Θετικά παραμένουν τα μηνύματα από το μέτωπο της μείωσης του χρέους της Ελλάδας, σύμφωνα με την Wood & Company, η οποία βλέπει ότι η χρηματοδοτική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, με επαρκή αποθέματα ρευστότητας που θα χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, υποστηρίζοντας ενδεχόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας στην κατηγορία των επενδυτικών βαθμίδων.
Αυτή η εκτίμηση δεν άλλαξε ούτε και με τις τελευταίες ανακοινώσεις από την ελληνική κυβέρνηση, με το πακέτο που προωθείται να στοχεύει στην ανακατανομή των κερδών από τις προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας και στη μείωση της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων μετά το πλήγμα του πληθωρισμού.
Ο προϋπολογισμός συνεχίζει να υπερβαίνει τις προσδοκίες και, ενώ η προσεκτική προσέγγιση στην δημοσιονομική χαλάρωση υπογραμμίζει τη δέσμευση της κυβέρνησης για μείωση του δημόσιου χρέους, η Wood & Company εκτιμά ότι ένα ακόμη μικρότερο πακέτο μέτρων προετοιμάζεται για το επόμενο έτος, ειδικά αν η ανάπτυξη δεν ξεπεράσει το 2%.
Παρόλα αυτά, η Wood & Company αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα το φορολογικό βάρος παραμένει σχετικά υψηλό, με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και περιορισμένη φορολογική βάση.
Δημοσιονομική χαλάρωση για το 2026 και 2027
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ένα πακέτο δημοσιονομικής χαλάρωσης για το 2026, το οποίο περιλαμβάνει ευρείας κλίμακας μειώσεις στον φόρο εισοδήματος, επιπλέον ενισχύσεις για τις οικογένειες, τους νέους και τους συνταξιούχους, καθώς και μια νέα κλίμακα μισθών για τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, την πυροσβεστική και το λιμενικό σώμα. Το πακέτο έχει αξία 1,76 δισ. ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) για το 2026 και 2,5 δισ. ευρώ (0,9% του ΑΕΠ) για το 2027, με εκτιμώμενο όφελος για περίπου 4 εκατομμύρια φορολογούμενους.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δημογραφικές προκλήσεις, οι συντελεστές ΦΠΑ μειώνονται σε απομακρυσμένες περιοχές με πληθυσμό κάτω των 20.000 κατοίκων (από 24% σε 17%, και από 13% σε 9%), ενώ ο φόρος ακίνητης περιουσίας στις αγροτικές περιοχές με πληθυσμό κάτω των 1.500 κατοίκων έχει μειωθεί και θα καταργηθεί πλήρως μέχρι το 2027.
Επιπλέον, προβλέπονται φορολογικές ελαφρύνσεις για τις μακροχρόνιες μισθώσεις και αναστολή του ΦΠΑ στις νέες κατασκευές. Όλα αυτά προηγούνται της ανακοίνωσης του προϋπολογισμού του 2026, ο οποίος δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα (αναμένεται τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την παράδοση των προηγούμενων ετών).
Δημοσιονομική απόδοση και διορθώσεις
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει ισχυρές επιδόσεις, με το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει το 5,1% του ΑΕΠ το 2024 και να επεκτείνεται σε 6,5% του ΑΕΠ σε 12μηνη βάση μέχρι τον Ιούλιο του 2025.
Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις οφείλονται κυρίως σε αυξημένα έσοδα από φόρους και τη σημαντική συνεισφορά της συμφωνίας παραχώρησης της Εθνικής Οδού Αττικής (3,3 δισ. ευρώ). Τα έξοδα, από την πλευρά τους, μειώθηκαν κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών.
Οι προσπάθειες για βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης έχουν φέρει καρπούς, με τις εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων να έχουν αυξηθεί κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ και από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει με ένα σχετικά υψηλό φορολογικό βάρος, με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και περιορισμένη φορολογική βάση, διαπιστώνει η Wood & Company.
