Θυμόμαστε τι συνέβη μετά τον Α’ ΠΠ στον Γερμανό αυτοκράτορα Γουλιέλμος Β΄, τον άνθρωπο που αιματοκύλησε τον κόσμο το 1914; Του επετράπη να ζήσει ατιμώρητος σε ένα κάστρο στην Ολλανδία. 100 χρόνια μετά, όμως, η εξολόθρευση πολιτικών αρχηγών και οι πολιτικές δολοφονίες έχουν μπει για τα καλά στην ατζέντα κυβερνήσεων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στήβεν Γουόλτ, φαίνεται πως ο παλιός κανόνας ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να στοχοποιούν τους ξένους ομολόγους τους βρίσκεται προφανώς σε «μηχανική υποστήριξη».
Με αφορμή τη δολοφονία του influencer Τσάρλι Κερκ και την αποτυχημένη προσπάθεια του Ισραήλ να σκοτώσει ορισμένους κορυφαίους αξιωματούχους της Χαμάς βομβαρδίζοντας το Κατάρ, ο Γουόλτ κάνει λόγο στο Foreign Policy, για δύο πράξεις σύμπτωμα της ευρύτερης διάβρωσης των κανόνων στη σύγχρονη πολιτική, τόσο μεταξύ κρατών όσο και στο εσωτερικό τους, και ιδίως της τάσης να αντιμετωπίζεται η δολοφονία ως θεμική πολιτική τακτική.
Υπενθυμίζει ακόμα και επί εποχής Ναπολέοντα Βοναπάρτη, αλλά και κατά την διάρκεια των φρικτών Παγκόσμιων Πολέμων τηρήθηκε ο κανόνας της αποφυγής δολοφονίας αξιωματούχων.
«Οι Σύμμαχοι δεν επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ, ούτε στόχευσαν άμεσα τον Ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο ή τον Ιταλό ηγέτη Μπενίτο Μουσολίνι».
Ωστόσο, ο κανόνας αυτός, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανατράπηκε, καθώς επικράτησαν νέες ηθικές και υλικές εκτιμήσεις. Στις δίκες εγκλημάτων πολέμου της Νυρεμβέργης και του Τόκιο, οι νικητές απέρριψαν τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πράξεων και θεώρησαν Ιάπωνες και Γερμανούς αξιωματούχους προσωπικά υπεύθυνους για τις ειδεχθείς πράξεις τους.
«Πλέον οι μεμονωμένοι ηγέτες ήταν ηθικά υπόλογοι για τις αποφάσεις τους, γινόταν ευκολότερο να δικαιολογηθεί άμεση δράση εναντίον όσων κρίνονταν ιδιαιτέρως μοχθηροί ή επικίνδυνοι». Συνεπώς, συνεχίζει ο Γουόλτ, «η δολοφονία άρχισε να μοιάζει με πιο αποδοτικό ως προς το κόστος μέσο αντιμετώπισης πολιτικών προβλημάτων, ακόμη περισσότερο καθώς η στρατιωτική τεχνολογία κατέστησε εφικτά τα πλήγματα ακριβείας και οι στοχευμένες εκτελέσεις».
Με τον καιρό οι κρατικά υποστηριζόμενες δολοφονίες αντίπαλων ηγετών έγιναν πιο συχνές. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έβαλαν στόχο τους Φιντέλ Κάστρο, Πατρίς Λουμούμπα, Νγκο Ντιν Ντιέμ ενώ, αργότερα, οι Ευρωπαίοι συντέλασαν στον σοδομισμό και εκτέλεση του Μουαμάρ αλ-Καντάφι. Η κυβέρνηση Μπους στόχευσε σκόπιμα τον Σαντάμ Χουσεΐν το 2003 και το 2020 η κυβέρνηση Τραμπ σκότωσε τον Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σουλεϊμανί.
Συνέπεια 1: Πιο συγκρουσιακή πολιτική
Για τον καθηγητή, πρόκειται για μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, για τουλάχιστον τρεις λόγους.
Πρώτον, παρότι ακόμη και ισχυροί κανόνες δεν μπορούν να αποτρέψουν τα ισχυρά κράτη από το να πράξουν όπως επιθυμούν, η παραβίαση ενός εδραιωμένου κανόνα επιβάλλει διαρθρωτικό κόστος φήμης στον παραβάτη και αποθαρρύνει τους άλλους από το να διατηρούν στενές ή συνεργατικές σχέσεις μαζί του.
