Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση παραμένει ένα από τα πιο σκληρά εμπόδια. Παρά τη μικρή ανάσα που κατέγραψαν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τον Ιούλιο, με το μέσο επιτόκιο των νέων δανείων να υποχωρεί στο 4,49% και εκείνο των καταθέσεων να μένει στάσιμο στο 0,34%, η εικόνα δεν αλλάζει ουσιαστικά. Το περιθώριο ανάμεσα σε δανεισμό και αποταμίευση εξακολουθεί να κινείται πάνω από τέσσερις μονάδες – απόσταση που βαραίνει δυσανάλογα τον μικρό επιχειρηματία.
Είναι γεγονός οτι οι τράπεζες παραμένουν διστακτικές μετά από μια δεκαετία ισχυρών αναταράξεων και σημαντικών προβλημάτων. Οι εγγυήσεις που απαιτούνται, η αυστηρή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας και η ανάγκη για ίδια κεφάλαια συχνά αφήνουν τις μικρές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού δανεισμού. Υπό αυτούς τους περιορισμούς, ακόμα και όσοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το ελαφρώς χαμηλότερο επιτόκιο, συναντούν κλειστές πόρτες.
Οι τράπεζες παραμένουν διστακτικές μετά από μια δεκαετία ισχυρών αναταράξεων και σημαντικών προβλημάτων
Χρηματοδοτικά εργαλεία
Τα πολλά εμπόδια που υπάρχουν για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξηγούν γιατί η κυβέρνηση έχει ρίξει το βάρος σε εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία. Τα εθνικά προγράμματα του ΕΣΠΑ, το Ταμείο Εγγυοδοσίας και οι παρεμβάσεις της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας προσφέρουν διόδους, συχνά με χαμηλότερο κόστος και μικρότερες απαιτήσεις σε εξασφαλίσεις. Παρά το γεγονός ότι οι διαδικασίες παραμένουν χρονοβόρες και οι όροι σύνθετοι, η ύπαρξή τους λειτουργεί σαν ένα παράλληλο κανάλι για όσους δεν μπορούν να δανειστούν μεσω του παραδοσιακού δικτύου.
Στις πρόσφατες εξαγγελίες, ξεχωρίζει και η προσπάθεια να κινητοποιηθούν κεφάλαια μέσω των λεγόμενων «επιχειρηματικών αγγέλων». Οι διαδικασία επιτυγχάνεται μεσω επενδυτών οι οποίοι προσφέρουν όχι μόνο χρηματοδότηση αλλά και τεχνογνωσία. Αν και στην Ελλάδα η κουλτούρα αυτή παραμένει περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες, η κυβέρνηση δίνει κίνητρα ώστε να αναπτυχθουν τέτοιες συνεργασίες. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν να κάνουν το επόμενο βήμα, η προοπτική αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως εναλλακτική σε σχέση με τον δύσκολο δρόμου του τραπεζικού δανεισμού.
Το ευρωπαϊκό παράδειγμα
Η ελληνική δύσκολη πραγματικότητα για πολλές επιχειρήσεις, γίνεται ακόμα πιο σαφής αν η κατάσταση συγκριθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ, το μέσο επιτόκιο νέων επιχειρηματικών δανείων στην Ευρωζώνη κινείται γύρω στο 3,5%. Η διαφορά με την Ελλάδα μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά για μια ΜμΕ που αναζητά χρηματοδότηση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, μεταφράζεται σε ένα σημαντικό πρόσθετο κόστος.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ύψος του επιτοκίου. Αντίθετα από την Ελλάδα, σε αρκετές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, η τραπεζική αγορά στοχεύει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δημιουργώντας συνθήκες που διευκολύνουν τον δανεισμό. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι μικρές επιχειρήσεις συχνά αντιμετωπίζονται ως «υψηλού κινδύνου», με αποτέλεσμα να αποκλείονται ή να δανείζονται με δυσμενέστερους όρους. Το χάσμα αυτό δεν αφορά μόνο τα οικονομικά μεγέθη, αλλά και το έλλειμμα εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των τραπεζών με τις επιχειρήσεων.
Το αδιέξοδο και οι προοπτικές
Το ερώτημα που αναδεικνύεται είναι εάν τα διαθέσιμα εργαλεία επαρκούν για να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό. Οι ΜμΕ, που συχνά λειτουργούν με περιορισμένα αποθέματα ρευστότητας, χρειάζονται άμεση πρόσβαση σε κεφάλαια για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Η εικόνα των επιτοκίων δείχνει ότι η τραπεζική οδός παραμένει δύσβατη, παρά τις μικρές βελτιώσεις. Από την άλλη, τα εθνικά προγράμματα και οι νέες μορφές χρηματοδότησης προσπαθούν να φτιάξουν έναν εναλλακτικό δρόμο.
Η λύση στο γόρδιο δεσμό της πρόσβασης στη χρηματοδότηση θα κρίνει και τη δυναμική των μικρομεσαίων τα επόμενα χρόνια. Αν δεν σπάσει ο φαύλος κύκλος του ακριβού δανεισμού και των περιορισμένων επιλογών, η ανάπτυξη θα μείνει στα χαρτιά. Αντίθετα, αν οι εναλλακτικές πηγές αποκτήσουν ουσιαστικό βάρος, τότε ίσως να δημιουργηθεί ένας δρόμος λιγότερο ανηφορικός για τις επιχειρήσεις που στηρίζουν παραγωγικά την ελληνική οικονομία.
Πηγή: ot.gr