Η Γαλλία είναι αντιμέτωπη με κλιμακούμενη πολιτική κρίση και η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύφεση. Η Βρετανία κάνει ό,τι μπορεί για να ανατάξει την οικονομία της. Οι κυβερνήσεις θεωρούν μονόδρομο τη λιτότητα, μήπως εξισορροπήσουν τα δημόσια οικονομικά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακροδεξιά, λαϊκιστικά κόμματα όπως ο Εθνικός Συναγερμός, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το ReformUK του Νάιτζελ Φάρατζ ενισχύονται διαρκώς –τίποτα δεν αποκλείει στις επόμενες εκλογές να βγουν και νικητές.
Ο Economist κάνει μια ανάλυση γιατί η λιτότητα έχει οδηγήσει τους ψηφοφόρους στην αγκαλιά των ακροδεξιών κομμάτων. Και σημειώνει ότι δεν μπορεί κανείς να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τις αγορές ομολόγων και τους «βαρβάρους» που πολιορκούν το κάστρο.
Το πρόβλημα
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις σε μεγάλο μέρος του πλούσιου κόσμου.
Το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα στον ΟΟΣΑ έφτασε το 4,6% του ΑΕΠ το 2024, όταν πριν από την πανδημία Covid-19 ήταν 2,9%. Τα πληρωμένα τοκοχρεολύσια, επίσης, ανήλθαν στο 3,3% του ΑΕΠ, ελάχιστα κάτω από το ποσό που τα μέλη του ΝΑΤΟ ελπίζουν να δαπανήσουν για την άμυνα έως το 2035. Και η λιτότητα δείχνει μονόδρομος.

Από συγκέντρωση του ακροδεξιού AfD στο Βερολίνο / REUTERS / Christian Mang/File Photo
Και μπορεί η έρευνα στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης να δείχνει ότι η λιτότητα δεν αποτελεί (συνήθως) εμπόδιο για την επανεκλογή μιας κυβέρνησης, υπάρχει μια προειδοποίηση. Όπου κόβονται δαπάνες, οι λαϊκιστές θριαμβεύουν. Πάρτε ως παράδειγμα τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία.
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτικη κρίση (2007-2009), πολλές κυβερνήσεις –για διάφορους λόγους- προχώρησαν σε δανεισμό. Αλλά ο δανεισμός δεν φαίνεται η λογική επιλογή σήμερα.
Η Τράπεζα της Αγγλίας μειώνει τα ομόλογά της κατά περίπου 100 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου της Γαλλίας έφτασε το 3,5%, από λιγότερο από 1% πριν από μια δεκαετία. Υπάρχει κίνδυνος ο δανεισμός να προκαλέσει υψηλότερο πληθωρισμό και υψηλότερα επιτόκια. Και αυτό θα κοστίσει στις κυβερνήσεις.
Τα χρήματα πρέπει να εξασφαλιστούν αλλιώς: βλέπε, λιτότητα.
Ακροδεξιά και αγορές
Αλλά η ακροδεξιά καραδοκεί. Τα λαϊκιστικά αυτά κόμματα υπόσχονται υψηλότερες δαπάνες για συντάξεις και οικογενειακά επιδόματα, αλλά και μειώσεις φόρων. Δηλαδή, μια βόμβα στα δημοσιονομικά θεμέλια. Αυτό και αν ανησυχεί τις αγορές.
Πέρυσι, στη Γαλλία, όταν ο Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων της Γαλλίας και εκείνων των γερμανικών ομολόγων εκτινάχθηκε από 0,5 σε 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Οι επενδυτές έβλεπαν τον κίνδυνο να κερδίσει τις εκλογές ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν. Λιγότερο από ενάμιση χρόνο αργότερα, η κυβέρνηση Μπαϊρού κινδυνεύει –είναι σχεδόν σίγουρη- με κατάρρευση, μετά την ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, στις 8 Σεπτεμβρίου. Και το ακροδεξιό κόμμα εξακολουθεί να ενισχύεται δημοσκοπικά.
Η σύνδεση της λακκούβας με την ακροδεξιά
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Σύμφωνα με έρευνα των πολιτικών επιστημόνων Έβελιν Χούμπσερ, του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης, και Τόμας Σάτλερ, του Πανεπιστημίου της Γενεύης, τα κύματα του λαϊκισμού εξαπλώνονται σε περιόδους λιτότητας. Παράλληλα, αυξάνεται στον δημόσιο λόγο η συζήτηση για τη μετανάστευση, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα επιδόματα. Σύμφωνα με τη Στέφανι Στάντσεβα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, πρόκειται για τη «νοοτροπία μηδενικού αθροίσματος».


