Σημαντική αύξηση σε κρούσματα και θανάτους από καρκίνο καταγράφει διεθνής μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet», προειδοποιώντας πως η ανοδική αυτή τάση αναμένεται να συνεχιστεί έως το 2050. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ο αριθμός των νέων διαγνώσεων καρκίνου υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα τριών δεκαετιών – από 9,04 εκατομμύρια το 1990 σε 18,5 εκατομμύρια το 2023. Την ίδια περίοδο, οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 74%, φτάνοντας τα 10,4 εκατομμύρια. Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι εξίσου ανησυχητικές, με τις νέες διαγνώσεις να προβλέπεται ότι θα αγγίξουν τα 30,5 εκατομμύρια έως το 2050 και τους θανάτους να προσεγγίζουν τα 18,6 εκατομμύρια.
Παρά τη δραματική άνοδο στους απόλυτους αριθμούς, τα προσαρμοσμένα, βάσει ηλικίας, ποσοστά εμφάνισης και θνησιμότητας δεν εμφανίζουν αύξηση. Αυτό υποδηλώνει ότι η τάση οφείλεται κυρίως στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και στη γήρανση. Ωστόσο, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η εξέλιξη αυτή απέχει από τον στόχο του ΟΗΕ για μείωση της πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδοτικές ασθένειες – όπως ο καρκίνος – κατά το ένα τρίτο έως το 2030.
Εντοπισμός παραγόντων κινδύνου και ανισοτήτων
Η μελέτη αναλύει δεδομένα για 47 τύπους ή ομάδες καρκίνου σε 204 χώρες, αναδεικνύοντας ότι το 2023 ο πιο συχνά διαγνωσμένος καρκίνος παγκοσμίως ήταν ο καρκίνος του μαστού, ενώ οι περισσότεροι θάνατοι οφείλονταν σε καρκίνο της τραχείας, των βρόγχων και του πνεύμονα. Ειδικά, το 42% των θανάτων από καρκίνο αποδίδεται σε 44 δυνητικά τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου.
Στους άνδρες, σχεδόν το 46% των θανάτων από καρκίνο συνδέεται με παράγοντες όπως το κάπνισμα, η ανθυγιεινή διατροφή, η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ, οι επαγγελματικοί κίνδυνοι και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Στις γυναίκες, το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 36%, με κύριους παράγοντες τον καπνό, το μη ασφαλές σεξ, τη διατροφή, την παχυσαρκία και το υψηλό σάκχαρο στο αίμα.
Όπως σημειώνει ο Τεό Βος από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, «με τέσσερις στους δέκα θανάτους από καρκίνο να συνδέονται με καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος, της κακής διατροφής και του υψηλού σακχάρου στο αίμα, υπάρχουν τεράστιες ευκαιρίες για τις χώρες να στοχεύσουν σε αυτούς τους παράγοντες κινδύνου, ενδεχομένως αποτρέποντας κρούσματα καρκίνου και σώζοντας ζωές, παράλληλα με τη βελτίωση της ακριβούς και έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας για την υποστήριξη ατόμων που αναπτύσσουν καρκίνο». Παράλληλα, επισημαίνει πως «η μείωση εμφάνισης καρκίνου σε όλες τις χώρες απαιτεί τόσο ατομική δράση όσο και αποτελεσματικές προσεγγίσεις σε επίπεδο πληθυσμού για τη μείωση της έκθεσης σε γνωστούς κινδύνους».
Η μελέτη αποκαλύπτει σημαντικές ανισότητες μεταξύ των χωρών. Αν και τα παγκόσμια ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν κατά 24% από το 1990 ως το 2023, η μείωση καταγράφηκε κυρίως σε χώρες υψηλού και ανώτερου μεσαίου εισοδήματος. Το 2050, περισσότεροι από τους μισούς νέους ασθενείς με καρκίνο και τα δύο τρίτα των θανάτων αναμένεται να εντοπίζονται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι εκτιμήσεις τους περιορίζονται από την έλλειψη υψηλής ποιότητας δεδομένων για τον καρκίνο, ειδικά σε χώρες με περιορισμένους πόρους. Επισημαίνουν επίσης ότι αρκετές ασθένειες που σχετίζονται με τον καρκίνο, όπως το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, δεν λαμβάνονται υπόψη στις τρέχουσες προβλέψεις, αν και είναι συχνές σε ορισμένες φτωχότερες χώρες.
Πηγή: tanea.gr