Ανεργία: Η αύξηση της απασχόλησης και το στοίχημα των αμοιβών –

Ανεργία: Στο 10,4% αυξήθηκε στην Ελλάδα το α’ τρίμηνο

Από μόνη της η είδηση ότι η ανεργία υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων χρόνων, δείχνει ότι η αγορά σταδιακά ξεφεύγει από την καταστροφική μνημονιακή περίοδο. Το ερώτημα είναι όμως αν η μείωση του ποσοστού συνδυάζεται με βελτίωση της καθημερινότητας των εργαζομένων και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Η ελληνική αγορά εργασίας δείχνει εντυπωσιακή βελτίωση, με την ανεργία να υποχωρεί σε χαμηλά που πριν μια δεκαετία φάνταζαν αδιανόητα. Τον Ιούλιο του 2025, η ανεργία στην ΕΕ διαμορφώθηκε στο 5,9% και στην Ευρωζώνη στο 6,2%, και την Ελλάδα στο 8% δηλαδή αρκετά κοντά σε αυτά τα ποσοστά.

Παρά την πρόοδο όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην Ευρώπη. Περίπου 5,4% του εργατικού δυναμικού, έναντι μόλις 1,9% στον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους δύο ανέργους στη χώρα παραμένει εκτός αγοράς για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Η απομάκρυνση από την απασχόληση για μεγάλο χρονικό διάστημα επιδεινώνει το πρόβλημα δεξιοτήτων και μειώνει τις πιθανότητες επανένταξης.

Η νεανική ανεργία, παρότι μειωμένη σε σχέση με το παρελθόν, παραμένει κοντά στο 22%, υπερδιπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το γεγονός αυτό καθιστά δυσχερή την προοπτική σύγκλισης με χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που εμφανίζουν πλέον ταχύτερη πτώση στα ποσοστά νέων ανέργων.

Ευέλικτη εργασία και μισθολογικό χάσμα

Το β’ τρίμηνο του 2025, το κόστος εργασίας στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 3,6% σε ετήσια βάση. Η Ελλάδα, αν και ακολουθεί ανοδική πορεία στους ονομαστικούς μισθούς, παραμένει τελευταία στην κατάταξη της ΕΕ ως προς την αγοραστική δύναμη των αμοιβών. Μετρημένη σε μονάδες αγοραστικής ισχύος (PPS), η μέση πλήρης απασχόληση δεν ξεπερνά τα 20.500 ευρώ ετησίως, έναντι άνω των 35.000 ευρώ σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία.

Η χαμηλή βάση αμοιβών συμπίπτει με μια αγορά όπου η μερική και εποχική εργασία καλύπτει σημαντικό μέρος των νέων θέσεων. Ειδικά σε τουρισμό, εστίαση και λιανεμπόριο, κυριαρχούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μικρής διάρκειας, χωρίς προοπτική σταθερότητας. Έτσι, η μείωση της ανεργίας δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος ή σε ισχυρότερη καταναλωτική ζήτηση.

Γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες

Μεγάλο πρόβλημα παραμένει και η άνιση κατανομή της εργασίας μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική και το Νότιο Αιγαίο εμφανίζουν ποσοστά ανεργίας κοντά στο 7 %, ενώ στη Δυτική Μακεδονία και σε τμήματα της Βόρειας Ελλάδας τα ποσοστά εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 15 %, κυρίως λόγω της απολιγνιτοποίησης και της έλλειψης εναλλακτικής βιομηχανικής βάσης.

Το ποσοστό απασχόλησης στις ηλικίες 20-64 ετών στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 69 %, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (76,2 % στο β’ τρίμηνο 2025). Η διαφορά αυτή αποτυπώνει το χάσμα όχι μόνο σε επίπεδο ποσοστών, αλλά και στην ποιότητα της ένταξης στην αγορά.

Πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα

Με τον πληθωρισμό να κινείται κοντά στο 3%, οι πραγματικές αυξήσεις εξανεμίζονται, ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλού κόστους στέγασης και ενέργειας. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, οι δαπάνες ενοικίου μπορούν να απορροφήσουν έως και το 50% ενός καθαρού βασικού μισθού που δεν ξεπερνά τα 750 ευρώ.

Υπό αυτές τις συνθήκες η μείωση της ανεργίας δεν οδηγεί αυτομάτως σε ενίσχυση της κατανάλωσης και ως εκ τούτου στην ενίσχυση της ανάπτυξης. Με αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα κινδυνεύει να παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν κύκλο χαμηλών μισθών και ασθενικής ζήτησης.

Η εικόνα παραμένει αντιφατική, με υψηλή μακροχρόνια ανεργία, επίμονη νεανική ανεργία, χαμηλούς μισθούς και έντονες γεωγραφικές ανισότητες. Η ποσοτική πρόοδος, λοιπόν, δεν ισοδυναμεί με ποιοτική βελτίωση. Αντίθετα, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Ελλάδα να εμφανίζει εντυπωσιακά ποσοστά μείωσης της ανεργίας, χωρίς να διασφαλίζει νέες θέσεις εργασίας που να στηρίζουν την κατανάλωση και την παραγωγικότητα.

Πηγή: ot.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