Ο Νάιτζελ Φάρατζ / REUTERS / Jaimi Joy/File Photo
Αν το δούμε σε μελέτες μικρής κλίμακας, η σύνδεση ανάμεσα στη λιτότητα και την άνοδο της ακροδεξιάς είναι σαφής. Στην Ιταλία, η ομάδα του Σιμόνε Κρεμάσκι από το Πανεπιστήμιο Μποκόνι μελέτησε το φαινόμενο σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Στις περιοχές όπου οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες ήταν μεγαλύτερες, τα ακροδεξιά κόμματα πήραν περισσότερες ψήφους.
Στη Βρετανία, εργασία του Ζάκαρι Ντίκσον του London School of Economics, του Σιμόνε Κρεμάσκι και της ομάδας τους, διαπιστώνει ότι το ReformUK ευδοκιμεί σε περιοχές όπου έκλεισαν πρόσφατα ιατρεία του δημόσιου συστήματος υγείας (NHS). Επίσης, προβλήματα όπως οι λακκούβες στους δρόμους δίνουν πόντους στο κόμμα του Φάρατζ.
Η Κατρίν ντε Βρι, του Πανεπιστημίου Μποκόνι προειδοποιεί: «Επενδύστε σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες για να κάνετε τους ανθρώπους να δουν ότι αξίζει να πληρώνουν τους φόρους τους και να συμμετέχουν στο δημοκρατικό σύστημα».
Καλύτερα αυξήσεις φόρων…
Η επένδυση χρημάτων σε δημόσιες υπηρεσίες απαιτεί πιθανώς αυξήσεις φόρων, οι οποίες ωστόσο φαίνεται ότι είναι λιγότερο πιθανό να ενισχύσουν τους λαϊκιστές.


Μαρίν Λεπέν και Ζορντάν Μπαρντελά, του Εθνικού Συναγερμού (Γαλλία)
Στην έρευνα των Τζάκοπο Ποντιτσέλι του Πανεπιστημίου Northwestern και Χανς-Γιόακιμ Βοτ του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, για όλες τις χώρες από το 1919 έως το 2008, τα αποτελέσματα το αποδεικνύουν. Παρόλο που υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των περικοπών δαπανών και των περιστατικών κοινωνικής αστάθειας, όπως οι ταραχές, οι αυξήσεις φόρων είχαν μόνο «μικρό και ασήμαντο» αντίκτυπο. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αλμπέρτο Αλεσίνα του Χάρβαρντ και την ομάδα του, οι φόροι έχουν άλλες συνέπειες.
Τα προγράμματα λιτότητας που βασίζονται περισσότερο στις αυξήσεις φόρων παρά στις περικοπές δαπανών είναι χειρότερα για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Και τα κόμματα της ελεύθερης αγοράς που εφαρμόζουν αυξήσεις φόρων τιμωρούνται συνήθως από τους ψηφοφόρους.
Αδιέξοδο; Μπορεί
Στις άλλες επιλογές, υπάρχει και η λογική διαχείριση του χρέους. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως έχουν σημειώσει ο Μπάρι Άιχενγκριν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϊ, και ο Ρούι Εστέβες του Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών της Γενεύης, η αξιόπιστη πολιτική και τα μακροπρόθεσμα ομόλογα έχουν λειτουργήσει καλά. Απέτρεψαν την εκτόξευση των αποδόσεων των ομολόγων λόγω εξάρσεων του πληθωρισμού και επιβράδυναν τη συσσώρευση χρέους. Αλλά, τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες χώρες έχουν απομακρυνθεί από την έκδοση μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Σύμφωνα με τους Άιχενγκριν και Εστέβες, μετά τον Β’ Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μείωναν συνήθως το χρέος είτε μέσω ταχείας οικονομικής ανάπτυξης είτε μέσω χρηματοπιστωτικής καταστολής.
Η πρώτη δεν φαίνεται πιθανή σήμερα. Και η δεύτερη δεν θα είναι καθόλου ευχάριστη. Συνήθως περιλαμβάνει είτε ελέγχους κεφαλαίου (ναι, capital controls…) είτε χρηματοπιστωτική ρύθμιση που διατηρεί τα ονομαστικά επιτόκια κάτω από τον πληθωρισμό. Λίγες κυβερνήσεις επιθυμούν να επιστρέψουν στη μεταπολεμική εποχή των ελέγχων κεφαλαίου, ορισμένες φλερτάρουν με άλλες μορφές καταστολής. Όπως κατάργηση των πληρωμών τόκων στα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας ή εξαναγκασμό των συνταξιοδοτικών ταμείων να αγοράζουν εγχώρια περιουσιακά στοιχεία.
Στην ουσία πρόκειται για φόρο στους αποταμιευτές, που αναγκάζονται να επενδύσουν στη χώρα τους με χειρότερους όρους. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι δεν θα χαίρονταν πολύ αν αναγκάζονταν να παραχωρήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους στην κυβέρνηση.
Και τι θα κάνει ο υπουργός Οικονομικών;
Το συμπέρασμα είναι ότι λιτότητα και λαϊκισμός είναι αγκαλιασμένοι σφικτά. Και οι υπουργοί Οικονομικών που σπάνε το κεφάλι τους πώς θα λύσουν τον γόρδιο δεσμό του χρέους, παίζοντας την καρέκλα τους, έχουν μια μικρή παρηγοριά. Ο διάδοχός τους θα βρεθεί μπροστά στα ίδια ακριβώς προβλήματα.
Πηγή: in.gr