Σε στοχευμένη αποχή από τα καθήκοντά τους σε όσες υποθέσεις είτε στο στάδιο της κύριας ανάκρισης, είτε στο ακροατήριο απαγορευτεί η πρόσβαση του κατηγορουμένου στο πλήρες περιεχόμενο της δικογραφίας προσανατολίζονται οι δικηγόροι.
Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας σε σημερινή συνεδρίασή της διατύπωσε την κατηγορηματική αντίθεσή της στην περιστολή του δικαιώματος πλήρους πρόσβασης του κατηγορούμενου στη δικογραφία.
Επ΄αφορμή της προωθούμενης ρύθμισης, που έχει ξεσηκώσει θύελλα στον νομικό κόσμο η Ολομέλεια καλεί την κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνη «να αφουγκραστούν τη φωνή της νομικής κοινότητας, να αποσύρουν τη νέα ρύθμιση και να προβούν άμεσα σε διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης για το ζήτημα αυτό».
Σε αντίθετη περίπτωση, η Ολομέλεια εξουσιοδότησε τη Συντονιστική Επιτροπή να εισηγηθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας τη στοχευμένη αποχή των δικηγόρων σε όσες υποθέσεις εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διάταξη, τόσο κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας όσο και στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, κατά τη συνεδρίασή της στις 13.9.2025 στον Πύργο Ηλείας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση.
Με έκπληξη λάβαμε γνώση για την αιφνίδια κυβερνητική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην κατεύθυνση του περιορισμού της πρόσβασης των κατηγορουμένων σε στοιχεία της δικογραφίας.
Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αναγνώσαμε ανάρτηση στο διαδίκτυο του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία, σε υψηλούς τόνους, μέμφεται τη διαχρονική θεσμική εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος και υπερασπίζεται το περιεχόμενο της διάταξης που προωθεί προς ψήφιση για τη στέρηση της δυνατότητας πρόσβασης των κατηγορουμένων στο υλικό της δικογραφίας.
Για την αποκατάσταση της νομικής πραγματικότητας οφείλουμε να αναφέρουμε τα εξής:
Α. Σε ό,τι αφορά το νομοθετικό προηγούμενο του 2014
Οι διατάξεις του άρθρου 12 ν. 4236/2014, που ενσωματώθηκαν στο άρθρο 101 του παλαιού ΚΠΔ, κατά την πενταετία που ίσχυσαν (έως το 2019) ουδέποτε εφαρμόστηκαν από τα δικαστήρια.
Το δικηγορικό σώμα ήταν και είναι (και τότε και σήμερα) σταθερά αντίθετο σε οποιαδήποτε απόπειρα φαλκίδευσης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων. Σαφές είναι ότι κάθε περιορισμός της πρόσβασης του κατηγορουμένου στο υλικό της δικογραφίας υπονομεύει το δικαίωμα υπεράσπισης και συνιστά υποχώρηση του νομικού μας πολιτισμού και του Κράτους Δικαίου.
Το 2019 η άνω διάταξη μετά από έντονες παρεμβάσεις και των δικηγορικών Συλλόγων καταργήθηκε με τον νέο ΚΠΔ (ν.4620/19) με ομόφωνη εισήγηση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι του δικηγορικού και του δικαστικού σώματος και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η απάλειψη της διάταξης στον νέο ΚΠΔ αποτέλεσε δικαίωση των διαχρονικών μας θέσεων.
Η καταργηθείσα διάταξη ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΣΕ ΙΣΧΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΠΑΝΩΤΕΣ (14 στον αριθμό) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4620/19
Απορίας άξιον, λοιπόν, τυγχάνει γιατί εάν , η νέα νομοθέτηση ήταν επιβεβλημένη για τη χώρα -όπως διατείνεται ο Υπουργός- το Υπουργείο Δικαιοσύνης αδράνησε επί έξι χρόνια και προωθεί σήμερα εσπευσμένα τη σχετική τροποποίηση.
