H Τζένιφερ Λόρενς και η άβολη στιγμή της στο Σαν Σεμπαστιάν

Spain San Sebastian Film Festival

Η Τζένιφερ Λόρενς βρέθηκε στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν για την παρουσίαση της ταινίας Πέθανε Αγάπη μου (Die, My Love), που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την TFG στις 13 Νοεμβρίου όμως το χαμόγελο της έσβησε μετά από μια αμήχανη στιγμή στη συνέντευξη τύπου που στόχο είχε την “προστασία” της. 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός, βρέθηκε (όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο κείμενο) στο φεστιβάλ της Donostia για να παραλάβει το βραβείο καριέρας, κατεβάζοντας το ηλικιακό όριο σε “χαμηλό βαρομετρικό” καθώς πλέον είναι η νεότερη ηθοποιός με το βραβείο καριέρας σε αυτόν τον θεσμό. Αφορμή ήταν βέβαια να μίλησει για τη νέα της ταινία και τη συνεργασία της με τη Λιν Ράμσεϊ, την εμπειρία της ως μητέρα και (χωρίς να το επιθυμεί στο ακέραιο) τα θέματα ελευθερίας της έκφρασης (το τελευταίο μάλιστα “σημάδεψε” τη συνέντευξη Τύπου.

Η Λόρενς δήλωσε για τη συνεργασία της με τη σκηνοθέτιδα που της εμπιστεύτηκε ένα πολύπλοκο ρόλο: «[Η Λιν Ράμσεϊ] είναι μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνις. Είμαι θαυμάστριά της εδώ και πολύ καιρό. Συζητήσαμε πολύ για το ψυχολογικό πλαίσιο, και δεν μείναμε στα τυπικά· όλα (όσα μοιραστήκαμε) ήταν συναισθηματικά και ουσιαστικά».

Για εκείνη η ταινία “Πέθανε Αγάπη μου” ήταν ένα παράξενο δώρο από κάποιον που δεν περίμενε: «Ήρθε σαν ένα δώρο. Ο Μάρτιν Σκορσέζε μού μίλησε για το βιβλίο και αμέσως με την Τζαστίν σκεφτήκαμε τη Λιν Ράμσεϊ. Ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να ζωντανέψει αυτή την ιστορία».

Σχετικά με την αναπαράσταση της μητρότητας, η Λόρενς σημείωσε: «Δεν το είδαμε σαν αντίθεση ή σαν να υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος. Πρόκειται για την καθημερινή πίεση και την ενέργεια που απαιτεί η φροντίδα ενός σπιτιού και ενός παιδιού. Αυτό είναι σκληρό και πραγματικό».

Η ταινία όμως καταπιάνεται και με το θέμα της ερωτικής καταπίεσης καθώς η ηρωίδα αυτοϊκανοποιείται στην προσπάθεια της να κατευνάσει την εσωτερική της ένταση μετά από μια γέννα και την επιλόχειο κατάθλιψη που ελλοχεύει: «Ήθελα να ακουστεί η σεξουαλική καταπίεση ξανά και ξανά. Δεν χρειάζεται να έχεις γίνει μητέρα για να το καταλάβεις· είναι κάτι γενικό, η ανάγκη να νιώθεις ποθητός, να υπάρχει σύνδεση, ενώ το σώμα και η σχέση αλλάζουν».

Η ίδια συνέδεσε την ταινία και με τις προσωπικές της εμπειρίες: «Υπήρχαν πολλά με τα οποία ταυτίστηκα, όπως η κρίση ταυτότητας όταν γίνεσαι μητέρα. Στην πρώτη μου εγκυμοσύνη στάθηκα τυχερή· είχα μια καλή περίοδο λοχείας και έτσι μπόρεσα να δω το βιβλίο πιο καθαρά. Στη δεύτερη, όμως, βίωσα πιο δύσκολη λοχεία, κι αυτό κάνει τώρα την ταινία να μοιάζει σαν καθρέφτης αυτής της διαδρομής. Νομίζω ότι η Ράμσεϊ το αποτύπωσε άψογα».

Κάπου εδώ διατυπώθηκε μια ερώτηση που ενέπλεκε τη διανομέα εταιρία με τις θέσεις της σχετικά με τον πόλεμο στην παλαιστίνη, που η συντονίστρια του πάνελ απλά την απέρριψε, προκαλώντας την ένταση και τις αντιδράσεις των παρευρισκομένων και ιδιαίτερα ενός Ιταλού δημοσιογράφου που της είπε ευθέως ότι αυτό που κάνει, να στερεί το λόγο για τάχα μου-τάχα μου προστασία της καλεσμένης, είναι ενάντια στις αρχές της τέχνης και της δημοσιογραφίας.

Κάπως βεβιασμένα η ηθοποιός, πριν διαλυθεί για τα καλά κυριολεκτικά και μεταφορικά η συνέντευξη τύπου -και η συντονίστρια κυριολεκτικά φυγαδευτεί πίσω από ένα μπάνερ-, η Τζένιφερ Λόρενς αποφάσισε να απαντήσει την τελευταία ερώτηση: «Είναι αλήθεια ότι η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης δέχεται επίθεση. Ο κινηματογράφος και η τέχνη μάς δίνουν φωνή· σε φεστιβάλ όπως αυτό μπορούμε να δούμε ο ένας τις ιστορίες του άλλου, να συνδεθούμε, να μάθουμε, και το πιο σημαντικό, να θυμηθούμε ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι και όλοι αξίζουμε ενσυναίσθηση και ελευθερία». Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, για να το πω κομψά. 

Η συνέντευξη Τύπου ολοκληρώθηκε βεβιασμένα, με την αναφορά στο δίκτυο Mubi και τη στάση του απέναντι στον πόλεμο του Ισραήλ να προκαλεί ένταση. Η ερώτηση του Μάρκο Κονσόλι για το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου έφερε σε αμηχανία τη συντονίστρια και επανέφερε στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ζήτημα: το δικαίωμα να στερείται ο λόγος, ακόμα και όταν αυτό ζητείται από την ομάδα του καλλιτέχνη, σε ένα πλαίσιο που –κανονικά– έχει ακριβώς αντίθετη αποστολή. Διότι η ουσία ύπαρξης τέτοιων προωθητικών δράσεων είναι η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με τους δημιουργούς, μετά την εμπειρία της προβολής.

Η ολοένα και συχνότερη «δικαιολόγηση» της φίμωσης στο όνομα της ευγένειας, της πολιτικής ορθότητας ή των ισορροπιών οδηγεί σε ένα ολισθηρό μονοπάτι. Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι τέτοιες πρακτικές δεν είναι απλώς αθώες· αντίθετα, είναι επικίνδυνες. Και το πιο οξύμωρο: μειώνουν τελικά και την εικόνα των ίδιων των καλλιτεχνών, οι οποίοι αντί να επιλέξουν απλώς να μην απαντήσουν σε μια ερώτηση –όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος– καταφεύγουν σε ένα προστατευτικό κουκούλι, μια φούσκα που συχνά ούτε χρειάζονται ούτε τους ωφελεί πραγματικά.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