Η απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου να καθυστερήσει, ως τις 24 Οκτωβρίου, την απόφαση για το κατά πόσο ήταν νόμιμο το πρόσφατο συνέδριο του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και, κατά συνέπεια, η εκλογή του σημερινού του ηγέτη, Οζγκιούρ Οζέλ, μοιάζει να αναβάλει τη νέα πολιτική «έκρηξη» στη γειτονική χώρα. Η μεγάλη εικόνα, όμως, δεν αλλάζει.
Η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν βαδίζει ολοταχώς προς ένα μοντέλο που θυμίζει ολοένα περισσότερο ολοκληρωτισμό. Ειδικά καθώς ο ίδιος δείχνει αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία εφ’ όρου ζωής, ως μονάρχης σε μια χώρα στην οποία μόνο τυπικά μπορεί να χαρακτηρίζεται ως δημοκρατική.
Ακόμη και στο συγκεκριμένο θέμα, εξάλλου, οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι δικαστές έχουν ήδη λάβει την απόφασή τους για το CHP και τον ηγέτη του. Και έχουν φροντίσει να την προαναγγείλουν με την «καθαίρεση» του επικεφαλής του κόμματος στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές Σεπτεμβρίου – με την επίκληση δήθεν παρατυπιών κατά την εκλογή του από τα μέλη του κόμματος.
Νικητές σε 18 εκλογές
Η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο Ερντογάν και το κόμμα του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), έχουν κερδίσει πολλές εκλογικές αναμετρήσεις από το 2002 ως και σήμερα. Στις περισσότερες από αυτές, μάλιστα, είτε επρόκειτο για βουλευτικές είτε για προεδρικές εκλογές, η επικράτησή τους ήταν καθαρή και δεν χωρούσε αμφισβήτηση από την αντιπολίτευση.
Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν έχει αναδειχθεί νικητής σε 3 προεδρικές εκλογές (2014, 2018, 2023), ενώ ο εκλεκτός του Αμπντουλάχ Γκιουλ σε άλλη μία (2007). Το ΑΚΡ, από την πλευρά του, έχει βρεθεί στην πρώτη θέση σε 7 εκλογές (2002, 2007, 2011, Ιούνιος και Νοέμβριος 2025, 2018, 2023), εκ των οποίων μάλιστα στις 4 έχει διασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Επιπλέον, οι υποψήφιοι του κυβερνώντος κόμματος έχουν κατακτήσει με διαφορά τις περισσότερες περιφέρειες και δήμους της Τουρκίας σε 4 αναμετρήσεις (2004, 2009, 2014, 2019). Τέλος, Ερντογάν και ΑΚΡ έχουν δει να εγκρίνονται και οι 3 προτάσεις τους που τέθηκαν στην κρίση του λαού σε ισάριθμα δημοψηφίσματα (2007, 2010, 2017).
Συνολικά, λοιπόν, έχουν καταγραφεί στο συγκεκριμένο διάστημα 18 νίκες τους, γεγονός που επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη διαπίστωση ότι Ερντογάν και ΑΚΡ κυριαρχούν πολιτικά στην Τουρκία σε ολόκληρο σχεδόν το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Το έχουν δε καταφέρει στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών του, κάτι που επίσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Νέο τοπίο καταστολής
Τα δεδομένα, όμως, έχουν αλλάξει. Στη γειτονική χώρα, οι πάντες γνωρίζουν πλέον ότι από τη στιγμή που θα αποφασίσουν να βρεθούν ενεργά και μαχητικά απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν, κινδυνεύουν να βρεθούν ανά πάσα στιγμή πίσω από τα σίδερα. Ή, εφόσον δεν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα αλλά για οργανισμούς ή εταιρείες, να δουν τις πόρτες τους να κλείνουν με «λουκέτο» ή την ιδιοκτησία τους να περνά με το έτσι θέλω στον έλεγχο του κράτους.