Περαιτέρω, εύλογα γεννώνται απορίες, σχετικά με τις σκοπιμότητες της νομοθετικής πρωτοβουλίας και από την εσπευσμένη προώθηση της συγκεκριμένης διάταξης προς ψήφιση χωρίς κανένα προηγούμενο διάλογο (ούτε καν ενημέρωση) με τους θεσμικούς φορείς της Δικαιοσύνης, λειτουργούς και συλλειτουργούς, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους επιστημονικούς φορείς του ποινικού δικαίου.
Β. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή Οδηγία
1. Κατ’ αρχάς, η χώρα μας δεν ήταν ούτε είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει την ανάλογη εξαίρεση που απαντά στην Οδηγία (ΕΕ) 2012/13. Η Οδηγία θέτει τα ελάχιστα κοινά πρότυπα προστασίας, αφήνοντας στα κράτη μέλη την δυνατότητα να διατηρήσουν τα τυχόν υψηλότερα πρότυπα προστασίας, όπως σαφώς ορίζεται στο άρθρο 10 αυτής. («Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να εκληφθεί ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα ή τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από […] ή το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους μέλους που παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας»). Γι’ αυτό και στο Προοίμιο της Οδηγίας διαλαμβάνεται ότι η μη πλήρης πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας «μπορεί» να επιτραπεί «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο», όμως υπό προϋποθέσεις. Δηλ. ουσιαστικά θέτει τους όρους της εξαίρεσης από τον κανόνα της πλήρους πρόσβασης, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται ήδη στο εθνικό δίκαιο, με την πρόσθετη επισήμανση ότι η εν λόγω εξαίρεση «πρέπει να σταθμισθεί έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου», οι δε σχετικοί «περιορισμοί [στο δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στη δικογραφία] θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά» (σκ. 32).
Σε κάθε δε περίπτωση, από το γράμμα της οδηγίας προκύπτει ότι ο περιορισμός του ανωτέρω δικαιώματος δεν μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις σύλληψης ή κράτησης του κατηγορουμένου.
2. Είναι ανακριβές ότι σε όλα τα κράτη υπάρχει ανάλογη ρύθμιση. Για παράδειγμα στη Γερμανία (άρθρο 147 γερμΚΠΔ), η μη πλήρης πρόσβαση στη δικογραφία περιορίζεται μόνον για λόγους που συνδέονται με το να μη τεθεί σε κίνδυνο η έρευνα κι εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει πάντως στις περιπτώσεις σύλληψης και κράτησης.
Γ. Σε ό,τι αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ
Η επίκληση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από τον Υπουργό είναι ατυχής. Αν κάποια /ος μελετήσει προσεκτικότερα το περιεχόμενό τους, θα διαπιστώσει τα εξής:
1) Η απόφαση Al Khawaja-Taherry vs UK αφορούσε την απόκρυψη του ονόματος του μάρτυρα. Έκρινε ότι είναι επιτρεπτή μόνον όταν υπάρχει βάσιμος λόγος, ο οποίος τεκμηριώνεται και μπορεί να αποδοθεί στον κατηγορούμενο. Ως βάσιμος λόγος νοείται αντικειμενικός λόγος φόβου ζωής, σωματικής βλάβης ή απώλειας περιουσίας που τεκμηριώνεται με αποδείξεις. Αν όμως η καταδίκη βασίζεται αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό σε μάρτυρες που ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να εξετάσει τότε υπάρχει παραβίαση της ΕΣΔΑ.
2) Στην Berardi vs San Marino ο αποκλεισμός ήταν προσωρινός και τα αποκρυβέντα στοιχεία δεν ήταν μέρος της δικογραφίας ούτε χρησιμοποιήθηκαν κατά των κατηγορουμένων (σκεψη 70)
3) Στη Van Mechelen κατά Ολλανδίας επρόκειτο για ανωνυμία του αστυνομικού που έδρασε κεκαλυμμένα, ο οποίος ωστόσο εξετάστηκε από ξεχωριστό δωμάτιο, δηλαδή εξετάσθηκε πλήρως, απλώς έμεινε ανώνυμος (σκέψη 59). Άρα κατά την κρίση της δεν στερήθηκε κάποιο δικαίωμα ο κατηγορούμενος εκ του ότι δεν γνώριζε απλώς το όνομα του αστυνομικού.
