Ποιος είναι άραγε ο ενδεδειγμένος τρόπος να μιλήσει κανείς για μια σφαγή που άλλαξε όχι απλά την περιοχή όπου διαπράχθηκε, αλλά την ευρύτερη Μέση Ανατολή ή, μάλλον, όχι ολόκληρο τον κόσμο; Μπορεί πάντα να καταφύγει στην ασφάλεια των αριθμών: συνολικά 1.195 άνθρωποι, ανάμεσά τους 736 ισραηλινοί άμαχοι, 79 ξένοι υπήκοοι και 379 μέλη των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας έχασαν τη ζωή τους εκείνο το «Μαύρο Σάββατο» 7 Οκτωβρίου του 2023, κατά την πρωτοφανή τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποίησε η Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, σε στρατιωτικές βάσεις, κιμπούτς, ακόμα και ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής. Παράλληλα, 250 Ισραηλινοί απήχθησαν και μεταφέρθηκαν ως όμηροι στο Ισραήλ. Ηταν η φονικότερη μέρα για τους Εβραίους μετά το Ολοκαύτωμα. Το Ισραήλ απάντησε εξαπολύοντας έναν πόλεμο κατά της Χαμάς στη Γάζα που έχει κοστίσει, δύο χρόνια αργότερα, τον εκτοπισμό, ξανά και ξανά, του 90% των κατοίκων της, τον θάνατο περισσότερων από 66.000 Παλαιστινίων, ανάμεσά τους τουλάχιστον 20.000 παιδιά, και τον τραυματισμό περισσότερων από 168.000 άλλων. Ομως οι αριθμοί, από μόνοι τους δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε το μέγεθος της ανθρωπιστικής καταστροφής (για «γενοκτονία» έκανε λόγο επιτροπή ειδικών του ΟΗΕ) στην ισοπεδωμένη πια Γάζα ούτε την ένταση του συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στο Ισραήλ η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου.
Θα μπορούσε κανείς να «ζωντανέψει» τους αριθμούς με πρόσωπα. Της Εϊνάβ Ζανγκάουκερ, για παράδειγμα, μητέρας του 32χρονου πια Ματάν, ενός από τους 20 ισραηλινούς ομήρους που εξακολουθούν να κρατούνται, για 729η μέρα, στη Γάζα, μαζί με τις σορούς άλλων 28 απαχθέντων: τα βράδια στριφογυρνάει χωρίς να βρίσκει ησυχία και τις μέρες δεν αφήνει τον Μπενιαμίν Νετανιάχου και την κυβέρνησή του σε ησυχία. Ή εκείνου του κατοίκου της Πόλης της Γάζας που αντέδρασε, την περασμένη εβδομάδα, στην είδηση της αναγνώρισης της Παλαιστίνης από τη Γαλλία και αρκετές ακόμα δυτικές χώρες ως εξής: «Κάποιος που δεν μπορεί να βρει καταφύγιο, με τον θάνατο να τον περιβάλλει, δεν έχει την πολυτέλεια να νοιάζεται για ένα κράτος». Αλλά οι ανθρώπινες ιστορίες συνεγείρουν το συναίσθημα, κι εδώ υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νηφαλιότητα.
Είναι δύσκολο όμως, γιατί ο πόλεμος αυτός θα έπρεπε, και θα μπορούσε, να είχε τελειώσει από καιρό. Οι «New York Times» αποκάλυψαν τον Ιούλιο πως έξι μήνες μετά την έναρξή του, τον Απρίλιο του 2024, ο Νετανιάχου ήταν έτοιμος να συμφωνήσει σε μια εκτεταμένη εκεχειρία. Πριν καν παρουσιάσει το σχέδιο στην κυβέρνησή του, ωστόσο, ο ένας από τους δύο εξτρεμιστές του εταίρους, ο υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς, του ξεκαθάρισε, έχοντας ακούσει τις φήμες, πως αυτό θα σήμαινε το τέλος της κυβέρνησής του και ο ισραηλινός πρωθυπουργός έκανε πίσω. Δυο χρόνια τώρα, κι ενώ (ή ακριβώς επειδή) δικάζεται παράλληλα για διαφθορά, ο Νετανιάχου κάνει τα πάντα προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία – και να μη λογοδοτήσει για τα κενά ασφαλείας που επέτρεψαν την 7η Οκτωβρίου. Στο μεταξύ, οι ισραηλινοί όμηροι αργοπεθαίνουν στα τούνελ της Γάζας, οι παλαιστίνιοι άμαχοι αργοπεθαίνουν ανάμεσα στα ερείπια, η εικόνα του Ισραήλ διεθνώς αμαυρώνεται ανεξίτηλα και ο αντισημιτισμός εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να φουντώσει. Γι’ αυτό καλωσόρισε η Ευρώπη, όπως και πολλές αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, το ειρηνευτικό σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ: όχι γιατί είναι δίκαιο, αλλά γιατί η εναλλακτική είναι απείρως χειρότερη.
Πηγή: tanea.gr