Τα περιστατικά είναι πολλά και αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Για παράδειγμα, ο δημοφιλής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος εξελέγη πανηγυρικά τόσο το 2019 όσο και το 2023, συνελήφθη τον περασμένο Μάρτιο και έκτοτε παραμένει φυλακισμένος, έχοντας στερηθεί και τα πολιτικά του δικαιώματα. Κάτι που σημαίνει, πως ο Ερντογάν έχει απαλλαγεί από τον πιο επικίνδυνο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πολιτικό του αντίπαλο.
Δεν είναι, φυσικά, ο μοναδικός που έχει διωχθεί. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Reuters, μόνο από τις αρχές του 2025 έχουν συλληφθεί περισσότεροι από 500 άνθρωποι για πολιτικούς λόγους – ανάμεσά τους και 17 εκλεγμένοι δήμαρχοι, προερχόμενοι είτε από το CHP είτε από τις τάξεις των Κούρδων.
Στη φυλακή παραμένει εδώ και 8 χρόνια (από τον Οκτώβριο του 2017) και ο Οσμάν Καβάλα, ο οποίος τόλμησε να εκφράσει δημοσίως τη διαφωνία του με το καθεστώς Ερντογάν και να του αντιταχθεί. Κι αυτό, παρά τις επανειλημμένες καταδίκες της Άγκυρας – και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – για το συγκεκριμένο θέμα.
Την ίδια τύχη έχουν, όπως είναι γνωστό, δεκάδες κοινωνικοί αγωνιστές και Κούρδοι. Ανάμεσά τους βρίσκεται και το πρώην ηγετικό δίδυμο του HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών), Σελαχατίν Ντεμιρτάς και Φιγκέν Γιουκσεκντάγκ, οι οποίοι συνελήφθησαν τον Νοέμβριο του 2016 και έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατική δράση.
Τα ΜΜΕ στο απόσπασμα
Όσο για την κατάσταση στα μίντια, αποπνέει επίσης «οσμή» ολοκληρωτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα κατέταξαν φέτος την Τουρκία στην 159η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες όσον αφορά στην ελευθερία των ΜΜΕ. Παράλληλα, πρόσφατη έρευνα της ίδιας οργάνωσης και του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (ΙΡΙ) κατέληξε στο συμπέρασμα πως σήμερα το 95% των τουρκικών Μέσων βρίσκεται υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της κυβέρνησης – με τα πιο πρόσφατα «θύματα» να είναι εκείνα (Haberturk, Bloomberg HT κ.λπ) που ανήκαν στον όμιλο Can Holding, ο οποίος κρατικοποιήθηκε, με την αιτιολογία ότι προέκυψαν στοιχεία που τον συνέδεαν με φοροδιαφυγή και εγκληματικές δραστηριότητες.
Ανάλογες κατηγορίες διατυπώνονται, φυσικά, σε βάρος όλων όσων έχουν διωχθεί και πρόκειται να διωχθούν. Πρακτικά, ωστόσο, ουδεμία σημασία έχει εάν αληθεύουν ή είναι προϊόντα «μονταζιέρας». Όπως δεν έχει σημασία ούτε η αναφορά στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη».
Εξάλλου, εάν υπήρχε κράτος-δικαίου, η μισή φαμίλια του Ερντογάν και μεγάλο μέρος της «αυλής» του θα ήταν επίσης φυλακή, εξαιτίας των οργίων διαπλοκής με τα οποία έχουν άμεση σχέση. Κάτι που αποδείχθηκε, πέρα από κάθε αμφιβολία, κατά τους φονικούς σεισμούς που έγιναν τον Φεβρουάριο του 2023 και κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 50.000 ανθρώπους, οι οποίοι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια των εγκληματικών κακοτεχνιών.
Πώς, όμως, φτάσαμε σε αυτή τη στροφή; Πώς ο Ερντογάν, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος το «παράθυρο δημοκρατίας» που άνοιξε σε μια χώρα με πλούσια παράδοση πραξικοπημάτων, έφτασε να οδηγηθεί στον δρόμο του ολοκληρωτισμού;
Είναι η οικονομία, ανόητοι!