Καθώς ο κανόνας διαβρώνεται, η αποτρεπτική αξία αυτών των συνεπειών φήμης μειώνεται και περισσότερα κράτη θα βλέπουν τη δολοφονία ως θεμιτή, έστω ακραία, μορφή πολιτικής δράσης. Οι κυβερνήσεις παντού θα γίνουν πιο φοβικές και λιγότερο εμπιστεύσιμες και η επίτευξη αμοιβαία αποδεκτών λύσεων σε υπάρχουσες διαφορές θα γίνει δυσκολότερη. Άλλωστε, πώς μπορείς να διαπραγματευτείς καλή τη πίστει με κάποιον που προσπαθεί ενεργά να σε σκοτώσει; Όσο περισσότερο διαβρώνεται ο κανόνας, τόσο πιο άσχημη και συγκρουσιακή θα γίνεται η παγκόσμια πολιτική.
Συνέπεια 2: Αποθάρρυνση συναντήσεων
Δεύτερον, και σε συνέχεια του πρώτου σημείου, η εγκατάλειψη του κανόνα κατά της δολοφονίας θα αποθαρρύνει τους αντιπάλους από το να συναντώνται -απλώς επειδή είναι επικίνδυνο- καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη διπλωματικών λύσεων σε συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Θα αποθαρρύνει επίσης τρίτους από το να προσπαθούν να βοηθήσουν τέτοιες προσπάθειες.
Γι’ αυτό, ο Αμερικανός καθηγητής θεωρεί ότι η επίθεση του Ισραήλ στο Κατάρ ήταν τόσο ανόητη: «πέρα από το ότι υπονόμευσε περαιτέρω τη φήμη του Ισραήλ ως υπεύθυνου διεθνούς δρώντος, θα κάνει ορισμένες χώρες λιγότερο πρόθυμες να διευκολύνουν τις διπλωματικές του δραστηριότητες. Όλα τα κράτη πρέπει να μιλούν κατά καιρούς με τους εχθρούς τους, κάτι που συνήθως απαιτεί ουδέτερους παράγοντες για να διευκολύνουν τη διαδικασία».
Η παραβίαση της κυριαρχίας του Κατάρ και του κανόνα κατά της δολοφονίας με αυτόν τον τρόπο, προσθέτει, βλάπτει ακόμη περισσότερη τη διεθνή διπλωματία, σε μια εποχή που χρειαζόμαστε περισσότερη, όχι λιγότερη. Η προθυμία του Ισραήλ να επιτεθεί σε έναν κατ’ όνομα σύμμαχο των ΗΠΑ χωρίς να αντιμετωπίσει κανενός είδους διακριτή κύρωση από την Ουάσιγκτον προκάλεσε επιπλέον ζημιά στην ήδη ρημαγμένη φήμη των ΗΠΑ στην περιοχή, αν και δύσκολα μπορεί κανείς να δει πώς θα μπορούσε να πέσει πολύ χαμηλότερα.
Συνέπεια 3: Δικαιολογείται η εσωτερική βία
Τρίτον, υπογραμμίζει πως η πεποίθηση ότι είναι απολύτως εντάξει να στοχοποιείς και να σκοτώνεις ξένους αξιωματούχους με τους οποίους βρίσκεσαι σε αντιπαράθεση καθιστά ευκολότερο για ορισμένους να δικαιολογήσουν βίαιη δράση εναντίον εγχώριων πολιτικών προσώπων με τα οποία διαφωνούν.
«Και στις δύο περιπτώσεις, οι πιθανοί στόχοι δαιμονοποιούνται πρώτα ως η ενσάρκωση του κακού και ως θανάσιμη απειλή για το έθνος. Μόλις αυτή η ταμπέλα «κολλήσει», τα ακραία μέτρα για την αντιμετώπισή τους θα φαίνονται επιτρεπτά, ίσως και αναγκαία».
«Αν είστε Αμερικανός και ανησυχείτε για την αυξανόμενη παλίρροια βίαιης πολιτικής δραστηριότητας στο εσωτερικό» λέει ο καθηγητλής απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του, «τότε θα πρέπει επίσης να σας ανησυχεί το πώς οι ΗΠΑ, ορισμένοι από τους πιο στενούς συμμάχους τους και άλλες μεγάλες δυνάμεις έχουν υπονομεύσει τον κανόνα κατά της δολοφονίας στο εξωτερικό».
Έτσι, επιστρέψαμε στην εποχή του Μεσσαίωνα, του Βυζαντίου και των Θρησκευτικών Πολέμων, που ηγέτες δολοφονούνταν με τον πιο φρικτό τρόπο με διαταγή βασιλιάδων και αυτοκρατόρων.
Πηγή: in.gr