Η πολιτικοοικονομική κρίση στη Γαλλία -δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης- έχει πρόσωπο και όνομα: Εμανουέλ Μακρόν.
Η πολιτικά τυχοδιωκτική απόφαση του Γάλλου προέδρου να διαλύσει το κοινοβούλιο μετά την ήττα του κυβερνητικού στρατοπέδου στις ευρωεκλογές του 2024 αποδεικνύεται πλέον διαχρονικά ολέθρια.
Και δη η εμμονή του να μην εισακούσει το μήνυμα της πρόωρης προσφυγής στην κάλπη, που ανέδειξε πρώτη -αν και χωρίς πλειοψηφία- κοινοβουλευτική δύναμη το πολυκομματικό Νέο Λαϊκό Μέτωπο.
Την εκλογική συμμαχία του ευρύτερου χώρου της γαλλικής Αριστεράς, την οποία ο Μακρόν επιχειρεί έκτοτε να διαλύσει -κυρίως μέσω των πάλαι ποτέ κραταιών, αλλά εσαεί πολιτικά φιλόδοξων Σοσιαλιστών- ενόσω αλλάζει σαν τα πουκάμισα πρωθυπουργούς σε κυβερνήσεις μειοψηφίας.
Μένει να φανεί εάν αυτή τη φορά θα τα καταφέρει.
Σε σύμπραξη στο μεσοδιάστημα με τα απομεινάρια της γκωλικής Δεξιάς, κατέστησε τις κεντροδεξιές κυβερνήσεις μειοψηφίας επί της ουσίας κοινοβουλευτικά «ομήρους» της λεπενικής ακροδεξιάς: πρώτου μεμονωμένου πολιτικού κόμματος σε ψήφους.
Το αποτέλεσμα;
Σε μια γεωπολιτικά κρίσιμη περίοδο συνολικά για την Ευρώπη -εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και της εποχής Τραμπ 2.0 στις ΗΠΑ- η Γαλλία βυθίστηκε σε κυβερνητική παράλυση, δημοσιονομική κρίση και θεσμική αστάθεια, αποκαλύπτοντας ένα διευρυνόμενο χάσμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το πολιτικό κατεστημένο.
Φευ προς όφελος κυρίως της λεπενικής ακροδεξιάς.
Στο γκρίζο φόντο της μακρονικής συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, της διάβρωσης του γαλλικού κοινωνικού κράτους και της διεύρυνσης των οικονομικών ανισοτήτων, ο πρώην πια πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού -τρίτος κατά σειρά μετά τις περυσινές πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία- επιχείρησε να περάσει άλλον έναν σκληρό προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας, αυτή τη φορά με περικοπές 43,8 δισ. ευρώ και με την κατάργηση δύο αργιών.
Ανήγαγε την έγκρισή του σε οιονεί «δημοψήφισμα» για το μέλλον της χώρας, ενόσω ο ίδιος πλασάρεται ως επίδοξος διάδοχος του Μακρόν στη γαλλική προεδρία, στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί το 2027.
Σύσσωμη η σημερινή αντιπολίτευση του γύρισε την πλάτη.
Όχι μόνο για το περιεχόμενο των μέτρων σκληρής λιτότητας, αλλά επειδή άπαντες εκτός του μακρονικού «νυμφώνος» αμφισβητούν -με μικροκομματική διάθεση ή μη- τη νομιμοποίηση της κυβέρνηση μειοψηφίας που τα εισηγήθηκε.
Η εμπιστοσύνη στον Μακρόν έχει πέσει στο ναδίρ -μόλις το 15% των Γάλλων δηλώνει ότι τον εμπιστεύεται σε νέα δημοσκόπηση της Verian Group για την συντηρητική εφημερίδα Le Figaro.
Η λαϊκή βάση αντιδρά με απεργίες που έχουν κηρύξει για τις επόμενες ημέρες τα συνδικάτα και την Τετάρτη με τις διαδηλώσεις που έχουν οργανωθεί μέσω των social media, με κεντρικό σύνθημα «Ας μπλοκάρουμε τα πάντα», θυμίζοντας έντονα τα «Κίτρινα Γιλέκα» του 2018.