Προφανώς, ερωτήματα όπως αυτά μπορούν να απαντηθούν πλήρως και πειστικά μόνο στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης μελέτης ή ενός δοκιμίου, είναι σίγουρο πως το «κλειδί» παραμένει εκεί όπου βρίσκεται πάντα: στην οικονομία. Και μάλιστα την πραγματική, αυτή που βιώνει καθημερινά η πλειοψηφία του λαού και όχι εκείνη που αποτυπώνεται σε δείκτες και αριθμούς.
Είναι γεγονός ότι στα χρόνια της διακυβέρνησης του Ερντογάν και του ΑΚΡ, η Τουρκία έχει ανέβει κατηγορία σε διεθνές επίπεδο. Το ΑΕΠ της έχει σχεδόν τριπλασιαστεί, είναι μέλος της ομάδας των G20, έχει γίνει ενεργειακός κόμβος, έχει αναπτύξει εξαιρετικά ισχυρούς και παγκόσμιας εμβέλειας κλάδους – κυρίως στις κατασκευές και την πολεμική βιομηχανία – και έχει κάνει πολλά ακόμη βήματα.
Την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης, αυτή η ταχύτατη συσσώρευση πλούτου (κυρίως στους οικονομικά ισχυρούς, έστω αν και εκεί ανακατεύτηκε η «τράπουλα») δημιούργησε πολλές νέες θέσεις εργασίας, επέτρεψε σε εκατομμύρια ανθρώπους να βγουν από τη φτώχεια και να αποκτήσουν ελπίδα για ένα ακόμη καλύτερο μέλλον. Στη συνέχεια, όμως, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης και κόπωσης.
Η πρώτη «τροχιοδεικτική» βολή προς τους κυβερνώντες εστάλη το 2013, με την αποκαλούμενη «εξέγερση του Πάρκου Γκεζί», στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν η πρώτη τόσο μαζική και μαχητική κινητοποίηση κατά του Ερντογάν και της κυβέρνησής του, στη ρίζα της οποίας δεν βρίσκονταν μόνο τα ζητήματα δημοκρατίας, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα, με κυριότερο την ακρίβεια και την διεύρυνση των ανισοτήτων.
Η απάντηση του Ερντογάν
Το καθεστώς έλαβε το μήνυμα και αντέδρασε, υιοθετώντας μια διαφορετική γραμμή: του εκβιασμού, της καταστολής και της σίγασης κάθε αντίθετης φωνής. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 αποτέλεσε ένα «δώρο» προς τον Ερντογάν, ο οποίος έστειλε το μήνυμα της γενικής επίθεσης, σε όλα τα μέτωπα. Και μάλιστα, τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας, όπου κυριάρχησε η γραμμή του αναθεωρητισμού, της «Γαλάζιας Πατρίδας» και του «Αιώνα της Τουρκίας» – αλλά και της βίαιης επίλυσης του Κουρδικού.
Το πρόβλημα είναι πως τα μεγαλεπήβολα και φαραωνικά σχέδια του Ερντογάν δεν συνάδουν πλέον ούτε με την καθημερινότητα ούτε με τις προσδοκίες των απλών ανθρώπων της Τουρκίας. Κι αυτό το χάσμα, που δείχνει να μεγαλώνει διαρκώς, είναι η αιτία για το πρόβλημα πολιτικής επιβίωσης το οποίο αντιμετωπίζει.
Η απάντηση την οποία έχει επιλέξει να δώσει είναι μάλλον προφανής: Όσο περισσότεροι δεν συμφωνούν μαζί μου τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Κάτι που σημαίνει, πως τους περιμένουν δυσφήμιση, διώξεις, φυλακίσεις ή και ακόμη χειρότερα. Έτσι ώστε να μην μείνει κανένα αξιόλογο εμπόδιο στον δρόμο του «σουλτάνου» ο οποίος θέλει να γίνει μεγαλύτερος από τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Πηγή: tanea.gr