Η ελληνική οικονομία και οι κίνδυνοι από τη γαλλική κρίση

Έρχεται ακόμη καλύτερο οικονομικό φινάλε για το 2023

Του Τάσου Δασόπουλου 

Έντονη ανησυχία προκαλούν –προς το παρόν– σε όλη την Ε.Ε. τα διαδοχικά επεισόδια στο πολιτικοοικονομικό θρίλερ της Γαλλίας, η οποία δείχνει να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βρει συναινέσεις για να περάσει τον ούτως ή άλλως δύσκολο Προϋπολογισμό του 2026. 

Περιμένοντας τον τέταρτο κατά σειρά πρωθυπουργό, ο οποίος θα επιχειρήσει να περάσει τις περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να μειωθεί το έλλειμμα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, που αναμένεται να φτάσει το 5,7% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου, όλοι εντός της Ε.Ε. κρατούν την ανάσα τους. 

Στο πέρασμα από επεισόδιο σε επεισόδιο αυτής της κρίσης η Γαλλία αποδεικνύει ότι είναι “πολύ μεγάλη για να αποτύχει”. Με την παραίτηση Σεμπαστιάν Λεκορνί, το ευρώ υποχώρησε κατά 1,4% σε σχέση με το δολάριο, ενώ η νευρικότητα στην αγορά χρήματος αυξήθηκε και για τα ελληνικά ομόλογα, αλλά ευτυχώς συγκυριακά, αφού στη συνέχεια τα ομόλογα όλων των χωρών-μελών της Ε.Ε. (της Ελλάδας μη εξαιρουμένης) υποχώρησαν σε φυσιολογικά επίπεδα. 

Ωστόσο το πρόβλημα με το χρέος της Ε.Ε. είναι υπαρκτό και τους ανησυχεί όλους. Το ύψος του χρέους φτάνει το 85% και κατεβαίνει με πολύ αργούς ρυθμούς. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα αν κανείς αναλογιστεί ότι το χρέος της Ε.Ε. έφτασε στο 95% το 2020, τη χρονιά που ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, όταν όλα τα κράτη-μέλη έπρεπε να πραγματοποιήσουν μεγάλες δαπάνες για αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης. Η υποχώρησή του κατά 10% σε 5 χρόνια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γρήγορη σε καμία περίπτωση. Τρανό παράδειγμα ταχείας μείωσης του χρέους είναι η Ελλάδα, η οποία το ίδιο διάστημα μείωσε το χρέος της κατά 55,6% του ΑΕΠ, στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024 από το 209,4% του ΑΕΠ το 2020. 

Ένα υψηλό χρέος όπως αυτό της Ε.Ε. το μόνο που δεν χρειάζεται είναι ένα υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης, το οποίο θα προκαλέσει μια μόνιμη νευρικότητα στις αγορές. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι αγορές σπεύδουν να επιτεθούν σε ομόλογα χωρών με υψηλό χρέος, μεταξύ των οποίων είναι και τα ελληνικά. 

Η έρευνα της ΕΚΤ 

Προς το παρόν καθησυχαστικά είναι και τα νέα για την εξάρτηση των γαλλικών εμπορικών τραπεζών από το γαλλικό χρέος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα που έκανε όλο αυτόν τον καιρό η ΕΚΤ, οι μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες (BNP Paribas S.A., Credit Agricole S.A. και Societe Generale S.A.) κατέχουν σήμερα μόνο το 6% του συνολικού γαλλικού χρέους σε ομόλογα και, εξ αυτού, δεν επηρεάζονται σοβαρά τα εποπτικά τους κεφάλαια. Ωστόσο το ενδεχόμενο ενός συστημικού κινδύνου δεν έχει εκλείψει, καθώς οι ιταλικές τράπεζες διακρατούν σε ομόλογα το 12% του γαλλικού χρέους, οι ισπανικές το 8%, ενώ οι γερμανικές μόλις το 3% του συνολικού γαλλικού χρέους. Σε πιο απλά ελληνικά, μια κρίση χρέους στη Γαλλία δεν θα πλήξει τόσο την ίδια τη Γαλλία, αλλά την Ιταλία, η οποία επίσης έχει πρόβλημα με το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

Η Ελλάδα βιώνει ήδη τις παράπλευρες απώλειες από την αβεβαιότητα από τους δασμούς Τραμπ στις εξαγωγές της. Επειδή όμως οι ελληνικές εξαγωγές απορροφώνται κατά 65% από την Ε.Ε., η μείωση αφορά την Ε.Ε. και άρα και τη Γαλλία. 

Οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες 

Εκτός από την άμεση οικονομική απώλεια, η απουσία της Γαλλίας από τις διαπραγματεύσεις για τον επόμενο κοινοτικό Προϋπολογισμό μπορεί να έχει και μελλοντικές συνέπειες. Ως γνωστόν, στην πρόταση της Κομισιόν για την προγραμματική περίοδο 2028-2034 υπάρχει –μεταξύ άλλων– η ενοποίηση των κονδυλίων που θα διατεθούν για την πολιτική συνοχής με τα χρήματα τα οποία θα διατεθούν για τη νέα περίοδο της κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Το θέμα αφορά άμεσα τη Γαλλία, αλλά και την Ελλάδα, οι οποίες έχουν ακόμη αγροτικό πληθυσμό και θέλουν σαφώς τη διατήρηση της διάκρισης των κονδυλίων, καθώς η συγχώνευσή τους προοιωνίζεται και τη συρρίκνωση των κονδυλίων. Οι τελικές αποφάσεις για τον νέο Προϋπολογισμό να αναμένεται να ληφθούν το 2027, όταν την εκ περιτροπής προεδρία θα ασκεί η Ελλάδα. Ωστόσο θα είναι δύσκολο τότε να αναιρεθούν οι θεσμικές αλλαγές του νέου Προϋπολογισμού, που έχουν ήδη εγκατασταθεί, και η όποια συζήτηση για την αύξηση ή όχι των κονδυλίων θα γίνεται σε συγκεκριμένα δεδομένα. 

Η απουσία της Γαλλίας, έστω και προσωρινά, θα γίνει αισθητή και στην προσπάθεια επανεξοπλισμού της Ε.Ε., που τρέχει με γοργούς ρυθμούς τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπου οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη της Συμμαχίας συμφώνησαν για την αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών κατά 5% μέχρι και το 2032, όσο και λόγω της επιθετικότητας που δείχνει τον τελευταίο καιρό η Ρωσία. Επίσης, η Γαλλία υποστηρίζει το ελληνικό αίτημα, ότι η Τουρκία δεν μπορεί να συμμετέχει στο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Άμυνας (SAFE) των 150 δισ. ευρώ όσο συνεχίζει να διατηρεί το Casus Belli με την Ελλάδα. 

Συνεπώς, η αποδυνάμωση της Γαλλίας θα δυσκολέψει το να ακουστεί και η φωνή της Ελλάδας στην Ε.Ε. σε ένα πολύ κομβικό σημείο, κατά το οποίο η ίδια η Ε.Ε. βρίσκεται σε μια φάση μετασχηματισμού. 

Το χειρότερο δυνατό σενάριο 

Το χειρότερο δυνατό σενάριο για τη Γαλλία δεν είναι ανάλογο αυτού που αντιμετώπισε η Ελλάδα το 2010. Το Παρίσι κινδυνεύει με ανεξέλεγκτη αύξηση του χρέους, αλλά όχι –προς το παρόν– με την αδυναμία να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Αν όμως το πολιτικοοικονομικό πρόβλημα συνεχιστεί ή φτάσει στο απροχώρητο, τότε οι συνέπειες θα είναι σαφώς βαρύτερες. Τούτο, διότι η Ε.Ε. έχει οργανωθεί και έχει δημιουργήσει θεσμούς και διαδικασίες για να βοηθά ένα μέλος της με δημοσιονομικό πρόβλημα. Ωστόσο, το μέγεθος και άρα και οι ανάγκες που θα υπάρξουν αν η Γαλλία έχει πρόβλημα είναι τόσο μεγάλες που δεν μπορούν να καλυφθούν με τα σημερινά δεδομένα. Ο ESM, ο οποίος είναι ο φορέας των “διασώσεων” εντός της Ε.Ε., έχει ένα αποθεματικό όχι μεγαλύτερο από 750-800 δισ. ευρώ, που δεν φτάνουν να καλύψουν ένα σοβαρό πρόβλημα στη Γαλλία. 
 
 
 
 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