Φραστική επίθεση εξαπέλυσε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε δημοσιογράφο του CNN κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου την Τετάρτη σχετικά με την Antifa, πριν καν προλάβει να θέσει την ερώτησή της.
Ο Τραμπ, αφού απάντησε σε σειρά ερωτήσεων από φιλικά προς τον ίδιο μέσα, διέκοψε την ρεπόρτερ όταν τον ρώτησε για τις προσπάθειες κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο Ισραήλ–Χαμάς, λέγοντας προς την αίθουσα: «Αυτό είναι το CNN που μιλά, παρεμπιπτόντως. Πρόκειται για μία από τις χειρότερες ρεπόρτερ που θα δείτε ποτέ. Δεν θέλω καν να τη δεχθώ», προτού περάσει στην επόμενη ερώτηση.
Το επεισόδιο σημειώθηκε λίγη ώρα μετά τη διεξαγωγή στρογγυλής τράπεζας στην Αίθουσα Κρατικών Δεξιώσεων του Λευκού Οίκου, όπου η διοίκηση συγκέντρωσε «ανεξάρτητους δημοσιογράφους» και διαδικτυακούς σχολιαστές για να περιγράψουν περιστατικά βίας που, όπως υποστηρίχθηκε, προέρχονται από την Antifa.
Ο πρόεδρος και κορυφαίοι αξιωματούχοι αξιοποίησαν την εκδήλωση για να επιτεθούν στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα οποία κατηγόρησαν ότι υποθάλπουν ή «ξεπλένουν» τους αντιφασίστες ακτιβιστές.
Εξάρθρωση της Antifa
Κατά τη συζήτηση, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να χρησιμοποιήσει «όλο το βάρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» για την «εξάρθρωση» της Antifa, παρομοιάζοντάς την με συμμορίες και καρτέλ ναρκωτικών που, όπως είπε, έχουν δεχθεί στρατιωτικά πλήγματα.
Επανέλαβε την πρόθεση να στοχοποιηθούν τα οικονομικά της και να χαρακτηριστεί «διεθνής» τρομοκρατική οργάνωση, παρά το γεγονός ότι η Antifa περιγράφεται ευρέως ως ρευστό ιδεολογικό ρεύμα χωρίς ιεραρχία ή ηγεσία. Νομικοί κύκλοι έχουν εκφράσει ανησυχίες για τα όρια της Πρώτης Τροπολογίας και την εφαρμογή μέτρων σε εγχώριες ομάδες.

«Ήταν πολύ απειλητικοί προς τον κόσμο, αλλά θα γίνουμε πολύ πιο απειλητικοί προς αυτούς», είπε ο Τραμπ, προαναγγέλλοντας παράλληλα έλεγχο των «χρηματοδοτών» της Antifa. Ζήτησε μάλιστα από παρευρισκόμενους σχολιαστές να παραδώσουν ονόματα στις αρχές, προσθέτοντας ότι όποιος εμπλέκεται «πιθανότατα» διαπράττει «εσχάτη προδοσία». Σε άλλο σημείο αναρωτήθηκε μεγαλοφώνως «ποιο δίκτυο είναι το χειρότερο», υποδαυλίζοντας τη σύγκρουσή του με τα παραδοσιακά μέσα.
Ο διευθυντής του FBI, Κας Πατέλ, δήλωσε ότι το γραφείο του «δεν θα ησυχάσει» έως ότου εντοπίσει «κάθε αρχικό κεφάλαιο, κάθε οργανισμό-δωρητή και κάθε μηχανισμό χρηματοδότησης», ενώ ανέφερε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ για τη χαρτογράφηση των σχετικών δικτύων.
Η γενική εισαγγελέας Πάμελα Μπόντι παρομοίασε το σχέδιο δράσης με την εκστρατεία κατά των καρτέλ, μιλώντας για «διάλυση της οργάνωσης, τούβλο τούβλο», και η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νοεμ χαρακτήρισε την Antifa «εξίσου επικίνδυνη» με διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις και διαβόητες συμμορίες.
Ασάφεια
Παρά τους υψηλούς τόνους, παραμένουν ασαφή τα επιχειρησιακά βήματα για την επιβολή ενός τέτοιου χαρακτηρισμού σε ένα αποκεντρωμένο κίνημα, ιδίως όταν η νομοθεσία των ΗΠΑ διαχωρίζει σαφώς τις ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις από εγχώριες οντότητες και προστατεύει την έκφραση πολιτικών ιδεών. Ο Λευκός Οίκος δεν παρείχε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή νομικό οδικό χάρτη για το πώς θα εφαρμοστούν οι εξαγγελίες.
Το αντιαρθμεντιακό κλίμα κυριάρχησε και στις παρεμβάσεις ορισμένων προσκεκλημένων. Συντηρητικοί σχολιαστές κατηγόρησαν τον Τύπο για «ψέματα» σχετικά με την πολιτική μετανάστευσης της κυβέρνησης, ενώ ένας εξ αυτών επέδειξε μισοκαμένη αμερικανική σημαία που, όπως είπε, περισυνέλεξε στο Πόρτλαντ. Ο Τραμπ ζήτησε να δοθεί το όνομα του ατόμου που την έκαψε στη γενική εισαγγελέα για την υποβολή κατηγοριών, παραπέμποντας σε πρόσφατο διάταγμα που προβλέπει ποινές για τον εμπρησμό της σημαίας.
Ο πρόεδρος, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει επανειλημμένως μέσα όπως το MSNBC «άρρωστα» και τα ABC και NBC «πολύ κακά», συνέχισε να επαινεί τους διαδικτυακούς υποστηρικτές του για «ρεπορτάζ σε πραγματικό χρόνο που τα κυρίαρχα μέσα δεν καλύπτουν». Παράλληλα, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω πρόσβασης σε influencers, ενώ επανέλαβε επικρίσεις περί «fake news» και «εχθρών του λαού».
Η εκδήλωση διήρκεσε σχεδόν δύο ώρες. Ο Τραμπ την έκλεισε με νέα αιχμή προς τους δημοσιογράφους, προτού αποχωρήσει λέγοντας ότι έπρεπε να ασχοληθεί με την πορεία των προσπαθειών για ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Το σύντομο αλλά ηχηρό επεισόδιο με τη ρεπόρτερ του CNN επισφράγισε μια ημέρα κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης του Λευκού Οίκου με τα παραδοσιακά μέσα και ανέδειξε το εύθραυστο σημείο επαφής ανάμεσα στην κυβερνητική ρητορική για την ασφάλεια και στις συνταγματικές ελευθερίες.
Πηγή: in.gr