4) Στη Van Wesenbeck κατά Βελγίου, ομοίως το παράπονο του κατηγορουμένου ήταν ότι του απαγορεύτηκε να έχει face to face meeting με undercover agents και όχι πρόσβαση σε «υλικό δικογραφίας»!
5) Στη Rowe & Davis vs UK κρίθηκε ότι όλες οι δυσχέρειες που τίθενται στην υπεράσπιση πρέπει να αντισταθμίζονται επαρκώς από τις επακολουθούσες διαδικασίες εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Ωστόσο όταν αποδεικτικά στοιχεία αποκλείονται από τον κατηγορούμενο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το ΕΔΔΑ δεν δικαιούται να αποφασίσει αν αυτή η μη αποκάλυψη ήταν απολύτως αναγκαία διότι αυτό ανήκει στην δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 62).
6) Η απόφαση Paci κατά Βελγίου αφορά διαφορετικό πραγματικό. Η αιτίαση στην υπόθεση αυτή αφορούσε την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων σε υπόθεση που καταδικάστηκε ο προσφεύγων ( εμπορία όπλων) και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του στοιχεία από άλλη εκκρεμή υπόθεση, τα οποία αυτός δεν γνώριζε. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρόλο που ο κ. Paci ήταν πράγματι ύποπτος στην (άλλη) υπόθεση των «κλεμμένων αυτοκινήτων», δεν του είχαν απαγγελθεί ακόμη κατηγορίες, γεγονός που εμπόδιζε την πρόσβαση στον αντίστοιχο φάκελο της υπόθεσης.»… «Επιπλέον, ο κ. Paci είχε πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο της υπόθεσης «εμπορίας όπλων», συμπεριλαμβανομένων πλήρων αντιγράφων των αιτιολογημένων διαταγών και των εγγράφων που σχετίζονται με την εκτέλεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, και είχε την ελευθερία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία από την υπόθεση των «κλεμμένων αυτοκινήτων», τα οποία βρίσκονταν επίσης στον φάκελο της «εμπορίας όπλων» Τέλος, ο κ. Paci δεν είχε καταδικαστεί αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία της τηλεφωνικής παρακολούθησης και υπήρχαν άλλα πραγματικά στοιχεία εναντίον του. Κατά συνέπεια, η καταδίκη του κ. Paci δεν βασίστηκε σε στοιχεία για τα οποία δεν μπόρεσε ή δεν μπόρεσε επαρκώς να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισης.
Δ. Συμπερασματικά
Είναι προφανές από όλα τα ανωτέρω ότι ούτε υποχρέωση έναντι της Οδηγίας υπάρχει , ούτε η διάταξη ως εισάγεται με τη γενικότητα της συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία επικαλείται ο Υπουργός. Τουναντίον, φαλκιδεύει το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δίκαιη δίκη και ναρκοθετεί βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου σε σχέση με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως απορρέουν απο το άρθρο 20 παρ 1 του Σ και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Η Ολομέλεια για μία ακόμη φορά εκφράζει την κατηγορηματική αντίθεσή της στην προωθούμενη τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικαιοσύνης που περιστέλλει ουσιωδώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και το δικαίωμα σε δικαστική προστασία και δίκαιη δίκη.
Καλούμε, έστω την ύστατη στιγμή, την Κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να αφουγκραστούν τη φωνή της νομικής κοινότητας, να αποσύρουν τη νέα ρύθμιση και να προβούν άμεσα σε διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης για το ζήτημα αυτό.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Ολομέλεια εξουσιοδότησε τη Συντονιστική Επιτροπή να εισηγηθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας τη στοχευμένη αποχή των δικηγόρων σε όσες υποθέσεις εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διάταξη, τόσο κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας όσο και στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας.
Πηγή: in.gr