Σε ένα από τα πιο σπουδαία ευρήματα στην ιστορία της αφήγησης και βεβαίως του κινηματογράφου, που μας έχει χαρίσει μερικά από τα διασημότερα καλλιτεχνικά έργα, έχοντας απογειώσει και αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, ρίχνει φως το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11/2025).
Η φετινή διοργάνωση πραγματοποιεί αφιέρωμα στο Plot Twist, προσεγγίζοντας το πολύτιμο αυτό αφηγηματικό εργαλείο με μια ανατρεπτική ματιά. Στο αφιέρωμα με τίτλο Plot Twist, Beyond Sixth Sense προσπερνάμε τις προφανείς και διάσημες κινηματογραφικές ανατροπές, επιλέγοντας σπάνιες και λιγότερο προβεβλημένες ταινίες που έχουν γυριστεί από το 1976 έως το 2025. Ανάμεσα στις ταινίες που θα προβληθούν είναι και δύο ελληνικές, η Κινέττα του Γιώργου Λάνθιμου και Η φωτογραφία του Νίκου Παπατάκη. Την επιλογή των ταινιών ανέλαβε ως guest curator η Μύριαμ Μπεν Σαλά, επιμελήτρια τέχνης και διευθύντρια του The Renaissance Society at The University of Chicago, η οποία θα επιμεληθεί το περίπτερο της Γαλλίας στην επόμενη Μπιενάλε της Βενετίας, τον Μάιο 2026.

Η θεματική του Plot Twist ως ανατροπής προκύπτει και από τον οργανικό διάλογο του Φεστιβάλ με την κεντρική θεματική της 9ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης «Όλα πρέπει να αλλάξουν. ΡΝ.Σ9», την οποία επιμελείται η ανεξάρτητη επιμελήτρια και ιστορικός τέχνης Νάντια Αργυροπούλου. Η εικαστική εκφορά του διαλόγου αυτού αποτυπώνεται στην έκθεση «Ανατροπή (η επιστημονική φαντασία σαν αλλαγή/Plot Twist (the science fiction change)», η οποία αποτελεί προλογικό τμήμα της Μπιενάλε 9 και υλοποιείται με τη φροντίδα της Νάντιας Αργυροπούλου και του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη.
«Η δομή του αφιερώματος και οι ταινίες που περιλαμβάνονται σε αυτό μας πηγαίνουν στον πυρήνα της “ανατροπής της προσδοκίας” (όπως θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε το Plot Twist στα ελληνικά), κινούνται πέρα από τα όρια της απλής έκπληξης και μας καλούν να συνειδητοποιήσουμε πως τα φαινόμενα συχνά (μας) απατούν» σημειώνει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Το κοινό νήμα που διατρέχει τις επιλογές των ταινιών μάς αποκαλύπτει πως πίσω από την έννοια του Plot Twist δεν κρύβονται οι ευφυείς ανατροπές ή η μηχανική της αφήγησης, αλλά η ρήξη — αυτό που συμβαίνει όταν ο κινηματογράφος διαρρηγνύει τις συνήθειες της θέασής μας. Οι ταινίες του αφιερώματος μας υπενθυμίζουν ότι οι ιστορίες δεν είναι ποτέ αθώες. Αντιθέτως, έχουν χτιστεί πάνω σε παραλείψεις και σιωπές, στη δύναμη της αφήγησης και της συσκότισης. Δεν αρκούνται να μας ψυχαγωγήσουν με ανατροπές, αλλά μας εμπλέκουν στις ψευδαισθήσεις που είμαστε πρόθυμοι να αποδεχτούμε.
