Ποια είναι τελικά η αιτία που πολίτες τα φέρνουν δύσκολα; Φταίει η ακρίβεια στην αγορά ή τα χαμηλά εισοδήματα; Μήπως τελικά φταίνε και τα δύο ή σε ποιες περιπτώσεις φταίει το ένα ή το άλλο; Αυτά είναι τα ερωτήματα που η κυβέρνηση δεν απαντά και τα συναρμόδια υπουργεία παίζουν μεταξύ τους τον μουτζούρη για να μην αναλάβουν το τεράστιο βάρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και χρόνια μέσα σε ένα παράδοξο. Οι αριθμοί μιλούν για αύξηση μισθών, αποκλιμάκωση του ρυθμού αύξησης του πληθωρισμού και για θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Στην πράξη όμως η καθημερινότητα παραμένει πολύ δύσκολη. Ο κατώτατος μισθός από τα 650 ευρώ το 2019 έφτασε τα 830 το 2024 και τα 880 το 2025. Ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε περίπου στα 1.340 ευρώ μεικτά. Σε πραγματικούς όρους, τα εισοδήματα αυτά εξακολουθούν να κατατάσσουν την Ελλάδα στον «πάτο» της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης ισούται μόλις με το 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Καθημερινή ακρίβεια
Ο πληθωρισμός των τροφίμων, που ξεπέρασε το 12% το 2022 και βρέθηκε πάνω από 6% το 2023–2024, έχει αφήσει βαθύ το αποτύπωμα στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων μπορεί οι τιμές να δείχνουν ότι σταθεροποιούνται, αλλά τα ράφια των σούπερ μάρκετ δείχνουν ότι η πραγματική εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Έρευνα του ΙΕΛΚΑ έδειξε ότι το 78% των καταναλωτών έχει στραφεί σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ το 60% περιορίζει την ποσότητα ή επιλέγει φθηνότερα προϊόντα σε τρόφιμα που άλλοτε δεν θα δοκίμαζαν ποτέ.
Η εικόνα στην αγορά δείχνει ότι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες δεν πλήττουν οπωσδήποτε τον όγκο, αλλά σίγουρα αλλάζουν τις συνήθειες των καταναλωτών. Όσο πληθωρισμός τρέχει, τα νοικοκυριά αναγκάζονται να ξοδεύουν περισσότερο χρήματα για λιγότερα προϊόντα. Το 2023 οι καταναλωτικές δαπάνες ξεπέρασαν κατά περίπου 3 δισ. ευρώ το διαθέσιμο εισόδημά, καλυπτόμενες από αποταμιεύσεις ή δανεισμό.
Ζωή με εκπτώσεις
Οι πιέσεις δεν περιορίζονται στο καλάθι του σούπερ μάρκετ. Η Eurostat καταγράφει ότι το 52% των Ελλήνων αδυνατεί να καλύψει ένα απρόοπτο έξοδο ύψους 1.000 ευρώ, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 33%. Περίπου το 45% δηλώνει ότι δεν μπορεί να κάνει ούτε μια εβδομάδα διακοπών τον χρόνο, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την υγεία. Το 7,5% του πληθυσμού ανέβαλε ιατρικές εξετάσεις ή θεραπείες για οικονομικούς λόγους, ποσοστό που είναι σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με χώρες της βόρειας Ευρώπης. Αυτές οι μικρές και μεγάλες «εκπτώσεις» στη ζωή συσσωρεύονται, φτιάχνοντας μια εικόνα όπου η καθημερινότητα στηρίζεται στην αναβολή και τον περιορισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω από το 26% των πολιτών στην Ελλάδα βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 21% στον μέσο όρο της Ε.Ε. Μια σταθερή υπενθύμιση ότι, παρά τις θετικές μακροοικονομικές επιδόσεις, η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα σπιράλ αδυναμίας.
Το ψευτοδίλημμα
Η δημόσια συζήτηση συχνά στήνεται γύρω από ένα δίλημμα: φταίνε οι μισθοί ή η ακρίβεια; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν τεχνητό διαχωρισμό. Οι δύο παράγοντες λειτουργούν παράλληλα, πολλαπλασιάζοντας την αίσθηση αδυναμίας να καλυφθούν οι ανάγκες.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση. Κι όμως, η κοινωνία δεν νιώθει ανάκαμψη. Οι αριθμοί που βελτιώνονται δεν μεταφράζονται σε καλύτερη ζωή, αλλά σε έναν αγώνα δρόμου όπου ο καταναλωτής κυνηγά τις τιμές και ποτέ δεν τις φτάνει. Αυτό το ψευτοδίλημμα μεταξύ «μισθών» και «ακρίβειας» βολεύει για την πολιτική αντιπαράθεση, όχι όμως για την πραγματικότητα καθώς οι καταναλωτές νιώθουν πίεση και από τα δύο μέτωπα.
Πηγή: ot.gr