Αμυντικές δαπάνες
Στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών, η Ελλάδα συνεχίζει να ενισχύει τις δαπάνες, με το 2024 να κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων χωρών της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, με το ποσοστό του ΑΕΠ να ανέρχεται στο 3,1%, αυξημένο από το 2,8% το 2023.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε το 12ετές σχέδιο για δαπάνη 25 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του ΝΑΤΟ για δαπάνες 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε την εξαίρεση για τις αμυντικές δαπάνες, επιτρέποντας την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 0,5 δισ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ) το 2026, ενώ η Ελλάδα έχει αιτηθεί 1,2 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα χαμηλότοκων δανείων της ΕΕ για την άμυνα (SAFE), με 0,8 δισ. ευρώ να έχουν εγκριθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Επενδυτική δραστηριότητα
Η οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε ήπια επιβράδυνση στο πρώτο εξάμηνο του 2025, ωστόσο παραμένει σε πορεία ανάπτυξης 2% και 2,5% για το τρέχον και το επόμενο έτος, αντίστοιχα.
Επίσης, η κατανάλωση των νοικοκυριών παρουσίασε επιβράδυνση στο 0,8% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, από 1,3% το πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της μείωσης των δαπανών για υπηρεσίες, ενώ οι πραγματικές λιανικές πωλήσεις παρέμειναν στάσιμες. Παρόλα αυτά, οι δαπάνες για σταθερές επενδύσεις συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά, υποστηριζόμενες από τη χρησιμοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα έχει ήδη λάβει 21,3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (59,3% του συνολικού ποσού), με την κυβέρνηση να υποβάλλει αίτημα 2,1 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και προγραμματίζοντας επιπλέον 1,8 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο.
Το συνολικό ποσό των εκταμιεύσεων αναμένεται να φτάσει τα 25,2 δισ. ευρώ (70,1% του συνολικού ποσού) μέχρι το τέλος του 2025. Παράλληλα, η Κομισιόν ενέκρινε τον αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης, με στόχο την βελτιστοποίηση της υλοποίησης των έργων και τη μέγιστη αξιοποίηση των πόρων.
Στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, ο κατώτατος μισθός αναμένεται να αυξηθεί κατά 6% το 2025, από 830 ευρώ σε 880 ευρώ το μήνα, ενώ η κυβέρνηση σκοπεύει να τον αυξήσει περαιτέρω στα 950 ευρώ το 2027, ενόψει εκλογών. Η αύξηση αυτή θα συμβαδίζει με την αναμενόμενη ανάπτυξη του πραγματικού μισθού κατά 4% το 2026 και 3,8% το 2027, περιορίζοντας τις πληθωριστικές πιέσεις και ενισχύοντας την παραγωγικότητα.
Στρατηγική μείωσης του χρέους και φορολογική πειθαρχία
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει προτεραιότητα στην επιθετική δημοσιονομική σύγκλιση τα τελευταία χρόνια, με το αποτέλεσμα να είναι υπερβάσεις των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το 2024, το δημόσιο χρέος μειώθηκε σε 152,5% του ΑΕΠ, από το υψηλό του 212,8% το 2021, και αναμένεται να φτάσει το 149,1% μέχρι το τέλος του 2025, με τη συνέχιση της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και την πρόβλεψη πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σε 144,2% το 2025, 134,5% το 2026 και 101,3% το 2030.
Επίσης, η Ελλάδα αποπληρώνει γρήγορα τα δάνεια της κρίσης, με τα δάνεια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό GLF να πληρώνονται 10 χρόνια νωρίτερα, μέχρι το 2031. Αυτό θα επιταχύνει τη μείωση του χρέους και θα περιορίσει τα κόστη εξυπηρέτησης του, με τη Wood & Company να εκτιμά ότι θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την ετήσια αποπληρωμή, έως και 2 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2031-2041.
Αναφορικά με την σύνθεση του χρέους, η πλειονότητα του δημοσίου χρέους είναι συγκεντρωμένη σε δάνεια, αντί για χρεόγραφα (108,6% έναντι 40,9% του ΑΕΠ). Μέχρι τον Ιούνιο του 2025, τα μεγαλύτερα δανειακά στοιχεία είναι ο ESFS (31,25% του συνόλου), ακολουθούμενος από τον ESM (14,8%) και το GLF (7,8%).
Πηγή: ot.gr