Όπως αναφέρει η Μύριαμ Μπεν Σαλά: «Πολύ συχνά, συγχέουμε την έννοια του Plot Twist με εκείνη του θεάματος: την ξαφνική ανατροπή, το πιασάρικο κόλπο που αφήνει το κοινό με κομμένη την ανάσα. Αν όμως η αληθινή ανατροπή δεν έχει διόλου να κάνει με την έκπληξη, αλλά με την αναγνώριση; Με εκείνη την αμήχανη στιγμή όπου αυτό που βρισκόταν εκεί δίπλα μας από την πρώτη κιόλας στιγμή έρχεται επιτέλους στο φως. Όπως υποστηρίζει και η βρετανο-παλαιστίνια συγγραφέας Ιζαμπέλα Χαμάντ, η δύναμη της αναγνώρισης δεν έγκειται στην αποκάλυψη, αλλά στην αργοπορημένη εναρμόνιση ανάμεσα στην αντιληπτική μας ικανότητα και την αλήθεια. Και καταλήγει τραγική όχι επειδή μας σοκάρει, αλλά επειδή καταφθάνει όταν είναι πλέον πολύ αργά».
Διερευνώντας μάλιστα τις διακλαδώσεις του Plot Twist σε πεδία που υπερβαίνουν ακόμη και το ίδιο το σινεμά, σπεύδει να προσθέσει: «Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, το Plot Twist δεν είναι απλώς ένας αφηγηματικός μηχανισμός, αλλά μια συνθήκη της ζωής: η επανάληψη που περνιέται για αλλαγή, η καταστροφή που σκηνοθετείται ως αποκάλυψη, η αλήθεια που γίνεται ορατή για μία και μόνο φορά, αδύναμη πλέον να αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα. Οι ταινίες του αφιερώματος κινούνται σε αυτά τα μονοπάτια. Μας θυμίζουν ότι οι ιστορίες δεν είναι ποτέ ουδέτερες, πως κάθε μυθοπλασία κουβαλά και τις ανάλογες συνέπειες, πως η αναγνώριση, όταν τελικά επέρχεται, δεν ισοδυναμεί με λύση αλλά με ηθική απαίτηση».
Η έκθεση, με τίτλο «Ανατροπή (η επιστημονική φαντασία σαν αλλαγή/Plot Twist (the science fiction change)» θα πραγματοποιήσει τα εγκαίνιά της την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου, θα παρουσιαστεί στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, και θα διαρκέσει έως τις 16 Νοεμβρίου 2025. Η έκθεση αυτή αποτελεί εναρκτήριο μέρος της Μπιενάλε 9, η οποία θα κορυφωθεί στο διάστημα Μαΐου – Ιουλίου 2026.
H έκθεση ξεκινά από την εγκατάσταση του τρίπτυχου Urthworks (Slow Action [2010], Urth [2016], Look Then Below [2019]) του σπουδαίου Βρετανού καλλιτέχνη Μπεν Ρίβερς. Παράλληλα, στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ θα προβληθεί, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, η βραβευμένη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο νέα ταινία του Ρίβερς Mare’s Nest, που βασίζεται στο μονόπρακτο θεατρικό The Word for Snow του Ντον ΝτεΛίλο. Τα εγκαίνια της έκθεσης και η προβολή του Mare’s Nest θα γίνουν παρουσία του Μπεν Ρίβερς. H έκθεση αναπτύσσεται μέσα και από το νέο έργο της ομάδας Errands με τίτλο U.F.O. lost in HEAVEN (2025) – The Journey of a Forgotten Future και εμβληματικές ταινίες του πρωτοπόρου Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Σφήκα.
Η Νάντια Αργυροπούλου σημειώνει σχετικά: «Η έννοια της ανατροπής, όπως ελλοχεύει στην επιστημονική φαντασία σαν προαίσθημα, ανοιχτότητα και δυνατότητα και παρουσιάζεται και στην έκθεση αυτή, προλογικό τμήμα της Μπιενάλε 9, γίνεται αντιληπτή ως επαναστατική διορατικότητα και θρυαλλίδα αλλαγής. Δεν είναι φυγή αλλά ανάγκη, συντονισμός με έναν κόσμο πολλών κόσμων, εμπράγματη φαντασία, ριζοσπαστικός φουτουρισμός, καθώς ξαναφτιάχνει τον χρόνο (τις εμπλοκές τού ήδη με το όχι ακόμη) με νήμα τη δομική κατανόηση της ανελευθερίας και τη μαχητικά ευφρόσυνη ανατροπή των αδιεξόδων της».
