Αν τα ’90s είχαν σάουντρακ θα ήθελα σίγουρα να το επιμεληθώ και οι The Lightning Seeds θα είχαν περίοπτη θέση στη λίστα.Συνηθίζω να λέω ότι έχουμε γίνει “vintage” και εμείς ως κοινό και πολλά από τα αγαπημένα μας γκρουπ που -ευτυχώς- παραμένουν ενεργά! Από τοPure μέχρι τοThe Life of Rileyκαι φυσικά τον ποδοσφαιρικό ύμνο Three Lions, οι μελωδίες του Ian Broudie και των Τhe Lightning Seeds έγιναν κομμάτι των αναμνήσεων μιας ολόκληρης γενιάς, ακόμα και αν δεν μεγαλώσαμε στο Λίβερπουλ. Και τώρα, επιτέλους, έρχονται και στην Ελλάδα για να μας θυμίσουν ότι η ποπ μπορεί να είναι και στυλάτη, νοσταλγική και αδιανόητα αισιόδοξη.
Οι The Lightning Seeds δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 από το όραμα του Ian Broudie, ενός παραγωγού που αποφάσισε να δημιουργήσει τη δική του μπάντα. Το πρώτο άλμπουμ Cloudcuckooland (1990) τους σύστησε στο κοινό με το single Pure, ενώ η αναγνώριση ήρθε με το Jollification (1994), που έδωσε επιτυχίες όπως το Lucky You και το Change. Στα ’90s υπήρξαν αγαπημένο όνομα της britpop σκηνής, ενώ το The Life of Riley έμεινε κλασικό χάρη και στη χρήση του από το Match of the Day. Το 1996, μαζί με τους κωμικούς Baddiel & Skinner, υπέγραψαν το Three Lions, το οποίο έμελλε να αποτελέσει διαχρονικό ύμνο του αγγλικού ποδοσφαίρου. Μετά από διαλείμματα στην κοινή τους πορεία και σόλο παραγωγές, επιστρέφουν με τη μουσική τους να μας μεταφέρει αβίαστα στις καλύτερες δεκαετίες της ζωής μας.

Το γκρουπ θα δώσει δύο συναυλίες στη χώρα μας, στις 27 Σεπτεμβρίου στο Gazarte, στην Αθήνα και στις 28 Σεπτεμβρίου στο WE στη Θεσσαλονίκη, πριν συνεχίσουν τη μεγάλη περιοδεία τους σε όλη την Αγγλία τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο- κλείνουν μάλιστα το tour στο εμβληματικό 02 Academy του Λίβερπουλ.
Συνομιλήσαμε για το ertnews.gr με τον Ian Broudie – τον άνθρωπο πίσω από τη φωνή, τις κιθάρες και τη μαγεία των Lightning Seeds, σε μια κουβέντα που έφτασε μέχρι τους συμπατριώτες του… Βeatles και τη φιλία του με τον σπουδαίο Terry Hall.
E.K.: Έχοντας πρόσφατα γιορτάσει 35 χρόνια ως μπάντα και κυκλοφορήσει τον δίσκο με τις μεγαλύτερες επιτυχίες σας Tomorrow’s Here Today, πώς είναι να κοιτάτε πίσω σε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι γεμάτο εμβληματικά τραγούδια;
I.Β.: Ναι, ήταν ένα σημαντικό ορόσημο η κυκλοφορία του Tomorrow’s Here Today, μετά από τόσο μεγάλο διάστημα. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό της καριέρας μου, κάτι που στην πραγματικότητα δεν μου αρέσει — πάντα υπήρχαν μεγάλα διαστήματα μεταξύ των άλμπουμ, εκτός ίσως από το διάστημα μεταξύ Jollification και Dizzy Heights, που κυκλοφόρησαν πιο κοντά το ένα στο άλλο. Ακόμα και τώρα έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια, και νιώθω ότι είναι σημαντικό να τελειώνω περισσότερα από τα τραγούδια που έχω ξεκινήσει. Όταν όμως κοιτάζω πίσω, αγαπώ να βλέπω τα παλιά τραγούδια να παίζουν ακόμα στο ραδιόφωνο, να είναι ζωντανά και να θέλουν οι άνθρωποι να τα ακούν ζωντανά. Είμαι αιώνια ευγνώμων γι’ αυτό και πολύ περήφανος.

