Ο Αλέξης Τσίπρας ακόμα δεν έχει ανακοινώσει τίποτα, όμως και μόνο η υποψία πως ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει νέο φορέα, διεκδικώντας την επαναφορά του σε αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως «ενεργό πολιτική», στέλνει συμπαθούντες και αντιπάλους στους αγαπημένους φίλους όσων ψάχνουν απαντήσεις για τις κάλπες προτού στηθούν – και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους δημοσκόπους. Δεν υπάρχει ούτε ένας εξ αυτών που το τελευταίο διάστημα δεν έχει δεχθεί οχλήσεις για να μετρήσει όλα όσα μπορούν να μετρηθούν και αφορούν ένα ενδεχόμενο κόμμα Τσίπρα. Στόχος; Να προσπαθήσουν να σκιαγραφήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο πρώην πρωθυπουργός θα μπορούσε να επιστρέψει.
Ερώτημα πρώτο: Ποια είναι τα εκλογικά όρια της απήχησης του πρώην πρωθυπουργού;
Στις περισσότερες έρευνες, οι ερωτώμενοι που απαντούν πως θεωρούν πολύ πιθανό ή αρκετά πιθανό να ψηφίσουν ένα νέο κόμμα Τσίπρα φτάνουν μέχρι το 20%. Η δυνητική ψήφος, σε κάθε περίπτωση, κρύβει τις δικές παγίδες, γιατί ποτέ δεν φτάνει ολόκληρη στην κάλπη – δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί που κάπως έτσι την πάτησαν, προχωρώντας σε κινήσεις που τελικά δεν είχαν τα αποτελέσματα που περίμεναν. Σε μια αισιόδοξη ερμηνεία των αριθμών, ωστόσο, κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει το συγκεκριμένο ποσοστό ως ένα καλό σημείο εκκίνησης για τον Τσίπρα, που δεν έχει κάνει ακόμα στοιχειώδεις κινήσεις σε οργανωτικό επίπεδο. Και στα νούμερα της Opinion Poll που δημοσιοποιήθηκαν την Πέμπτη, το ποσοστό των ερωτώμενων που θα μπορούσε να ψηφίσει ένα νέο κόμμα από τον Αλέξη Τσίπρα έφτανε το 25,3%, ενώ «δεν θα μπορούσε να το ψηφίσει ποτέ» το 63,5%.
Το ανησυχητικό για το εγχείρημα του πρώην πρωθυπουργού είναι ότι περίπου το 1/3 του ΣΥΡΙΖΑ επίμονα απαντά πως δεν συντάσσεται με το νέο κόμμα, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τη μισή Νέα Αριστερά. Στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, τη μεγαλύτερη δεξαμενή που θα μπορούσε να έχει κέρδη, το ποσοστό επιρροής του είναι το μικρότερο εκ των προοδευτικών κομμάτων, ενώ αντιθέτως ο Τσίπρας καταφέρνει ισχυρά πλήγματα στην Πλεύση Ελευθερίας, αλλά, παραδόξως, και στο ΚΚΕ. Στην πράξη, αυτό δημιουργεί μια αντίφαση: ενώ στην ομιλία του στον Economist ο Τσίπρας έκανε σαφή στροφή, προβάλλοντας ένα πιο κεντροαριστερό, μεταρρυθμιστικό προφίλ, αυτό το κοινό είναι που (τουλάχιστον ακόμα) σαγηνεύεται λιγότερο από την προοπτική της επιστροφής του.