Παράλληλα, η καθιερωμένη δίγλωσση ειδική θεματική έκδοση του Φεστιβάλ είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στο Plot Twist, περιλαμβάνοντας κείμενα και αναλύσεις από θεωρητικούς του σινεμά, κοινωνιολόγους και δημοσιογράφους. Συγκεκριμένα, στην έκδοση συμμετέχουν η Μύριαμ Μπεν Σαλά, η Νάντια Αργυροπούλου, ο σεναριογράφος και συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, και η συντονίστρια των εκδόσεων του Φεστιβάλ, Γκέλυ Μαδεμλή, ενώ θα δημοσιευτούν και εμβληματικά κείμενα που περιστρέφονται γύρω από την έννοια του Plot Twist.
Στο ευρηματικό, και βραβευμένο στο Φεστιβάλ του Σάντανς, Atropia (2025) της Χέιλι Γκέιτς ένα κινηματογραφικό πλατό μεταμορφώνεται σε τεχνητή εμπόλεμη χώρα με σκοπό την εκπαίδευση των αμερικανών στρατιωτών ακριβώς προτού σταλούν στην κόλαση του Ιράκ. Το ειδύλλιο ανάμεσα στη Fayruz, το αστέρι του «καστ», και έναν βετεράνο που υποδύεται τον εξεγερμένο θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τις φιλοδοξίες της πρώτης, αλλά και ολόκληρο το εγχείρημα: μια κωμική ιστορία αγάπης βγαλμένη από την καρδιά του αμερικανικού παράλογου.
Στο συναρπαστικό Bouchra (2025- φωτο), το ευφάνταστο ντεμπούτο των Οριάν Μπαρκί και Μεριέμ Μπενανί (η οποία εν μέσω πανδημίας μάς χάρισε την εθιστική σειρά έργων 2 Lizards), ο συνδυασμός 3D animation και ύφους ντοκιμαντέρ οικοδομεί μια ακαταμάχητη υβριδική αφήγηση, όπου το σινεμά γίνεται καθρέφτης της πολύπλοκης σχέσης ανάμεσα σε δύο ανθρωπόμορφα κογιότ: μια queer κινηματογραφίστρια που εργάζεται στη Νέα Υόρκη και την καρδιολόγο μητέρα της που ζει στην Καζαμπλάνκα. Μια παραγωγή του Fondazione Prada, που μόλις έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο.
Στο γεμάτο ένταση μικρού μήκους Genealogy of Violence (2024) του Μοχάμεντ Μπουρουισά ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αραβικής καταγωγής υπόκεινται σε αναίτιο και εξονυχιστικό έλεγχο εξακρίβωσης στοιχείων από δύο αστυνομικούς. Μέσα από περίτεχνες τεχνικές στη χρήση της κάμερας και στα οπτικά εφέ, η ταινία ξεθάβει τις υπόγειες, διαχρονικές και επαναλαμβανόμενες διαδρομές της βίας και των διακρίσεων. Η απόδραση του πνεύματος από ένα τοπίο ολοκληρωτισμού, διά χειρός ενός πολύπλευρου, βραβευμένου εικαστικού καλλιτέχνη.
Στο περιπετειώδες They Are the Dogs (2013) του Ισάμ Λασρί ένα τηλεοπτικό συνεργείο ακολουθεί από απόσταση αναπνοής έναν πρόσφατα αποφυλακισμένο κρατούμενο. Μέσα από μια σύγχρονη Οδύσσεια στην πολύβουη Καζαμπλάνκα και την πολυτάραχη μαροκινή κοινωνία, το φιλμ αποτυπώνει την αέναη σύγκρουση ανάμεσα στη βιωμένη μνήμη και την παραπλανητική μιντιακή καταγραφή, ψηλαφώντας την απόσταση που χωρίζει την εξέγερση από την καταπίεση.
