Μια νέα μελέτη φέρνει στο φως την αρχαιότερη γνωστή ένδειξη ανθρώπινης μουμιοποίησης, μετατοπίζοντας χιλιάδες χρόνια πίσω το χρονολόγιο αυτής της πρακτικής. Ερευνητές εντόπισαν ίχνη θερμικής επεξεργασίας σε δεκάδες σκελετούς κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που βρέθηκαν σε περιοχές της νότιας Κίνας, του βόρειου Βιετνάμ και της Ινδονησίας, με ορισμένα δείγματα να χρονολογούνται έως και πριν από 14.000 χρόνια. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι της εποχής εφάρμοζαν μια τεχνική «καπνιστο-ξήρανσης» των σωμάτων των νεκρών τους, παρόμοια με πρακτικές που καταγράφονται μέχρι και σήμερα σε ορισμένες κοινότητες της Παπούα Νέας Γουινέας.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι σκελετοί αυτοί είχαν ταφεί σε ακραία καμπουριασμένες, «καθιστές» στάσεις, με τα πόδια σφιχτά διπλωμένα στο στήθος — μια χαρακτηριστική πρακτική των προνεολιθικών ταφών της περιοχής. Πολλά από τα οστά έφεραν ίχνη επιφανειακού καψίματος, κυρίως σε σημεία όπου το δέρμα και οι μύες είναι λεπτότεροι, όπως οι αγκώνες, το κρανίο και τα κάτω άκρα, υποδηλώνοντας παρατεταμένη έκθεση σε ήπια θερμότητα και καπνό. Σε ορισμένα δείγματα, τα ίχνη αυτά ήταν αόρατα με γυμνό μάτι και αποκαλύφθηκαν μέσω περίθλασης ακτίνων Χ και φασματοσκοπίας υπερύθρου.
Η ερμηνεία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Μέχρι πρόσφατα, οι αρχαιότερες γνωστές μούμιες θεωρούνταν εκείνες του πολιτισμού Τσιντσόρο στη βόρεια Χιλή (7.000 ετών) και της Αιγύπτου (4.500 ετών). Η νέα έρευνα, με επικεφαλής την Δρ. Χσιάο-Τσουν Χουνγκ από το Αυστραλιανό Εθνικό Πανεπιστήμιο, δείχνει ότι η πρακτική της τεχνητής διατήρησης των νεκρών είχε ήδη ξεκινήσει στην Ασία χιλιάδες χρόνια νωρίτερα.
Ορισμένα από τα παλαιότερα δείγματα, όπως ένα καμένο βραχιόνιο οστό από σπήλαιο στο βόρειο Βιετνάμ, χρονολογούνται πριν από περίπου 14.000 χρόνια. Οι περισσότερες περιπτώσεις ανάγονται στην περίοδο μεταξύ 12.000 και 4.000 ετών πριν από σήμερα. Σε πολλές από αυτές, το σώμα είχε ήδη αποξηρανθεί όταν ετάφη, με ελάχιστο μαλακό ιστό να έχει απομείνει.
Η διαδικασία, σύμφωνα με τα εθνογραφικά δεδομένα σύγχρονων παραδειγμάτων καπνιστο-ξήρανσης, απαιτούσε συνεχή φροντίδα επί μήνες από τα μέλη της οικογένειας ή της κοινότητας, μέχρι να απομακρυνθεί όλη η υγρασία από τον οργανισμό και να αποτραπεί η αποσύνθεση. Οι νεκροί τοποθετούνταν σε στάση οκλαδόν πάνω από χαμηλής θερμοκρασίας φωτιές, ώστε ο καπνός να ξηραίνει σταδιακά τον ιστό. Κατόπιν, το «καπνισμένο» σώμα μεταφερόταν στην τελική ταφή σε κάποιο σπήλαιο ή καταφύγιο.
Για χρόνια, οι ακραίες στάσεις αυτών των σκελετών προβλημάτιζαν τους ανθρωπολόγους, καθώς δεν ήταν ανατομικά δυνατόν να προκύψουν χωρίς τεχνητή παρέμβαση. Ο καθηγητής φυσικής ανθρωπολογίας Χιροφούμι Ματσουμούρα από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο Σαππόρο της Ιαπωνίας ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν ότι τα σώματα είχαν τροποποιηθεί πριν από την ταφή τους. Τα νέα δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση, δείχνοντας ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες διέθεταν πολύπλοκα τελετουργικά γύρω από τον θάνατο — κάτι που υποδηλώνει πρώιμες πνευματικές αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή.
Η Δρ. Έμμα Μπάισαλ, αναπληρώτρια καθηγήτρια αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπιλκέντ της Άγκυρας, σημειώνει ότι η μελέτη «αναδεικνύει για πρώτη φορά τελετουργικές πρακτικές που διαφορετικά θα έμεναν αόρατες στο αρχαιολογικό αρχείο». Σύμφωνα με την ίδια, το εύρημα υποδηλώνει ότι η πρακτική ίσως έχει ρίζες σε παλαιότερες κοινές καταβολές πληθυσμών που μετανάστευσαν στην Ασία από την Αφρική.
Η καπνιστο-ξήρανση πιθανότατα αποτελούσε την καλύτερη λύση για τη διατήρηση των νεκρών σε ένα υγρό τροπικό περιβάλλον, όπου η αποσύνθεση επέρχεται πολύ γρήγορα. Ωστόσο, η σημασία της φαίνεται να ξεπερνά την πρακτική ανάγκη. Όπως υπογραμμίζει η Χουνγκ, «ήταν μια πράξη που μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσα από βαθιά αγάπη και πνευματική αφοσίωση».
Η ανακάλυψη αυτή φωτίζει μια εντελώς νέα σελίδα της ανθρώπινης ιστορίας: αποδεικνύει ότι η ανάγκη των ανθρώπων να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη και την παρουσία των αγαπημένων τους δεν είναι μόνο αρχαία, αλλά σχεδόν προαιώνια. Πολύ πριν από τους φαραώ και τους λαούς της Αμερικής, κάποιοι πρόγονοί μας στην Ασία προσπαθούσαν ήδη να νικήσουν τον χρόνο — και να παρατείνουν, με τον τρόπο τους, τη συνύπαρξη των ζωντανών με τους νεκρούς.
Πηγή: tanea.gr