προτίθεται να γίνει δημιουργός που κρατά στα χέρια της ολόκληρο τον ιστό μιας ταινίας. Ο Τονατίου, πάλι, είναι ο πραγματικά κερδισμένος, δίνοντας μια σαρωτική, πολυδιάστατη ερμηνεία: ένα — γνήσιο triple act — που ίσως τον οδηγήσει στις μεγάλες βραβεύσεις ως υποψήφιο. Ο Μπιλ Κόντον «ενορχήστρωσε» τους κανόνες ώστε να μη φανεί σε κανέναν ότι τα κυρίως γυρίσματα (αυτά με την Τζένιφερ Λόπεζ) ολοκληρώθηκαν σε λιγότερο από έναν μήνα, ενώ στα περισσότερα μιούζικαλ αυτή η διαδικασία, με τις πρόβες, παίρνει και μισό χρόνο.
Και κάπως έτσι, σας παρουσιάσαμε την ενδυναμωμένη έκδοση από τη νέα μεταφορά ενός εμβληματικού βιβλίου — πρώτα σε ταινία το 1985, μετά σε μιούζικαλ στο θεατρικό σανίδι και τέλος στο νέο προσωπικό στοίχημα της Λόπεζ να συντηρήσει τη star εικόνα της μετά από τα πολλαπλά cancel της προηγούμενης χρονιάς. Και η αλήθεια: έχει κάνει πολλή δουλειά στην πλέξη του νέου της ιστού, σε βαθμό που η νέα της «παγίδα» ίσως «φυλακίσει» τις καρδιές του κοινού.
www.ertnews.gr
Πηγή: ertnews.gr