Ε.Κ.: Η μουσική σας δημιουργεί μια αισιόδοξη αίσθηση, που σε «ανεβάζει». Σε έναν κόσμο που κάποιες φορές όλοι νιώθουμε το αντίθετο, ειδικά τελευταία, πού συνεχίζετε να βρίσκετε αυτό το δημιουργικό φως;
Ι.Β.: Νομίζω ότι η μουσική μας ακούγεται ανεβαστική λόγω των μελωδιών. Από την αρχή ένιωθα ότι δεν ήμουν καλός τραγουδιστής, οπότε χρειαζόμουν πραγματικά δυνατές μελωδίες. Μερικές φορές οι στίχοι είναι πιο μελαγχολικοί και ασχολούνται με λιγότερο χαρούμενα θέματα, αλλά πάντα θέλω η ατμόσφαιρα του κομματιού να παραμένει θετική.
Ε.Κ.: Το Three Lions αποτελεί μέχρι σήμερα έναν ύμνο που ξεπερνά την ίδια τη μπάντα. Νιώθετε περισσότερη περηφάνια ή πίεση όταν ένα τραγούδι αρχίζει να αποκτά… τη δική του ζωή;
Ι.Β.: Το Three Lions πραγματικά απέκτησε δική του ζωή. Έχω περάσει από διαφορετικά συναισθήματα γι’ αυτό, ένιωθα διαφορετικά ανά περίοδο. Στην αρχή, ήμουν ενθουσιασμένος που το τραγουδούσαν στις συναυλίες μας και ένιωθα ότι ήταν μεγαλύτερο από την ίδια τη μπάντα. Αργότερα, ήταν δύσκολο να ξέρω αν έπρεπε να το παίζουμε ζωντανά. Αλλά όταν ξαναεμφανίστηκε 20 χρόνια μετά, έγινε ξανά νούμερο ένα και οι άνθρωποι έφτιαχναν memes γι’ αυτό, ένιωσα ότι έγινε τραγούδι όλων. Αυτό με έκανε πιο χαλαρό όταν το παίζαμε, και ακόμα μου αρέσει — αν και νιώθω ότι είναι λίγο ξεχωριστό από τα υπόλοιπα τραγούδια μας.
Ε.Κ.: Όταν παίζετε διαχρονικές επιτυχίες της britpop, όπως τα Pure ή The Life of Riley σήμερα, νιώθετε νοσταλγία ή παίρνουν νέα σημασία κάθε φορά που τα παίζετε ζωντανά;
Ι.Β.: Κάθε φορά που παίζεις ένα τραγούδι ζωντανά, ξαναζωντανεύει και νιώθεις διαφορετικά! Μια διαφορετική χώρα, ένας άλλος χώρος συναυλιών ή το κοινό το κάνουν μια μοναδική εκδοχή του τραγουδιού. Γι’ αυτό λατρεύω να παίζω αυτά τα κομμάτια— αν και δεν μου αρέσει να τα επαναλαμβάνω στις πρόβες- είναι βαρετό!
Ε.Κ.: Αυτή θα είναι η πρώτη σας φορά στη Θεσσαλονίκη. Τι περιμένετε από το ελληνικό κοινό και από τη συναυλία;
Ι.Κ.: Θα είναι η πρώτη μας φορά στη Θεσσαλονίκη και δεν ξέρω πραγματικά τι να περιμένω. Απλώς ελπίζω να υπάρχουν άνθρωποι να το απολαύσουν — αλλά ακόμα κι αν δεν είναι πολλοί, θα το χαρούμε το ίδιο. Ανυπομονώ πολύ να έρθουμε. Το να παίζεις σε ένα νέο μέρος είναι πάντα συναρπαστικό. Ελπίζω να φέρουμε ένα βράδυ γεμάτο υπέροχα τραγούδια, δυνατές μελωδίες και ατμόσφαιρα γιορτής.
