Σε μια κρίσιμη καμπή για τη γαλλική πολιτική σκηνή, ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού αρνείται να παραμείνει αδρανής απέναντι στην επικείμενη πτώση της κυβέρνησής του. Προσπαθεί δυναμικά να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης από τους Σοσιαλιστές στις αρχές Σεπτεμβρίου, την ώρα που τα κόμματα της αντιπολίτευσης χαρτογραφούν ήδη τη στρατηγική τους για την «μετά Μπαϊρού εποχή».
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε θερινό πανεπιστήμιο, ο Μπαϊρού ξεκαθάρισε πως οι βουλευτές έχουν «13 ημέρες» για «να πουν αν θα ταχθούν με το χάος ή την υπευθυνότητα», θέτοντας στο επίκεντρο το διακύβευμα για το μέλλον της χώρας.
Η Γαλλία βρίσκεται για άλλη μια φορά βυθισμένη σε πολιτική αβεβαιότητα, μόλις οκτώ μήνες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μπαϊρού. Όπως και στην περίπτωση του προκατόχου του, Μισέλ Μπαρνιέ, το αδιέξοδο προέκυψε λόγω της αδυναμίας ψήφισης του προϋπολογισμού, παρά το γεγονός ότι, όπως τόνισε ο ίδιος ο Μπαϊρού, απειλείται από «άμεσο κίνδυνο» λόγω της εξάρτησης από το τεράστιο δημόσιο χρέος.
Αντιδράσεις για τις Δημοσιονομικές Περικοπές
Τanto η αντιπολίτευση όσο και η κοινή γνώμη απορρίπτουν κατηγορηματικά το σχέδιο δημοσιονομικών περικοπών ύψους περίπου 44 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με αφορμή το κάλεσμα για μαζικές κινητοποιήσεις στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Μπαϊρού ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι θα επιδιώξει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, με την ελπίδα να ανατρέψει το δυσμενές κλίμα.
Στο στόχαστρο του πρωθυπουργού βρίσκονται κυρίως οι Σοσιαλιστές, οι οποίοι από χθες έχουν διαμηνύσει πως σκοπεύουν να τον καταψηφίσουν, παρά τις ελπίδες για συμβιβαστική λύση. Ο Μπαϊρού επανέλαβε πάντως πως τα ανώτερα εισοδήματα θα αναλάβουν μια «συγκεκριμένη προσπάθεια» στον νέο προϋπολογισμό του 2026, ενώ πρότεινε να δοθεί στα συνδικάτα η διαχείριση της ασφάλισης γήρατος, εφόσον λάβει τη σχετική εξουσιοδότηση από την Εθνοσυνέλευση.
Κυβερνητική Κρίση και Οικονομικές Συνέπειες
Ωστόσο, οι αρνητικές αντιδράσεις των κομμάτων ήδη από τη Δευτέρα περιορίζουν σημαντικά τις προοπτικές επιβίωσης της κυβέρνησης, η οποία στερούταν πλειοψηφίας από τη συγκρότησή της τον Δεκέμβριο. Εάν δεν υπάρξει μεγάλη ανατροπή, η αντιπολίτευση διαμηνύει ξεκάθαρα ότι η Γαλλία ενδέχεται να μείνει χωρίς κυβέρνηση σε λιγότερο από δύο εβδομάδες.
Η τρέχουσα πολιτική αστάθεια αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο για την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία ιδρύθηκε το 1958 ακριβώς για να βάλει τέλος στο «βαλς των κυβερνήσεων». Η αστάθεια αυτή πυροδοτήθηκε από τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 2024 από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, μετά την ήττα του στις ευρωεκλογές. Οι επακόλουθες βουλευτικές εκλογές δημιούργησαν μια Εθνοσυνέλευση κατακερματισμένη σε τρία μπλοκ: συμμαχία της αριστεράς, μακρονιστές και δεξιά – ακροδεξιά, κανένα εκ των οποίων δεν απολαμβάνει απόλυτη πλειοψηφία.
Οι συνέπειες αυτής της αστάθειας άρχισαν ήδη να διαφαίνονται στην οικονομία. Το Χρηματιστήριο του Παρισιού κατέγραψε σημαντική κάμψη 1,70%, με τις τράπεζες – που διακρατούν μεγάλο μέρος των κρατικών ομολόγων – να υφίστανται τις μεγαλύτερες απώλειες.
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας αγγίζει πλέον το 114% του ΑΕΠ, κατατάσσοντάς το τρίτο μεγαλύτερο στην ευρωζώνη, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία.
Για την αντιμετώπιση της ανησυχίας, ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ διαβεβαίωσε ότι η Γαλλία «σήμερα δεν απειλείται από καμία παρέμβαση, ούτε του ΔΝΤ, ούτε της ΕΚΤ, ούτε κανενός άλλου διεθνούς οργανισμού», προσπαθώντας να καθησυχάσει αγορές και πολίτες.
Πηγή: tanea.gr