Ερώτημα δεύτερο: Σε ποια ακροατήρια υπερτερεί;
Στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία, σύμφωνα με πληροφορίες παρατηρείται μια ισόποση διάχυση επιρροής σε μεγαλύτερες και νεότερες ηλικίες, σε ποσοστά που κυμαίνονται πέριξ του 17-18%. Το πιο χαμηλό του ποσοστό, ο Τσίπρας το παίρνει στο ηλικιακό γκρουπ 25-39, το οποίο είναι και εκείνο που έζησε την περιπέτεια του 2015 και την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ σε διαμορφωτική ηλικία, άρα τη θυμούνται εξίσου ή πιο έντονα από αυτή που ο Τσίπρας πέρασε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αναλυτές επισημαίνουν πως γι’ αυτούς τους ψηφοφόρους, είτε τότε τον υποστήριξαν είτε όχι, ο χαρακτηρισμός «αναξιόπιστος» είναι αυτός που έχει εντυπωθεί.
Οπως συνέβαινε και όταν ήταν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας πετυχαίνει μεγαλύτερα ποσοστά στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες (σ’ αυτό ευθύνεται και το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ χάνει συστηματικά τη γυναικεία ψήφο). Οσον αφορά τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό, όσοι δηλώνουν «πολύ πιθανό» ή «αρκετά πιθανό» να τον ψηφίσουν αυτοπροσδιορίζονται κυρίως ως κεντροαριστεροί και αριστεροί, ενώ το ποσοστό του στους κεντρώους, όπου έρχεται τρίτος, είναι λίγο πάνω από το 15%. Από άποψη εισοδήματος, ο Τσίπρας κερδίζει το μεγαλύτερό του ποσοστό στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, το οποίο είναι αρκετές μονάδες μικρότερο στη μεσαία τάξη και ακόμα χαμηλότερο στα υψηλά εισοδήματα. Στην πράξη, αυτό αποδεικνύει ότι τα δύο χρόνια που πέρασε εκτός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αλλάξει και πολλά ως προς τους ψηφοφόρους που ακολουθούν και ακούν τον Τσίπρα – οποιοσδήποτε έμπειρος δημοσκόπος, που έχει μετρήσει πολλές φορές τα ποιοτικά στοιχεία του πρώην πρωθυπουργού, έχει ξανασυναντήσει το ίδιο προφίλ ψηφοφόρου. Δείγμα ότι ο Τσίπρας έχει μια σταθερή βάση και ένα ισχυρό ιδεολογικό στίγμα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ωστόσο, για την αποδοτικότητα του λεγόμενου rebranding που επιχειρεί.
Ερώτημα τρίτο: Κερδίζει όταν συγκρίνεται;
Ισως αυτές οι απαντήσεις είναι οι πιο πρώιμες, όμως επιτρέπουν συμπεράσματα. Στην Opinion, μόλις το 26% θεωρεί πως ο Τσίπρας έχει πιθανότητες να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με τις αρνητικές απαντήσεις να φτάνουν το 66,8%. Πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν πως οι διαδοχικές του ήττες απέναντι στον σημερινό Πρωθυπουργό απαιτούν χρόνο για να ξεπεραστούν από το εκλογικό σώμα – ιδίως η ήττα του 2023, της οποίας το μέγεθος φαινόταν να μην έχουν αντιληφθεί ούτε στο τότε επιτελείο της Κουμουνδούρου. Το βασικό στοίχημα για εκείνον, αν θέλει να διευκολύνει την «παράσταση νίκης», είναι μεταξύ άλλων να αλλάξει την εμπεδωμένη άποψη για τα χρόνια της διακυβέρνησής του – που συνεχίζει να σκοράρει χαμηλά –, πράγμα που φαίνεται πως θα επιχειρήσει με το επερχόμενο βιβλίο του. «Κλειδί» για να μπορέσει να έχει μια ευκαιρία ολικής επαναφοράς για τον Τσίπρα, καταλήγουν, είναι να πετύχει η διείσδυση στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Αυτή, ωστόσο, δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή το ισχυρό χαρτί του Τσίπρα – και η επίκληση των «επιτευγμάτων» της τετραετίας 2015-2019 δεν διευκολύνει και την προσέγγιση, ειδικά αν μαζί του δεν συμπαραταχθούν στελέχη με παρελθόν στο ΠΑΣΟΚ.
Πηγή: tanea.gr