Ε.Κ.: Εκτός από τραγουδιστής των The Lightning Seeds, είχατε μια επιδραστική καριέρα και μια δημιουργική πορεία ως παραγωγός. Πώς έχει επηρεάσει η παραγωγή για άλλους καλλιτέχνες τον τρόπο που γράφετε μουσική;
Ι.Β.: Η καριέρα μου ακολούθησε ανάποδη πορεία… αρχικά ήμουν παραγωγός και αργότερα, στα 31 μου, έγραψα το Pure. Οι περισσότεροι το κάνουν αντίστροφα! Αλλά είχα την τύχη να βλέπω πώς δουλεύουν άλλες μπάντες και να συνεργάζομαι μαζί τους. Κάθε μπάντα έχει διαφορετικό τρόπο να φτάσει εκεί που θέλει. Η παραγωγή με έχει διδάξει όσο ελπίζω ότι έχω διδάξει κι εγώ, και σίγουρα με έχει βοηθήσει στην καριέρα μου.
Ε.Κ.: Μπορώ να ρωτήσω για τους Beatles; Αν σας άρεσαν νεότερο ή και ακόμα; Υπάρχει ακόμα κόσμος που έρχεται στο Λίβερπουλ για αυτούς- εγώ αυτό έκανα!
Ι.Β.: Μεγάλωσα τη δεκαετία του ’60 και ήμουν παθιασμένος με τη μουσική, οπότε λάτρευα τους Beatles. Φυσικά και τους λάτρευα. Τότε ακόμα μου φαινόταν ότι ήταν μια τοπική μπάντα — πολλοί που γνώριζα είχαν πάει στο Cavern. Ήμουν πολύ περήφανος γι’ αυτούς. Κυριάρχησαν στη νεότητά μου και στην πραγματικότητα γεννήθηκα στην Penny Lane πριν γραφτεί το τραγούδι! Ακόμα πιστεύω ότι είναι πολύ ξεχωριστοί, μοναδικοί σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα γκρουπ, μια κατηγορία από μόνοι τους. Τα άλμπουμ τους αιχμαλώτισαν κάτι που κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει.

Ε.Κ.: Έχετε μιλήσει με θερμά λόγια για τη συνεργασία σας με τον αείμνηστο Terry Hall στο Emily Smiles. Ήταν φίλος σας και υπήρξε σπουδαίος. Η μουσική κληρονομιά του συνεχίζει και εμπνέει μουσικούς σήμερα;
Ι.Β.: Ο Terry κι εγώ γνωριστήκαμε πριν πολλά χρόνια, παίζοντας ποδόσφαιρο, όταν με ρώτησε αν θα έκανα παραγωγή το άλμπουμ των The Colourfield. Αυτό οδήγησε σε μια μακροχρόνια φιλία και τον θεωρούσα έναν από τους πιο πολύτιμους φίλους μου. Το να τον χάσω ήταν καταστροφικό. Ήταν ένας απίστευτα υποστηρικτικός συνεργάτης — το πρώτο τραγούδι που γράψαμε μαζί ήταν το Sense, και γράψαμε άλλα επτά ή οκτώ με τα χρόνια. Ήταν εξαιρετικός τραγουδιστής, στιχουργός και άνθρωπος. Μου λείπει απίστευτα πολύ.
Ε.Κ.: Κοιτάζοντας όλο σας το ρεπερτόριο, υπάρχει κάποιο τραγούδι που θεωρείτε υποτιμημένο — ένα που θα θέλατε να ξαναανακαλύψει το κοινό σήμερα;
Ι.Β.: Ναι, το Song for No One. Το ηχογράφησα αρχικά για ένα σόλο άλμπουμ και μετά με τους Lightning Seeds για μια συλλογή των καλύτερων. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό, αν και δεν έχει λάβει πολλή προσοχή. Δεν το παίζω συνήθως ζωντανά, αλλά θα ήθελα περισσότεροι άνθρωποι να το γνωρίζουν.
Ε.Κ.: Και τέλος περιγράψτε με μια λέξη πώς περιμένετε να είναι το ελληνικό κοινό;
Ι.Β.: Ενδιαφέρον ελπίζω! Θα σας δω εκεί!
www.ertnews.gr
Πηγή: ertnews.gr