Στο τρυφερό αλλά συνάμα οδυνηρό The Time That Remains (2009) του Ελία Σουλεϊμάν, οι αναμνήσεις που κατέγραψε σε μορφή ημερολογίου ο πατέρας του σκηνοθέτη διαπλέκονται άρρηκτα με το συλλογικό και διαχρονικό δράμα του παλαιστινιακού λαού. Ο φιλμικός και ο ιστορικός χρόνος αναδιπλώνονται και συνενώνονται, βυθομετρούν ένα ανεπούλωτο τραύμα και μεταμορφώνουν αυτό που απομένει σε μνήμη, υπενθύμιση και ελπίδα, σε έναν έμμεσο φόρο τιμής στο σινεμά του Ζακ Τατί.
Στο μυστηριακό και σαγηνευτικό μικρού μήκους Kempinski (2007) του Νεΐλ Μπελουφά, ανθρώπινες φιγούρες αναδύονται μέσα από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας για να διηγηθούν ιστορίες που καταφθάνουν από ένα μέλλον σαν αναπόληση και ταξιδεύουν από ένα παρελθόν που έπεται. Μια αλλόκοσμη μείξη επιστημονικής φαντασίας, ψευδο-ντοκιμαντέρ και αρχέγονων παραδόσεων του Μάλι, που αποσυνθέτει κάθε αφηγηματική (μας) βεβαιότητα.
Το απολαυστικό ντοκιμαντέρ VHS – Cahloucha (2006) του Νετζίμπ Μπελκαντί μάς συστήνει έναν αυτοσχέδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό από την Τυνησία, ο οποίος γυρίζει ασταμάτητα ερασιτεχνικές ταινίες b-movie, με συντελεστές από τα τα φτωχότερα κοινωνικά και μορφωτικά στρώματα, οι οποίες γνωρίζουν την αποθέωση. Μέσα από το ανεστραμμένο είδωλο της καθωσπρέπει αισθητικής, βυθιζόμαστε σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στην καρδιά της μαγείας του σινεμά.
Στην Κινέττα (2005), το εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Λάνθιμου, ο κόσμος ολόκληρος μοιάζει να έχει βυθιστεί σε μια συνθήκη εκτός σεζόν και λειτουργίας. Ένας αστυνομικός, ένας φωτογράφος και μια καθαρίστρια, σε ένα ερημωμένο και ανενεργό θέρετρο, βιντεοσκοπούν τις ανατομίες διαφόρων εγκλημάτων που τελέστηκαν στην περιοχή. Η παντοτινή αναξιοπιστία της εικόνας και η θολή φύση της πραγματικότητας σε μια ιδιόρρυθμη πραγματεία για την έννοια της αναπαράστασης.

Στο υπνωτιστικό Goodbye, Dragon Inn (2003) του βιρτουόζου Τσάι Μινγκ-λιανγκ η κινηματογραφική αφήγηση, οι κινούμενες εικόνες αλλά και η μυσταγωγία της σκοτεινής αίθουσας μεταμορφώνονται σε μια χώρα φαντασμάτων, αιώνιας επιστροφής, ανεκπλήρωτης επιθυμίας και διαρραγής του χρόνου, υπενθυμίζοντάς μας πως το σινεμά ταξιδεύει πέρα απ’ όσα βλέπει το μάτι και συλλαμβάνει το μυαλό. Ένα απαραίτητο φιλμ για τον 21ο αιώνα, για το μοναδικό «πνεύμα του τόπου» του κινηματογράφου και για τη δύναμη της συλλογικής θέασης, που σήμερα απειλείται όσο ποτέ.
