Τι μπορεί να διδάξει η Φινλανδία στην Ουκρανία για τον πόλεμο και την ειρήνη

Τι μπορεί να διδάξει η Φινλανδία στην Ουκρανία για τον πόλεμο και την ειρήνη

Τι κοινό μπορεί να έχουν η εμπόλεμη Ουκρανία και η Φινλανδία, πέρα από το γεγονός ότι εμφότερες συνορεύουν με την Ρωσία;  Και όμως, μία ιστορική αναδρομή αποδεικνύερι πως έχουν πολύ περισσότερα.

Κάποτε, ο ισχυρός άνδρας στο Κρεμλίνο ισχυρίστηκε ότι η περιοχή αυτή ανήκε στη σφαίρα επιρροής του και απαίτησε μια άνιση ανταλλαγή εδαφών. Όταν η απαίτησή του απορρίφθηκε, οργάνωσε μια επιχείρηση υπό ψευδή πρόφαση και στη συνέχεια εισέβαλε, προσδοκώντας να καταλάβει την πρωτεύουσα σε δύο εβδομάδες. Οι δυτικές δημοκρατίες υποσχέθηκαν υποστήριξη, αλλά δεν την παρείχαν.

Λιγότερο από πέντε χρόνια αργότερα, το θύμα αναγκάστηκε να παραχωρήσει το ένα δέκατο του εδάφους του στη Ρωσία και να υποσχεθεί διαρκή ουδετερότητα. Αυτή δεν ήταν η τύχη της Ουκρανίας την τρέχουσα δεκαετία, αλλά της Φινλανδίας τη δεκαετία του 1940. Και σήμερα, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα κράτη της Ευρώπης, που ευημερεί όσα λίγα.

Πώς μετέτρεψε την ήττα σε νίκη για τη χώρα;

Η Φινλανδία βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο αυτές τις μέρες. Ο ηγέτης της συμμετείχε σε μια συνάντηση τον περασμένο μήνα στο Λευκό Οίκο μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ, του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και έξι άλλων Ευρωπαίων ηγετών. Όταν ο Τραμπ στράφηκε προς τον Αλεξάντερ Στουμπ, τον πρόεδρο της Φινλανδίας, έναν από τους πιο σταθερούς και ψύχραιμους υποστηρικτές της Ουκρανίας, είπε: «Βρήκαμε μια λύση το 1944 και είμαι βέβαιος ότι θα βρούμε μια λύση το 2025, για να τερματίσουμε τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας και να επιτύχουμε μια διαρκή και δίκαιη ειρήνη». Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Ελσίνκι στο περιοδικό The Economist, αναφερόμενος στην απόφαση του 1944, που πολλοί θεωρούν ήττα, είπε: «Εξακολουθούμε να νιώθουμε ότι κερδίσαμε, γιατί διατηρήσαμε την ανεξαρτησία μας».

Όταν ο Στάλιν επιτέθηκε για πρώτη φορά στον Χειμερινό Πόλεμο (Σοβιετο-φινλανδικό πόλεμο) του 1939-1940, η Φινλανδία ήταν ανεξάρτητη μόλις 21 χρόνια, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και τα 600 χρόνια πριν από αυτό ως μέρος της Σουηδίας. Περιλαμβανόταν στη μυστική συμφωνία Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, που μοίρασε την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Η Φινλανδία ανατέθηκε στην τελευταία.

Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλα μέρη της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, καθώς και με πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η Φινλανδία, μια χώρα με λιγότερους από 6 εκατομμύρια κατοίκους και σύνορα 1.300 χλμ. με τη Ρωσία, δεν έχασε ποτέ την ανεξαρτησία της ή τη δημοκρατία της. Αυτό δεν το οφείλει στη στήριξη της Δύσης, αλλά στη σθένος του λαού της, στην ακεραιότητα της ελίτ της και στον σκληρό ρεαλισμό του άνδρα που διοικούσε τον στρατό της κατά τη διάρκεια των ετών του πολέμου, του Καρλ Γκούσταφ Μάννερχαϊμ, πρώην στρατηγού του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού, ο οποίος ήταν εξίσου αποφασιστικός στο να πολεμήσει όσο και στο να αποδεχτεί μια πικρή ειρήνη.

Πρότυπο για να το αποφύγει ή να το ακολουθήσει η Ουκρανία;

Τον Μάρτιο του 1940, μετά από «16 εβδομάδες αιματηρών μαχών χωρίς ανάπαυση μέρα και νύχτα», ο Μάνερχαϊμ απευθύνθηκε στους στρατιώτες του: «Ο στρατός μας παραμένει ανίκητος μπροστά σε έναν εχθρό που, παρά τις τρομερές απώλειες, έχει αυξηθεί σε αριθμό». Η απογοητευτική κλίμακα της δυτικής υποστήριξης και το συντριπτικό μέγεθος και η βαρβαρότητα ενός εχθρού, «του οποίου η φιλοσοφία ζωής και οι ηθικές αξίες διαφέρουν από τις δικές μας», σήμαιναν ότι, παρόλο που ο Στάλιν δεν κατάφερε να επιτύχει τους μαξιμαλιστικούς στόχους του, η Φινλανδία έπρεπε να παραχωρήσει εδάφη, αλλά όχι τον λαό της.

«Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τη μειωμένη πατρίδα μας, με την ίδια αποφασιστικότητα και το ίδιο πάθος με το οποίο υπερασπιζόμασταν την αδιαίρετη πατρίδα μας», τόνισε ο Μάννερχαϊμ. Ολόκληρος ο πληθυσμός της φινλανδικής Καρελίας – πάνω από 400.000 άτομα – εκκενώθηκε μετά το τέλος του Χειμερινού Πολέμου και του επακόλουθου Πολέμου της Συνέχειας (Β’ Σοβιετο-φινλανδικός πόλεμος), στον οποίο η Φινλανδία κατάφερε να απωθήσει τους Ρώσους για κάποιο διάστημα.

Η εμπειρία της Φινλανδίας έχει αναφερθεί από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία – τόσο ως πρότυπο που πρέπει να αποφευχθεί όσο και ως πρότυπο που ίσως πρέπει να ακολουθηθεί. Η ομιλία του Μάννερχαϊμ κυκλοφόρησε στο γραφείο του Βολοντίμιρ Ζελένσκι τους πρώτους μήνες του πολέμου, αλλά τελικά παραμερίστηκε.

Οι παραχωρήσεις στη Μόσχα και ο ορισμός της «Realpolitik»

Η ειρήνη που επιβλήθηκε στη Φινλανδία το 1944 δεν ήταν καθόλου δίκαιη. Αλλά θα μπορούσε να ήταν χειρότερη. Η Φινλανδία παραχώρησε το 10% του εδάφους της, συμπεριλαμβανομένης της Καρελίας και του μισού της λίμνης Λάντογκα. Ο στρατός της περιορίστηκε, όπως και η δυνατότητά της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Αναγκάστηκε να παραχωρήσει στη Ρωσία μια ναυτική βάση στο Πόρκαλα, μια χερσόνησο στον Κόλπο της Φινλανδίας, μόλις 30 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Και επειδή είχε συμμαχήσει με τον Χίτλερ, αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημιώσεις στη Σοβιετική Ένωση, η οποία της είχε επιτεθεί πέντε χρόνια νωρίτερα.

Για μεγάλο μέρος του κόσμου, αυτό ήταν μια ήττα. Για τον Φινλανδό πρόεδρο Αλεξάντερ Στουμπ, ο πατέρας του οποίου γεννήθηκε στο έδαφος που προσαρτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και του οποίου η εξοχική κατοικία βρίσκεται στο Πόρκαλα, που από τη δεκαετία του 1950 ανήκει ξανά στη Φινλανδία, η κατάσταση φαίνεται διαφορετική.

Χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας από τη Δύση ή οποιονδήποτε άλλο, η Φινλανδία άσκησε αυτή την ανεξαρτησία όχι με το να στραφεί κατά της Ρωσίας – κάτι που σχεδόν σίγουρα θα είχε ως αποτέλεσμα μια άλλη εισβολή – αλλά με το να χτίσει μια από τις πιο επιτυχημένες χώρες της Ευρώπης. «Οι άνθρωποι δεν περίμεναν τις τέλειες συνθήκες. Δούλεψαν με ό,τι είχαν», εξηγεί ο Ρίστο Πενττίλα, εμπειρογνώμονας εξωτερικής πολιτικής στο Economist.

Στην πολιτική και στα μέσα ενημέρωσης, η Φινλανδία απέφευγε προσεκτικά οτιδήποτε θα μπορούσε να εξοργίσει τη Μόσχα. Για τους περισσότερους εξωτερικούς παρατηρητές, αυτό που έγινε γνωστό ως «φινλανδοποίηση» ήταν μια δουλοπρεπής μορφή κατευνασμού. Για τον Στουμπ και τους περισσότερους συμπατριώτες του, «ήταν ο ορισμός της ‘realpolitik’ σε μια εποχή που δεν είχαμε άλλη επιλογή». Αυτό επέτρεψε στη Φινλανδία να παραμείνει πιστή στις βασικές της αξίες: καθολική εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια και κράτος δικαίου.

Γιατί η Ουκρανία είναι σε καλύτερη θέση σήμερα;

Πολύ πριν από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 2023, η Φινλανδία είχε αναπτύξει ένα σύστημα «ολικής άμυνας» που βασίζεται στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και στην εθελοντική συμμετοχή ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ο στρατός της, που αποτελείται από στρατιώτες που έχουν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία, διαθέτει εφεδρικές δυνάμεις που αριθμούν σχεδόν 1 εκατομμύριο εκπαιδευμένους πολίτες. Ο Έσκο Άχο, πρωθυπουργός της δεκαετίας του 1990, λέει ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό χωρίς ένα αίσθημα δικαιοσύνης. «Η Φινλανδία κατάφερε να δημιουργήσει εθνική άμυνα όχι μόνο λόγω της απειλής από τη Ρωσία, αλλά και επειδή είχε κάτι που άξιζε να υπερασπιστεί».

Ο Αλεξάντερ Στουμπ λέει ότι η Ουκρανία σήμερα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι η Φινλανδία το 1944 – «μια κατεστραμμένη, φτωχή χώρα» που δεν είχε σχεδόν καμία υποστήριξη από το εξωτερικό. Η Ουκρανία έχει συμμάχους που εργάζονται για την εξασφάλιση εγγυήσεων ασφάλειας και την βοηθούν οικονομικά.

Η Ουκρανία, λέει, μπορεί είτε να μένει προσκολλημένη στο παρελθόν και να θρηνεί για την αδικία του έξω κόσμου, είτε «να μαζέψει τα κομμάτια, να ανασυγκροτηθεί και να πιστέψει στο δικό της μέλλον», εξαλείφοντας τη διαφθορά, προωθώντας την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη και καταπολεμώντας τον κυνισμό. Αυτή είναι η επιλογή που έχει μπροστά της.

Πηγή: in.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