Πέραν της «θολής» πολιτικής πατρωνίας και υποκίνησης, είναι οι φωνές μιας κοινωνίας που θεωρεί ότι δεν ακούγεται.
Ότι οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην της. Ότι η πολιτική γίνεται στο όνομα μιας «αναγκαιότητας» που ποτέ δεν εξηγείται πειστικά. Ότι η εξουσία ζητά συνεχώς θυσίες από τη βάση, χωρίς αναλογική ανταποδοτικότητα.
Πίσω στο 2017 ο Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη, ως κεντρώος, υποσχόμενος λύσεις στα προβλήματα του μέσου Γάλλου.
Όμως η υπόσχεση για υπέρβαση των παλιών διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δεξιάς-αριστεράς κατέρρευσε μέσα σε ένα κλίμα δυσπιστίας, όπου οι πολίτες αισθάνονται ότι η εξουσία μιλάει μια γλώσσα ξένη προς τις αγωνίες τους.
Σήμερα, στη δεύτερη προεδρική θητεία του, ο Μακρόν κάνει ασκήσεις πολιτικής ισορροπίας μεταξύ της εξ αντανακλάσεως ενδυναμωμένης Ακροδεξιάς και ό,τι έχει απομείνει, μετά τη δική του πολιτική λαίλαπα, στον χώρο πέριξ του πολιτικού κέντρου.
Οι απρόσωπες αγορές στέλνουν εν τω μεταξύ τα δικά τους προειδοποιητικά μηνύματα, ελλείψει πολιτικής σταθερότητας και αξιοπιστίας.
Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η Γαλλία αρχίζει να δείχνει ο νέος «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης.
Όμως αυτή η κρίση δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι βαθιά πολιτική και η «ρίζα» της εντοπίζεται στο έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης.
Είναι η πολιτική αβεβαιότητα που ο ίδιος ο Μακρόν προκάλεσε με την πολιτική του, εκτοξεύοντας το γαλλικό δημόσιο χρέος που πλέον αγγίζει το 114% του ΑΕΠ, τρίτο μεγαλύτερο από αυτό της οικονομικά υποδεέστερης Ελλάδας και της -τρίτης μεγαλύτερης στην ευρωζώνη- οικονομίας της Ιταλίας.
Ανεξαρτήτως της επιλογής του διαδόχου του Φρανσουά Μπαϊρού στην πρωθυπουργία, , η εικόνα ενός απερχόμενου προέδρου που δεν απολαμβάνει της λαϊκής εμπιστοσύνης έχει ήδη παγιωθεί.
Ενός ηγέτη που, αντί να αποσοβεί, τροφοδοτεί την κρίση.
Ακόμη και αν η πρόταση παραπομπής του με το ερώτημα της καθαίρεσης, που προωθεί εκ νέου σε βάρος του η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, ερμηνεύεται ως ακόμη ένα πολιτικό πυροτέχνημα -δεδομένου ότι δεν υπάρχουν καν τα «κουκιά» για την έγκρισή του από τη Γερουσία- αντανακλά το πολιτικό αδιέξοδο της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Αυτά, ενόσω η χώρα περιστρέφεται σε φαύλο κύκλο, με την οικονομία να χρήζει ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και με την κοινωνία να μην εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα που τις εισηγείται.
Το μεγάλο ερώτημα πλέον δεν είναι αν ο πρόεδρος Μακρόν θα παραμείνει στη θέση του έως το 2027.
Είναι αν μπορεί να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Χωρίς αυτήν, η Γαλλία θα συνεχίσει να βυθίζεται στην αβεβαιότητα και, μαζί με αυτη, η υπόλοιπη Ευρώπη.
Και η Ευρώπη γνωρίζει καλά ότι, αν λυγίσει η Γαλλία, οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν εντός των γαλλικών συνόρων.
Πηγή: in.gr