To The Spousals of God (1998) –καταληκτικό μέρος της τριλογίας του Ζοάου Σέζαρ Μοντέιρο στην οποία υποδύεται ο ίδιος τον João de Deus– κινείται στα γνώριμα μονοπάτια του ανελέητου σαρκασμού απέναντι στη θρησκευτική και κοινωνική υποκρισία. Λαμβάνοντας μια ουρανοκατέβατη βαλίτσα με λεφτά από έναν «αγγελιοφόρο του θεού», ο clochard ήρωας της ταινίας μετατρέπεται σε μεγιστάνα αυτοστιγμεί, χωρίς όμως να απαλλαχθεί από τις νοσηρές του επιθυμίες.
Στο αξέχαστο Close-Up (1990) του Αμπάς Κιαροστάμι, που έβαλε στον χάρτη τον μεγάλο δημιουργό, ένα εξωφρενικό περιστατικό κινηματογραφικής πλαστοπροσωπίας με θύμα τον Ιρανό σκηνοθέτη Μοσέν Μαχμαλμπάφ γίνεται αφορμή για μια μαγευτική περιδίνηση στις κοσμογονικές ιδιότητες της απατηλής κινηματογραφικής αλήθειας, που ορισμένες φορές καταργεί κάθε άτυπο νόμο της μουντής πραγματικότητας: ένα υβρίδιο που εκτυλίσσεται σε φυλακές, δικαστήρια, πολυσύχναστους δρόμους, ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία και οικιακούς χώρους, φανερώνοντας τη φασματική –κι όμως τόσο θαλερή– φύση της ίδιας της ζωής και της ανθρώπινης συνθήκης.
Η φωτογραφία (1986) του Νίκου Παπατάκη, μέσα από το εύρημα μιας απλής φωτογραφίας που λειτουργεί ως ψευδαισθησιακή αντανάκλαση μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας, μιλά για ανοιχτές πληγές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: από το δράμα του μεταναστευτικού ξεριζωμού μέχρι το ζοφερό πολιτικό σκηνικό και τη συγκεχυμένη ταυτότητα μιας χώρας σε μετάβαση. Συγχρόνως, πλάθει μια πολυεπίπεδη αλληγορία για την αλήθεια και την εξαπάτηση της εικόνας, σε μια μεγαλειώδη παραβολή για το ίδιο το σινεμά.
Γυρισμένο στο Κάλι της Κολομβίας με όρους και ύφος ψευδο-ντοκιμαντέρ, το The Vampires of Poverty (1978) των Κάρλος Μαγιόλο και Λουίς Οσπίνα στηλιτεύει τη φωτογενή ωραιοποίηση της ανέχειας από τον Δυτικό πολιτισμό. Με κυριότερο όπλο το βιτριολικό μαύρο χιούμορ, εξαπολύει ένα καυστικό κατηγορώ στον καλλιτεχνικό καιροσκοπισμό που χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο πόνο και την ψευδεπίγραφη ευαισθησία ως βατήρα κέρδους και αναγνώρισης.
Στη μικρού μήκους ταινία And the Dogs Were Quiet (1976) η Σάρα Μαλντορόρ (1929-2020), ποιήτρια, ακτιβίστρια, φεμινίστρια και ιέρεια του παναφρικανισμού, της αντι-αποικιοκρατίας και του «τρίτου κινηματογράφου», διασκευάζει το ομότιτλο θεατρικό του Εμέ Σεζέρ, ενός από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της κρεολής λογοτεχνίας. Μετατρέποντας το Μουσείο του Ανθρώπου στο Παρίσι σε ένα βαθιά αλληγορικό σκηνικό, ένας δραματικός διάλογος ανατέμνει το τραύμα και τη χυδαιότητα τόσο της αποικιοκρατίας όσο και των μηχανισμών που φρόντισαν για την ιστορική της αποσιώπηση-δικαιολόγηση.
www.ertnews.gr
Πηγή: ertnews.gr